Μέσα στην πληθώρα κάθε είδους εκδόσεων για το 1821, ο «Ραγιάς» του Γιάννη Καλπούζου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός, κατέχει μια περίοπτη θέση, όχι μόνο ως ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα, αλλά και ως μια ακριβής ιστορική αποτύπωση όλης της περιρρέουσας ατμόσφαιρας και των γεγονότων που βλέπουμε μέσα από τα μάτια των ταπεινών. Αυτών που έκαναν την επανάσταση κι ας δοξάζουμε εμείς μόνο τους αρχηγούς της και ενίοτε και τους μηχανορράφους που έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να την κοντύνουν.
Οι ήρωες του Καλπούζου είναι πραγματικοί άνθρωποι της εποχής εκείνης και ο περίγυρός τους, οι ηρωισμοί και οι παλινωδίες τους παρουσιάζονται με μοναδική γλαφυρότητα. Ο αναγνώστης νιώθει λες και βρέθηκε εκεί με μια μηχανή του χρόνου και μπορεί να μυρίσει, να ακούσει, να δει, να αγγίξει.
Το παράξενο είναι, πως ενώ διαβάζουμε ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα, που θα έλεγα πως από την άποψη του σασπένς και του μυστηρίου θυμίζει ένα δυνατό αστυνομικό, ταυτόχρονα έχουμε κι έναν σεβασμό στα ιστορικά γεγονότα και στα γνωστά πρόσωπα. Σεβασμό, αλλά όχι αγιογραφία.
Η Πάτρα, η Τρίπολη, το Μεσολόγγι, το Ναύπλιο ζωντανεύουν πραγματικά. Και παράλληλα τα όσα καταγράφονται με τη λεπτοδουλεμένη γραφή του συγγραφέα, είναι ένα χαστούκι σε διάφορους αναθεωρητές της ιστορίας που βρήκαν φιλόξενο βήμα σε κανάλια και κάθε είδους εκδηλώσεις υπηρετώντας με συνέπεια την παραχάραξη της ιστορίας.
Είναι μόνο η επέτειος των 200 ετών από την Επανάσταση του ’21 ή κάποια άλλη εσωτερική φωνή που σε έκανε να γράψεις τον «Ραγιά»;
Η αλήθεια είναι ότι ο στόχος μου ήταν το βιβλίο να εκδοθεί τον Μάρτιο του 2022. Η καραντίνα και η απουσία υποχρεώσεων λόγω του εγκλεισμού βοήθησε να γραφτεί και να εκδοθεί νωρίτερα. Η επέτειος των 200 ετών δε με απασχόλησε, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι χρήσιμο να καταθέτει κανείς την άποψή του σε χρόνο που υπάρχει αυξημένο αναγνωστικό ενδιαφέρον. Ήθελα να ασχοληθώ με την εποχή του Εικοσιένα στον Ελλαδικό χώρο αφότου έγραψα το «Άγιοι και δαίμονες» το 2011, μια και εκείνο το βιβλίο διαδραματιζόταν κυρίως στην Κωνσταντινούπολη. Ο σκοπός μου ήταν να καταθέσω τη δική μου προσέγγιση. Να φανούν μέσα από ένα μυθιστόρημα, που απευθύνεται σε χιλιάδες αναγνώστες, όσα αποσιωπήσαμε ή δεν προβάλαμε κι έτσι αφενός να τεθούν σε δοκιμασία παγιωμένες αντιλήψεις, αφετέρου να γεννηθούν προβληματισμοί και μηνύματα. Συνάμα να αναδειχτούν πόσα έρχονται από εκείνα τα χρόνια, καλά και κακά, νοοτροπίες, συμπεριφορές, αξίες και τρόπος σκέψης, να τα αναγνωρίσουμε στην καθημερινή μας ζωή και να επανεξετάσουμε τις προτεραιότητές μας και τη γενικότερη στάση μας είτε σε ατομικό είτε σε συλλογικό επίπεδο. Τέλος να προσθέσω το δικό μου λιθαράκι στη διαμόρφωση της κοινωνικής μνήμης, η οποία δυστυχώς όλο και κονταίνει, και να τιμήσω τους αγωνιστές που μας σήκωσαν στις πλάτες τους και μπορούμε να ζούμε σήμερα ελεύθεροι.
Ποιες υπήρξαν οι βασικές πηγές σου για να αναπαραστήσεις με τόση ζωντάνια την εποχή και τα πρόσωπα;
Η έρευνά μου ήταν εξαντλητική. Μελέτησα όλους τους περιηγητές που πέρασαν από τον Μοριά και τη Ρούμελη τα χρόνια 1800-1830 ή και ορισμένων παλιότερων και μεταγενέστερων, μέχρι όλα τα απομνημονεύματα Ελλήνων και ξένων της εποχής εκείνης. Επίσης, βιβλία για την ενδυμασία, τα όπλα, τις μεταφορές, την αρχιτεκτονική, το εμπόριο, τα νομίσματα, την παιδεία, τον καλλωπισμό, τα φαγητά και τα ποτά, τα τοπωνύμια, τα πλοία, τα έθιμα, τα φάρμακα, τη γεωργία και την ιατρική, αλλά και εμπορικά και οθωμανικά λεξικά, προικοσύμφωνα, γκραβούρες, πίνακες, τραγούδια, παροιμίες, επιστολές και χάρτες, ενώ επισκέφτηκα μουσεία και μοναστήρια και ανέτρεξα όπου μπορούσα προκειμένου να αντλήσω την ελάχιστη πληροφορία. Ασφαλώς μελέτησα και το σύνολο των Αρχείων της Εθνικής Παλιγγενεσίας και πάμπολλα ιστορικά βιβλία και μελέτες.
