Η απόφανση του Βάλτερ Μπένγιαμιν ότι «για τους καταπιεσμένους ο κανόνας είναι η κατάσταση έκτακτης ανάγκης» δεν είναι μια ρητορική ακροβασία αλλά μια πολιτική ερμηνεία, που ανταποκρινόταν και ανταποκρίνεται στον κλασικό ορισμό του Καρλ Σμιτ «κυρίαρχος είναι όποιος αποφασίζει -κι όχι όποιος μπορεί να κηρύξει όπως γράφει η Αθηνά Αθανασίου- για την κατάσταση έκτακτης ανάγκης». Κατάσταση έκτακτης ανάγκης και κατάσταση εξαίρεσης δεν συμπίπτουν. Σε γενικές γραμμές, η πρώτη αποφασίζει για έκτακτα μέτρα τα οποία θα οδηγήσουν στην επιστροφή στον κανόνα και την ομαλότητα (η περίπτωση της πολιτικής του Μνημονίου), ενώ η κατάσταση εξαίρεσης σημαίνει την ανατροπή του κανόνα, όπως για παράδειγμα θα συνέβαινε εάν μια αριστερή κυβέρνηση αμφισβητούσε προγραμματικά τη «φυσική τάξη» της ελληνικής κοινωνίας.
Ολιγαρχικός κοινοβουλευτισμός
Στην κοινοβουλευτική δημοκρατία, όταν το κοινοβούλιο ελέγχεται από μια κομματική πλειοψηφία η οποία -σε αντίθεση με τον ολιγαρχικό φιλελευθερισμό- υποτάσσεται στην εκτελεστική εξουσία, η κατάσταση έκτακτης ανάγκης τίθεται σε ισχύ μέσω πλειοψηφιών που θέτουν σε διαρκή ρευστότητα τόσο τη νομοθεσία όσο και το συνταγματικό κανόνα, σύμφωνα με καθημερινές νομοθετικές αποφάσεις τους. Οι νομοθετικές πράξεις της προηγούμενης ελληνικής κυβέρνησης, που δεν χρειάζονταν καν την έγκριση του κοινοβουλίου, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της λειτουργίας του ολιγαρχικού κοινοβουλευτισμού.
Τέτοιας λογής αποφάσεις κινούνται στο πλαίσιο της νομιμότητας κι έλκουν τη νομιμοποίησή τους από περιοδικές εκλογικές αναμετρήσεις στις οποίες τίθενται διλήμματα δημοψηφισματικού χαρακτήρα, όπως το «ευρώ ή δραχμή». Σε μια αντίστροφη λογική από εκείνη του Μπένγιαμιν, η κατάσταση έκτακτης ανάγκης γίνεται ο κανόνας για τις ελίτ της μαζικής δημοκρατίας. Γι’ αυτό, μια αντιπολιτευτική πολιτική που έχει ως άξονα το σύνθημα «θα σας ταράξουμε στη νομιμότητα» πέρα από την προάσπιση των τυπικών δικαιωμάτων αντιφάσκει με την πραγματικότητα όταν πιστεύει ότι θα ακυρώσει τη ρευστή νομιμότητα που παράγεται σε καθημερινή βάση.
Αυτή η θετικιστική διαδικασία για την παραγωγή νομιμότητας σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης βρίσκει τα όριά της στο θεμελιώδες αξίωμα της δημοκρατίας: τη δυνατότητα μιας μειοψηφίας να γίνει πλειοψηφία. Το πρόταγμα για μια κυβέρνηση της Αριστεράς έχει να αντιπαλέψει μια δρομολογημένη πολιτική, το μνημόνιο, που δεν καταργείται με μια δυνάμει κοινοβουλευτική πλειοψηφία, καθώς αυτή δεσμεύεται από τις ειλημμένες αποφάσεις. Αυτές οι αποφάσεις έχουν ως αρχή τον ορίζοντα των προσδοκιών που καθόρισαν οι ελίτ της μνημονιακής πολιτικής και είναι η επιστροφή στο μοντέλο του καταναλωτισμού μέσω της ανάπτυξης. Η ανάπτυξη είναι το ιδεολόγημα το οποίο στήριξε μέχρι χθες τον παρασιτικό καταναλωτισμό του εκσυγχρονισμού και στη συνάφεια της παγκοσμιοποίησης προτάσσεται ως λύση από τις ηγεμονικές δυνάμεις της Δύσης για όσα κράτη-έθνη έχουν εκούσια περάσει στη σφαίρα επιρροής τους από το πρώην ανατολικό μπλοκ. Και στις δύο περιπτώσεις η ιδεολογία της ανάπτυξης ενίσχυσε τις ηγεμονικές δυτικές δυνάμεις, ενώ από διαφορετικούς δρόμους μετέτρεψε την προσδοκία της υλικής ισότητας σε μαζική εξαθλίωση.
