των Χριστόδουλου Δολαψάκη & Μανώλη Μούστου*

Πριν λίγες μέρες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έδωσε στη δημοσιότητα την έκθεση για την κατάσταση της υγείας στις 30 χώρες της Ευρωζώνης. Στην έκθεση περιέχονται αναλυτικά στατιστικά στοιχεία και σχόλια για καθεμιά από τις χώρες, καθώς και μία γενική έκθεση με παρατηρήσεις συνολικά για την Ευρωζώνη. Το υλικό που περιέχεται είναι πλούσιο και αξίζει να μελετηθεί ιδίως από όσους εργάζονται στο χώρο της υγείας.

Τα πρώτα χρόνια του μνημονίου χαρακτηρίστηκαν από «θεραπείες-σοκ» στον τομέα της εργασίας, της υγείας και της ασφάλισης. Ως απάντηση υπήρξαν πλήθος πρωτοβουλιών από υγειονομικούς και μη, δημιουργία κοινωνικών ιατρείων και φαρμακείων και καμπάνιες που μιλούσαν για ύπαρξη ανθρωπιστικής κρίσης, ακόμα και για γενοκτονία του ελληνικού λαού. Σχεδόν 10 χρόνια μετά έχουμε επανέλθει σε μια «κανονικότητα» –ακόμα και αν η συνδικαλιστική φρασεολογία έχει μείνει η ίδια– και η έκθεση της Κομισιόν μπορεί άνετα να υποστηρίζει ότι «η Ελλάδα υλοποιεί σειρά φιλόδοξων μεταρρυθμίσεων για τη βελτίωση της αποδοτικότητας του συστήματος υγείας και τη μείωση της σπατάλης».

Προκύπτει το ερώτημα: η έκθεση αυτή και γενικώς οι στατιστικές υγείας στην Ελλάδα επιβεβαιώνουν μία «κανονικότητα»; Οι απαντήσεις του τύπου «η έκθεση έχει συνταχθεί από τον ίδιο τον Προκρούστη που έρχεται σήμερα να επισημάνει κυνικά τα αποτελέσματα του έργου του» μοιάζουν να υπεκφεύγουν του ζητήματος. Πέρα από το ότι θα αποτελούσε καθήκον ενός σύγχρονου συνδικαλιστικού κινήματος η εκπόνηση έρευνας και αξιόπιστων στατιστικών για τον τομέα της υγείας, παραμένει γεγονός ότι τα ουσιώδη, ποιοτικά χαρακτηριστικά για τα οποία η καθημερινή εμπειρία δείχνει ότι χειροτερεύουν είναι δύσκολο να αποτυπωθούν στατιστικά και από την άλλη «γενικώς» είμαστε στον μέσο όρο…

Η έκθεση της Κομισιόν αποτυπώνει τη «σταθεροποίηση» της κατάστασης της υγείας στην Ελλάδα «κάπου στη μέση» ανάμεσα στις 30 χώρες της Ευρωζώνης με τη συνύπαρξη «ανατολικών» και «δυτικών» χαρακτηριστικών. Η Ελλάδα είναι χώρα που γερνάει αλλά με τα χρόνια που τους μένουν να είναι λιγότερα από αυτά των ευρωπαίων συνομήλικών τους, ενώ όταν αρρωστήσουν ή απλώς γεράσουν πολύ δεν υπάρχουν δομές ή διαδικασίες να τους υποστηρίξουν. Είναι χώρα που ακόμα έχει υψηλότερο προσδόκιμο ζωής από το μέσο όρο της Ε.Ε. αλλά με πληθυσμό που μειώνεται. Είναι μία χώρα που «έμαθε απότομα» τις σύγχρονες επιδημίες της ψυχικής νόσου και της αυτοκτονίας. Μια χώρα που «υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία σχετικά με την ποιότητα της υγειονομικής περίθαλψης» αλλά η θνησιμότητα είναι κοντά στο μέσο όρο της Ε.Ε. Μια χώρα με «πολλούς γιατρούς» αλλά πρώτη στην Ευρωζώνη στο ποσοστό του πληθυσμού που δηλώνει ότι δεν καλύπτει τις ανάγκες υγείας. Είναι η χώρα που «το καλάθι των παροχών εξορθολογίστηκε και τυποποιήθηκε» και βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις των κρατικών δαπανών για την υγεία και στις πρώτες των ιδιωτικών. Είναι η χώρα που η «δωρεάν» νοσηλεία στα δημόσια νοσοκομεία συνδυάζεται με τις υψηλότερες ιδιωτικές δαπάνες στην ενδονοσοκομειακή περίθαλψη. Είναι μια χώρα που ένα σημαντικό κομμάτι του επαρχιακού πληθυσμού δεν έχει πρόσβαση σε δομές υγείας όταν τις χρειάζεται, αλλά που προάγει τον ιατρικό τουρισμό. Μια χώρα που όσο πιο φτωχός και αμόρφωτος είσαι τόσο περισσότερο καπνίζεις, πίνεις, τρως και πεθαίνεις. Μια «κανονική» γκρίζα χώρα δηλαδή. Ούτε μαύρη, ούτε άσπρη…

Αν συμφωνούμε ότι η υγεία δεν είναι «απλά η απουσία νόσου ή αναπηρίας» τότε οι εκθέσεις και οι στατιστικές πρέπει να αποτελούν εργαλεία για την άρθρωση αυτόνομης άποψης με το βλέμμα στο μέλλον και όχι αμυντικής επιχειρηματολογίας που αναμασά συνδικαλιστικά κλισέ δεκαετιών. Ειδικά όταν στους χώρους των εργαζομένων της υγείας τα επιχειρήματα των Βρυξελλών έχουν αποκτήσει μεγάλη κοινωνική συναίνεση.

* Ο Χριστόδουλος Δολαψάκης και ο Μανώλης Μούστος είναι γιατροί

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!