Τι σε δυσκόλεψε περισσότερο σε σχέση με προηγούμενα βιβλία σου;
Τι να πρωτοαναφέρω. Τα αλλεπάλληλα γεγονότα, κυριολεκτικά καταιγισμός, τα οποία έπρεπε να γνωρίζω στο σύνολό τους ασχέτως εάν θα τα χρησιμοποιούσα στη μυθοπλασία. Το ίδιο ισχύει και για το πού βρίσκονταν σημαίνοντα πρόσωπα. Συνάμα έπρεπε να γνωρίζω και τις συνθήκες που επικρατούσαν την εκάστοτε χρονική στιγμή σε κάθε τόπο. Για παράδειγμα θα ήταν άτοπο να τοποθετώ σε έναν καφενέ τους ήρωές μου στο Ναύπλιο τον Μάιο ή τον Ιούνιο του 1828, αφού υπήρχε επιδημία πανούκλας και είχαν μπει σε αυστηρή καραντίνα. Είχαν κλείσει μέχρι οι εκκλησίες. Πέραν αυτών οι πολλές αμφισβητήσιμες ημερομηνίες ή οι αμφίσημες ερμηνείες πληθώρας γεγονότων και καταστάσεων. Ακόμη το να μην αδικήσω, να μην ωραιοποιήσω ή να εξιδανικεύσω, να μην παρασυρθώ από συκοφαντίες και αναχρονιστικές προσεγγίσεις. Να κάνω ένα συνετό ζύγισμα των περιστάσεων, να είναι φανερή η αίσθηση δικαιοσύνης πάνω από θρησκείες, εθνικότητες και κοινωνικές τάξεις και μέσα από όλο το κείμενο να έρχεται ως απόσταγμα σοφίας τι αξίζει και τι δεν αξίζει στη σύντομη ζωή μας. Βεβαίως και η γλώσσα ήταν ένα μεγάλο στοίχημα. Μια λογοτεχνική γλώσσα με μπολιάσματα και ζυμώματα από τη ρωμαίικη γλώσσα, προκειμένου να προσδίδει στην ατμόσφαιρα της εποχής και συγχρόνως να πείθεται ο αναγνώστης ότι έτσι μιλούσαν οι άνθρωποι τότε. Παράλληλα να επιτυγχάνεται η αναγνωστική ευφορία.
«Άνθρωποι με αδυναμίες και πάθη, που δε γεννήθηκαν αντρειωμένοι, κατάφεραν να νικήσουν τον ισχυρότερο εχθρό του λεύτερου ανθρώπου, τον φόβο, και τα έβαλαν με εχθρούς που φάνταζαν ανίκητοι»
Ποιος από τους ήρωες του ’21 είναι για σένα ο πιο σημαντικός και γιατί;
Χωρίς κανέναν ενδοιασμό οι απλοί αγωνιστές. Αυτοί που σήκωσαν το μεγάλο βάρος της επανάστασης και ο ρόλος τους έμεινε στην αφάνεια, σε αντίθεση, για παράδειγμα, με το Έπος του Σαράντα το οποίο αποδόθηκε στον ελληνικό λαό, στον άγνωστο στρατιώτη. Αυτός ο ρόλος αναδεικνύεται στον «ραγιά». Βλέπουμε το κίνητρο της συμμετοχής τους στον ξεσηκωμό, τη συναισθηματική τους συντριβή από τους πρώτους σκοτωμούς, τα διλήμματά τους, τους ηρωισμούς τους, την αντοχή στις κακουχίες, τις οικογένειες και τα λιμασμένα απ’ την πείνα παιδιά τους που τα άφηναν πίσω ενόσω ρίχνονταν στις μάχες να σφάξουν ή να σφαχτούν και τόσα άλλα.
Πιστεύεις πως ο τρόπος που γιορτάστηκε επίσημα η επέτειος στάθηκε στο «ύψος των περιστάσεων»;
Θαρρώ ότι εν πολλοίς μείναμε στην ωραιοποίηση και στην εξιδανίκευση, στη συνθηματική προσέγγιση, στους αναγνωρισμένους ήρωες, στο στερεότυπο «ο καλός Έλληνας» και «ο κακός Τούρκος», στο ηρωικό κομμάτι και ούτω καθεξής. Καλώς γιορτάζουμε το γεγονός της επανάστασης, καθώς η μνήμη έχει ανάγκη από ανατροφοδότηση και αναψηλάφηση. Όμως ο εορτασμός πρέπει να μπει στη σωστή και ακριβή του διάσταση. Ότι άνθρωποι με αδυναμίες και πάθη, που δε γεννήθηκαν αντρειωμένοι, κατάφεραν να νικήσουν τον ισχυρότερο εχθρό του λεύτερου ανθρώπου, τον φόβο, και τα έβαλαν με εχθρούς που φάνταζαν ανίκητοι. Να εστιάσουμε και στα εμφύλια πάθη, ότι μέσα στον απολύτως νόμιμο αγώνα των Ελλήνων δεν ήταν μόνο οι Τούρκοι που προέβησαν σε απάνθρωπες ενέργειες, να δούμε επιτέλους και τον ρόλο του αφανούς αγωνιστή και τόσα άλλα. Μέσα από τον εορτασμό να έρχεται και ένα ή πολλά μηνύματα στους σημερινούς. Όπως αυτό που βγαίνει από τον «ραγιά»: Ραγιάς σε κανέναν και σε τίποτα!