Παρακολουθώ τη δουλειά του Γιάννη Καλπούζου από την εποχή του Ιμαρέτ και θεωρώ ότι είναι από τους πολύ ξεχωριστούς μυθιστοριογράφους, ο οποίος έχει δημιουργήσει μια δική του «Σχολή». Ιστορικά μυθιστορήματα με εξαιρετική πλοκή, όπου καταφέρνει πάντοτε να μας δίνει μια ολοζώντανη εικόνα. Κυριολεκτικά νομίζεις ότι βρίσκεσαι εκεί!
Το σημαντικό είναι ότι τόσο γλωσσικά, όσο και ιστορικά σέβεται τις πηγές του, δεν βάζει στα στόματα των ηρώων σημερινές σκέψεις, αλλά τους τοποθετεί με πειστικότητα μέσα στην τότε πραγματικότητα.
Αυτή τη φορά το στοίχημά του θεωρώ πως ήταν από τα πιο δύσκολα καθώς το μυθιστόρημά του διαδραματίζεται στην ελάχιστα δημοφιλή λογοτεχνικά βυζαντινή περίοδο.
Το «Εράν – Βυζαντινά αμαρτήματα» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός και διαδραματίζεται κατά την περίοδο της Εικονομαχίας, έχει ένα επιπλέον ενδιαφέρον, πέραν του λογοτεχνικού. Ζωντανεύει την –άγνωστη στους περισσότερους– βυζαντινή περίοδο της Αθήνας καθώς η δράση του βιβλίου τοποθετείται στην Κωνσταντινούπολη αλλά και στην παρακμασμένη Αθήνα η οποία ωστόσο ανέδειξε την Ειρήνη την Αθηναία…
Στις διάφορες συζητήσεις που γίνονται για το Βυζάντιο και την «ελληνικότητά» του νομίζω το μυθιστόρημα του Καλπούζου μπορεί να αποδειχθεί ιδιαιτέρως χρήσιμο.
Τι είναι αυτό που σε έκανε να τοποθετήσεις τη δράση του νέου σου μυθιστορήματος στο Βυζάντιο και μάλιστα στην περίοδο της Εικονομαχίας;
Η εποχή προσφερόταν προκειμένου να αναπτύξω το ζήτημα της εικόνας μας, το οποίο βρίσκεται στο προσκήνιο της θεματολογίας και της μυθοπλασίας. Η εικόνα μας ως προς την εξωτερική μας εμφάνιση αλλά και της άποψης που έχουμε γενικότερα για τον εαυτό μας. Με πόση φροντίδα ασχολούμαστε με τον καλλωπισμό μας, όταν δίπλα μας φωνάζει ο πόνος ή η ανέχεια και παρέκει ο πόλεμος και η πείνα; Κι όταν ο πανδαμάτωρ χρόνος φέρει τη φθορά ή έρθει από άλλη αιτία ή όταν δεν μπορούμε να μιμηθούμε λόγω οικονομικής δυσπραγίας ή σωματότυπου τα προβαλλόμενα πρότυπα καταστρεφόμαστε μέσα μας;
Πέραν του θέματος της εικόνας, ήθελα να μιλήσω για το Βυζάντιο, το μυθώδες, το ερωτικό, το θρήσκο και θρησκόληπτο, το αμφιλεγόμενο και άγνωστο στους πολλούς. Να ξεδιπλώσω μέσα από τη γραφή τη ζωή εκείνων των ανθρώπων για την οποία δε μάθαμε από τους τότε σύγχρονους δημιουργούς.
Ένας ακόμη λόγος ήταν το θερμό μου ενδιαφέρον για τον ελληνισμό. Τι κουβαλάμε στη ζωή μας από το Βυζάντιο; Και τι το Βυζάντιο από την Αρχαία Ελλάδα; Διαβάζοντας το μυθιστόρημα οι αναγνώστες θα διακρίνουν στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά μας, τη θρησκευτική, την ιστορική, τη γλωσσική και την εθιμική. Θα βρει στοιχεία και για το υποτιθέμενο χάσμα στη συνέχεια του Ελληνισμού λόγω της καθόδου των Σλάβων, οι οποίοι έφτασαν μέχρι και την Πελοπόννησο ακριβώς αυτή την εποχή.
