του Γιώργη Έξαρχου
Πατρίδα είν’ η γλώσσα μου των παιδικών μου χρόνων
πάππου προς πάππου και γενιές από πολλών αιώνων
μάνα, πατέρας και παππούς, γιαγιά και οι συγγενείς μου
σ’ αυτήν κλαίγαν, τραγούδαγαν – κι είν γλώσσα της ψυχής μου`
και στην μικρή Κοινότητα – κοινότητα ανθρώπων
όλα μας τα αισθήματα κατά αρχαίον τρόπον
σε μέρες που ’ταν γιορτινές και σε στιγμές με πόνο
έκδηλα φαβερώναμε` σ’ ανύποπτο δε χρόνο
πάντα αναρωτιόμουνα: «Γιατ’ έχω κι άλλη γλώσσα
που μέσα μου γεννοβολά, βγάζει πουλιά σαν κλώσσα
ιδέες φιλοσοφικές, τέχνες και επιστήμες
και θέατρο, και ποίηση, στιχάκια που ’χουν ρίμες;»…
Μελέτησα το ζήτημα για να ’βρω την αλήθεια
τι «βγαίνει επιστημονικά» κι όχι απ’ τα παραμύθια
που ως τώρα καλλιέργησαν της προπαγάνδας τέκνα`
της γνώσης το ηφαίστειο «έσκασε» σαν την Αίτνα
και ανακάλυψα «πηγές» πολλές εκατοντάδες`
βρήκα πως σε παλιούς καιρούς οι τότε αφεντάδες
γνωστότατοι ως Πελασγοί, είχαν αυτοί κοιτίδα
της Θεσσαλίας τα βουνά στης Πίνδου την «κασίδα»`
κι είναι αυτοί που γέννησαν Έλληνες και Λατίνους
-πας επιστήμων θα το πει, αν δεν είναι κρυψίνους-`
Θόδωρος Μόμσεν –Γερμανός– το ’χει τεκμηριώσει
Έτσ’ εξηγείται το γιατί «δικές» μου έχω δυο γλώσσες`
η μία είναι μητρική, η άλλη από τις …«τρώσες»`
βλέπω όμως να χάνεται η γλώσσα η μητρική μου
η γλώσσα η βαθύτερη, «πατρίδα και ψυχή μου»`
κι ούτε που νοιάζεταια κανείς, γλώσσα τόσο ωραία
να χάνεται στο «σήμερα» κι ας είναι τόσο αρχαία`
κάνω γι’ αυτήν ό,τι μπορώ να μακροημερεύσει
να ΜΗΝ πεθάνει σήμερα, να ζήσει και ν’ αντέξει
να την χαρούνε άνθρωποι, να τηνε λένε χείλη
να την λαξεύουν γλώσσα, νους, της ποίησης η σμίλη!…
Θαρρώ πως οι νεότερες γενιές θα καταλάβουν
πως είναι γλώσσα «θεϊκή», σ’ αυτήν να μεταλάβουν`
και θα την μάθουν άφοβα κι αυτοί να την μιλούνε
κι όλοι οι χτύποι της καρδιάς σ’ αυτήν να εκφραστούνε!…