του Βασίλη Κεχαγιά

Τι σώμα βίαζαν, Θεέ μου, οι διάφοροι κρατικοί, παρακρατικοί, αντάρτες, εσκομπαρικοί, αντιεσκομπαρικοί, τόσα χρόνια, εκεί στο βορειοανατολικό άκρο της Λατινικής Αμερικής! Τη λένε Κολομβία και το κορμί της είναι πληγωμένο από τους Ισπανούς κονκισταδόρες, τους δουλέμπορους, τους κουρσάρους, τους πειρατές, τους επίδοξους κατακτητές Βρετανούς, δίπλα σε όλους τους προηγούμενους, που ξεκίνησαν τη δράση τους μετά το 1950. Η ατυχία της είναι ότι ακουμπάει σε δύο ωκεανούς, η μόνη χώρα, στο νότο της αμερικανικής ηπείρου, άρα η προνομιακή Καρθαγένα μπορούσε πάντα να αποτελεί εξαγωγικό κέντρο, είτε έγχρωμων είτε ναρκωτικών.

Ιδανική σε υψόμετρο και τοποθεσία η πόλη του Μεντεγίν, έγινε η «λύτρωση» των δυτικών, μεταπολεμικών ψυχώσεων και φαντασιώσεων: ένας καλύτερος κόσμος, όχι πάνω στο θεμέλιο λίθο της ειρήνης, αλλά βασισμένος στο σαθρό αρμό της κατανάλωσης. Κι όταν αυτή δεν ήταν εφικτή, τη θέση της έπαιρναν η ανασφάλεια της αποτυχίας και οι παρελκόμενες ψυχικές νόσοι, απανταχού της πολιτισμένης Δύσης. Κόκα κόλα –στην καλύτερη περίπτωση–, κόκα στα δύσκολα. Η ψευδαίσθηση της παντοδυναμίας… Ατλάντα για την πρώτη, Κολομβία για τη δεύτερη.

Κάπως έτσι ξεκίνησε το μεροκάματο του τρόμου για μια χώρα-φυσικό ανάγλυφο.

Δε βγάζει κανείς εύκολα άκρη στα όσα συνέβησαν στην πλούσια γη της Κολομβίας στο δεύτερο μισό του αιώνα των μεγάλων πολέμων. Δηλωμένος ο πλούτος αυτός ακόμα και στα χρώματα της σημαίας, δεν μπορούσε να κρυφτεί: κίτρινο για το χρυσό, μπλε για τη θάλασσα, κόκκινο για τους αγώνες του Μπολιβάρ. Στον «αιώνα των επαναστάσεων», όπως προσφυώς τον βάφτισε ο Χομπσμπάουμ, ο Σιμόν Μπολιβάρ έθεσε κάτω από το σπαθί του Βενεζουέλα, Κολομβία και Βολιβία, δείχνοντας ένα δρόμο ελευθερίας και πάθους. «Καημένε Μπολιβάρ, να ‘ξέρες για ποιόν το τζάκισες το χέρι σου…», που θα ‘γραφε κι ο Χριστιανόπουλος. Για τον Εσκομπάρ, θα μπορούσε να απαντήσει κάποιος, αν η διάθεση των λαών για αυτοδιαχείριση του πλούτου τους, δεν ήταν διαρκώς παρούσα στην Ιστορία. Οι συμμορίες έστησαν ένα δικό τους κράτος δίπλα στο κράτος (διακινούσαν λίγο-πολύ το 75% του ΑΕΠ) και οι αριστεροί αντάρτες απαντούσαν με το ίδιο νόμισμα της βίας. Ώσπου το αίμα, κυρίως των νέων ανθρώπων, ζήτησε τον τρόπο να σταματήσει. Το 2016 οριστική συμφωνία των αντιμαχόμενων μερών, μετά την εξόντωση του Εσκομπάρ. Παύση του θεάτρου του αίματος σε ένα θέατρο, κάπου στο κέντρο της Μπογκοτά.