Η Βυζαντινή Αθήνα είναι μάλλον άγνωστη στους περισσότερους. Εσύ τη ζωντανεύεις με μοναδικό τρόπο. Ποιες υπήρξαν οι βασικές πηγές σου;
Ελάχιστα, κυρίως ιστορικά, αναφέρει ο τότε σύγχρονος χρονογράφος Θεοφάνης ο Ομολογητής. Κύριες πηγές μου ήταν οι Βίοι των Αγίων, ο Μιχαήλ Ακομινάτος, ιστορικά βιβλία όπως του Οστρογκόρσκι, του Βασίλιεφ και πολλών άλλων, καθώς και οι Μελέτες του Ορλάνδου, του Ουίλιαμ Μίλλερ, του Σπύρου Λάμπρου και του Φαίδωνα Κουκουλέ. Επίσης οι επισκέψεις μου σε μουσεία και η μελέτη των αρχαιολογικών ανασκαφών και πλήθος άλλων κειμένων, μέχρι και για τη ζωή στην Αρχαία Αθήνα, από τα οποία αντλούσα σαν τη μέλισσα στοιχεία, ενώ στη συνέχεια απαιτούνταν συνδυαστικές σκέψεις, να κοσκινιστούν, να επεξεργαστούν οι προγενέστερες και οι μεταγενέστερες πληροφορίες και να επιλέξω τι θα χρησιμοποιήσω για την ανάπλαση εκείνης της εποχής.
Αποφεύγεις το «άσπρο/μαύρο» στους χαρακτήρες σου. Πόσο δύσκολο σου ήταν να αντιμετωπίσεις έτσι τους βασικούς σου ήρωες και μάλιστα τον Ροδανό; Εκεί που ο αναγνώστης πάει να ταυτιστεί του παρουσιάζει ένα απεχθές πρόσωπο…
Κάπου στο μυθιστόρημα αναφέρεται: «Είμαστε μείγμα αμαρτίας και αγιοσύνης». Εξάλλου όλα στη ζωή είναι πολύχρωμα και με πολλές αποχρώσεις. Αυτή τη θέση μου εκφράζουν και οι ήρωες. Οι εκάστοτε συνθήκες, το τυχαίο της ζωής, η πνευματική καλλιέργεια, η αγαθή ή η κακή ψυχή, οι προτεραιότητες και τα πρότυπα μας, τα πάθη και οι αδυναμίες, οι στόχοι μας, οι τραυματικές βιωματικές καταστάσεις, η πατροπαράδοτη εκπαίδευση, η αναπάντεχη ανατροπή στην κανονικότητά μας και πολλά ακόμη επηρεάζουν ή αλλοιώνουν τον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά μας. Η εξέλιξη της μυθοπλασίας και οι ίδιοι οι ήρωες με οδηγούν, ενώ υποδύομαι όλους του ρόλους προκειμένου να εισέλθω στην ψυχή τους, διαδικασία επώδυνη μα και άκρως γοητευτική. Τίποτε δεν είναι προσχεδιασμένο. Ο χαρακτήρας του Ροδανού αλλοιώνεται όταν καταστρέφεται η εξωτερική του εικόνα, η οποία αποτελεί τον πυρήνα της ύπαρξής του, επιφέροντας και την εσωτερική μετάλλαξή του. Πόσοι άνθρωποι στην πραγματική ζωή δε θα ενεργούσαν όμοια ή με παραπλήσιο τρόπο εάν τους συνέβαινε κάτι ανάλογο; Θα έβγαινε κανείς αλώβητος από μια τέτοια περιπέτεια; Να μη λησμονούμε κι ότι η τέχνη χρησιμοποιεί την ακραία περίπτωση προκειμένου να αναδείξει το εκάστοτε ζήτημα που πραγματεύεται.