Κρίση και αντιμνημονιακή πολιτική
Στην Ελλάδα, η αντιμνημονιακή πολιτική συνένωσε κοινωνικές ομάδες με διαφορετικά συμφέροντα και εν μέρει αποκλίνουσες προσδοκίες. Αυτό δεν είναι κάτι καινοφανές, εφόσον η δημιουργία μαζικών πολυσυλλεκτικών κομμάτων, τουλάχιστον στην Ευρώπη, έγινε σε περιόδους πολιτικών κρίσεων. Το ζητούμενο όμως είναι κατά πόσον η αντιμνημονιακή πολιτική ατζέντα του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να δώσει απάντηση στο υπόβαθρο αυτής κρίσης.
Στην ατζέντα αυτή δέσποζε η ιδεολογία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μεθερμηνευμένη σε υλική ισότητα. Αυτή ήταν και παραμένει η κυρίαρχη τάση της Αριστεράς παγκοσμίως, όπως μεταμορφώθηκε έπειτα από την ήττα της κομμουνιστικής ουτοπίας. Ωστόσο, εάν αυτά τα δύο στοιχεία μπόρεσαν να συγχωνευτούν στο αντιμνημονιακό φαντασιακό δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι με το τελευταίο εννοούμε όλοι το ίδιο. Για να μη μασάμε τα λόγια μας, ο παρασιτικός καταναλωτισμός που τρέφεται με δανεικά, όχι απλώς έχει βρει τα όριά του, αλλά είναι πλέον βέβαιο ότι έχει θέσει υπό αμφισβήτηση την ίδια την υπόσταση της νεοελληνικής κοινωνίας σε πολλά επίπεδα.
Το συγκριτικό πλεονέκτημα της Ελλάδας ήταν ότι με το τέλος του ψυχρού πολέμου βρέθηκε από την πλευρά των «νικητών». Το πλεονέκτημα αυτό με τη είσοδο στην Ευρωπαϊκή Ένωση μεταφράστηκε σε δάνεια, τα οποία ουδέποτε επενδύθηκαν παραγωγικά αλλά αντιθέτως διέλυσαν την παραγωγική βάση και διοχετεύθηκαν από τις κυρίαρχες ελίτ στη δημιουργία μιας ασπόνδυλης μαζικής κοινωνίας. Οι πολιτικές της μαζικής κοινωνίας απαιτούσαν ένα συνεχές πλεόνασμα το οποίο να ανακατανέμεται σύμφωνα με πολιτικά-κοινωνικά κριτήρια κι έτσι να συντηρείται η μάζα του πληθυσμού. Όταν ολόκληρο το κοινωνικό οικοδόμημα μιας γεωπολιτικά ασήμαντης χώρας έχει στηριχτεί σε μια κοινωνική πολιτική ανακατανομής ενός ανύπαρκτου πλεονάσματος, τότε είναι μαθηματικά βέβαιο ότι η πολιτική απόφαση των δανειστών να παροχετεύσουν τα πλεονάσματά τους σε άλλες προτεραιότητες θα φέρει τη σπάνη σε όλους τους βασικούς τομείς και την ανομία ως επιστέγασμα.
Ανομία, φόβος και φασιστικά κινήματα
Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα οι πολιτικές συνομαδώσεις ανανεώνονται με βάση τη σπάνη των υλικών αγαθών που προέκυψε από την κρίση της αρχής του ηδονισμού. Για όσο η σπάνη δεν αντιμετωπίζεται με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης τα φαινόμενα, ανομίας θα αυξάνονται ποσοτικά και ο φόβος που παράγεται θα μετατρέπεται ποιοτικά σε μίσος.
Αυτός είναι ο καταλύτης για την άνοδο των φασιστικών κινημάτων και όχι κάποια ανύπαρκτη ιδεολογική ή πνευματική διάσταση που επιτίθεται στην προ πολλού νεκρή «αστική κουλτούρα». Οι φασιστικές συμμορίες εκμεταλλεύονται, όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο Π. Κονδύλης, την επιθετικότητα που επιδεικνύει ένα ζώο όταν ένα άλλο ζώο εισδύει στη φωλιά του. Και ως προς αυτό το μοίρασμα τροφίμων αποκλειστικά σε Έλληνες ή το «γραφείο ευρέσεως εργασίας» είναι δυο πρόσφατα δείγματα μιας τέτοιας συμβολικής πολιτικής.
Η φυσική τάξη του νεοπλουτισμού έχει τελειώσει. Η κατάσταση εξαίρεσης την οποία έχει ν’ αντιμετωπίσει μια κυβέρνηση της Αριστεράς δεν είναι η αρχή της ηδονής αλλά η σπάνη ως αρχή της πραγματικότητας, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης. Κανένας απομονωτισμός και καμιά πολιτική δικαιωμάτων δεν εξασφαλίζει την επιβίωση στα πλαίσιο των διεθνών ανταγωνισμών για την κατανομή και ανακατανομή των πόρων του πλανήτη. Γι’ αυτό ο νόμος τον οποίο καλείται να θεσπίσει αυτή η κυβέρνηση δεν μπορεί παρά να στηρίζεται σε μιαν ασκητική πολιτική που θα έχει ως άξονα την κοινωνική ισότητα.
είναι συγγραφέας – μεταφραστής