Τοίχοι εκεί που ήταν τείχη…

Μια κουβέντα είναι η ελευθερία… Η συντήρηση της σε υγιείς βάσεις απαιτεί πολύ περισσότερες πράξεις. Κι αν η Κολομβία δεν μπορούσε να ποντάρει στους πληγωμένους ενήλικους πληθυσμούς της, η απάντηση θα δινόταν από τους νέους, ίσως στη πιο εμπνευσμένη κίνηση της κολομβιανής κυβέρνησης: πάρτε τις γειτονιές του θανάτου και μετατρέψτε τις σε γωνιές ζωής. Η διαβόητη Κομούνα 13 του Μεντεγίν θα μπορούσε να γίνει μια πραγματική κομούνα της νεότητας, κάπως σαν το Παρίσι του 1871. Κυρίως με την απελευθέρωση της συσσωρευμένης οργής και της επιθυμίας της νεότητας για δημιουργία. Κάπως έτσι ξεπετάχτηκε η τέχνη του γκράφιτι, που στην Κολομβία παίρνει διαστάσεις υψηλής τέχνης.

Πάνω στους τοίχους του Μεντεγίν και της Μπογκοτά διαβάζει κανείς όλη την ιστορία μιας χώρας. Από τα χρόνια της πρώτης δημιουργίας ως αυτά του σήμερα. Στις περισσότερες από τις επιτοίχιες δημιουργίες –και τις πιο χαρακτηριστικές–, η Κολομβία είναι αυτή η πνιγμένη θηλυκή μορφή, που σχεδόν βγαίνει από το μνήμα για να πραγματοποιήσει τη δική της ανάσταση. Συμβολικές μορφές, σαν αμαζόνιοι Αδάμ και Εύα, δίπλα σε μνήμες ζοφερού πρόσφατου παρελθόντος. Το «δεν ξεχνώ» της χώρας είναι αποτυπωμένο πάνω στους τοίχους των σπιτιών, των εργοστασίων, των σύγχρονων ουρανομήκων αρχιτεκτονημάτων. Στη σκιά τους μπορούν να ξεκουράζονται οι εργάτες, κάποιο να εργάζονται στα γραφεία τους και άλλοι να πίνουν ερωτευμένοι τον καφέ τους. Αχ, αυτός ο καφές της Κολομβίας…

Μοιάζουν όλα τούτα με ενδεχόμενη εξιδανίκευση ενός πρώην κατάδικου, αλλά τα γκράφιτι έπραξαν ακριβώς αυτό: άνοιξαν τις πόρτες των φυλακών και έδωσαν στα χέρια σπρέι, εκεί που κρατούσαν όπλα. Με μορφές και φόρμες του ονειρικού ρεαλισμού, λες και μεταφράζουν «εκατό χρόνια μοναξιάς», με τα χρώματα μιας ποπ κουλτούρας και με τον τρόπο της πολιτικής δήλωσης, τα γκράφιτι αποτελούν τη σωσίβια λέμβο των κλασικών εικαστικών, όταν η κινηματογραφικής καταγωγής βίντεο αρτ υποκλέπτει τις φωτοσκιάσεις του Ρέμπραντ και την αναρχο-εμπρεσιονιστική διάθεση του Σεζάν. Μεγάλος θαυμαστής του δεύτερου ο Μποτέρο, με τα πάρκα της Κολομβίας, γεμάτα από τα παράδοξου όγκου και στρογγυλέματος γλυπτά του. Σίγουρα έπαιξαν ρόλο έμπνευσης για όλους αυτούς τους ζωγράφους των τοίχων.

Και κάπως έτσι πραγματοποιήθηκε ένα θαύμα, γκρεμίστηκαν τα τείχη στο ιδιότυπο γκέτο της Κολομβίας και βλέπει κανείς, πλέον, το ναρκο-χρήμα να παίρνει το ισοδύναμο συνάλλαγμα σε τουρισμό. Δε φτάνει μόνο να καταλύεις, έχεις και να ανοικοδομήσεις. Η Κολομβία των μουσείων, των μαγικών υψομέτρων, των ακτών της Καραϊβικής, της ζόνα καφετέρα, των ζουγκλωδών πηγών του Αμαζόνιου, των Ίνκας και –κυρίως– των γκράφιτι μπορεί, πλέον, να επιδεικνύει τα κάλλη της, κάπως σαν τις περίφημες καλλονές της, που παγίως ξεχωρίζουν σε σχετικούς διαγωνισμούς. Θαυμασμός, όχι βιασμός…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!