“Είμαστε μείγμα αμαρτίας και αγιοσύνης”
Πέρα από τους αναγνώστες που αγκαλιάζουν τα βιβλία σου, πιστεύεις ότι η κριτική στην Ελλάδα είναι σε θέση να εκτιμήσει σε βάθος την αξιόλογη λογοτεχνική παραγωγή που υπάρχει;
Στη συλλογιστική μου μέγας κριτής είναι ο αναγνώστης που μπαίνει σε ένα βιβλίο με στόχο να το απολαύσει. Στη χώρα μας δραστηριοποιούνται αρκετοί αξιόλογοι και ικανοί κριτικοί. Από την άλλη δε λείπουν κι εκείνοι οι οποίοι κινούνται στο πλαίσιο μιας συντεχνιακής λογικής, δηλαδή στη στήριξη της κλειστής τους ομάδας, ενώ διακατέχονται από πλήθος προκαταλήψεων, προσωπικών αντιθέσεων και στερεότυπων. Θα έλεγα ότι το μεγαλύτερο στερεότυπό τους εστιάζεται στην άποψή τους ότι η καλή λογοτεχνία δεν μπορεί να έχει ευρεία αποδοχή. Θαρρείς και ο Ντοστογιέφσκι, ο Χέμινγουεϊ, ο Μπαλζάκ, ο Έκο, η Βιρτζίνια Γουλφ, η Μάργκαρετ Άτγουντ, η Σιμόν ντε Μπoβουάρ και τόσοι άλλοι μέγιστοι συγγραφείς δεν άγγιξαν την ψυχή και των λογισμό εκατομμυρίων αναγνωστών ανά τον κόσμο. Όπως και να ‘χει επιμένω στην αποδοχή των αναγνωστών. Άλλωστε τα βιβλία που αξίζουν θα νικήσουν τον χρόνο και θ’ αποτιμηθούν κι από τις επόμενες γενιές κριτικών.
Με την πανδημία φάνηκε η γύμνια της πολιτικής για το βιβλίο. Στην ουσία η ανυπαρξία της. Πώς θα μπορούσε το ελληνικό βιβλίο να ταξιδέψει πέρα από τα σύνορα; Εσύ σε ποιες γλώσσες θα ήθελες να ταξιδέψουν τα βιβλία σου;
Προς το παρόν έχει μεταφραστεί από τα βιβλία μου το «Ιμαρέτ» στα πολωνικά, στα τουρκικά, στα αραβικά και στα αγγλικά, ενώ το «σέρρα» στα αλβανικά. Σε όποια γλώσσα και αν μεταφράζονται είναι τιμή για μένα. Βεβαίως, έχω την αίσθηση ότι θα ήταν πιο κοντά σε αναγνώστες της Ισπανίας και της Λατινικής Αμερικής. Όσον αφορά το πώς θα ταξιδέψει το ελληνικό βιβλίο εκτός συνόρων εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από την πολιτεία, η οποία σχεδόν αδιαφορεί παλαιόθεν για τη λογοτεχνία. Παίζει ρόλο και η αυτάρκεια την οποία αισθάνονται οι αρμόδιοι των μεγάλων εκδοτικών οίκων σε διάφορες χώρες, όπως και πολλές κακές επιλογές μεταφράσεων του παρελθόντος. Θέλω να πω ότι μεταφράστηκαν βιβλία τα οποία δεν είχαν την ελάχιστη αποδοχή από το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, διαμορφώνοντας έτσι λανθασμένη εικόνα στο εξωτερικό.
INFO
Την Τετάρτη 24 Ιουνίου στις 7 το απόγευμα, μαζί με τον Γιάννη Καλπούζο θα κάνουμε περίπατο στη Βυζαντινή Πλάκα με αφορμή το βιβλίο του. Θα ξεκινήσουμε από το Μουσείο Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης. Πληροφορίες στο 210-3250341/ [email protected]