Διαβάζοντας κάθε νέο βιβλίο του Γιάννη Δούκα την τελευταία δεκαετία, από τότε που τον ανακάλυψα με τα «Μέσα σύνορα», νιώθω ότι μου επιφυλάσσει μια (ευχάριστη) έκπληξη.
Το παιχνίδι, ο αγώνας που λέγεται «ποίηση», έχει πολλά αν μας πει ακόμα. Ο Γιάννης, πειραματίζεται, πατώντας ταυτόχρονα στην παράδοση. Ήταν η ομοιοκαταληξία στο πρώτο του βιβλίο, είναι τώρα η φόρμα, αλλά κυρίως οι «αφορμές».
Ακολουθώντας έναν δρόμο που στο μυθιστόρημα άνοιξε ο Ντιντερό και στον 20ό αιώνα τον διαπλάτυνε ο Τζον Ντος Πάσος με την «Τριλογία» του, ο ποιητής μας δίνει την πηγή της έμπνευσής του, που πατάει πάνω στην ιστορία και στην πραγματικότητα. Διότι αυτό είναι οι «αφορμές». Όχι μια επεξήγηση των ποιημάτων, αλλά το έναυσμά τους.
Ο Πάσος το έκανε αυτό με τα «Επίκαιρα», το «Camera eye» και τις βιογραφίες –έμμετρες– προσώπων που σημάδεψαν την εποχή του. Ο Δούκας με τις αφορμές του.
Ενδιαφέρον και το γεγονός ότι συμπίπτουν χρονικά σε κάποιες από τις αφορμές.
Από εκεί και πέρα στο βιβλίο αυτό, το «θήβα μέμφις» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις, μεταπλάθει με έναν δικό του ποιητικό τρόπο τα διάφορα γεγονότα, που συνθέτουν σαν γιγάντιο παζλ την ιστορία 30 ετών…
οσμή θανάτου απλώνεται εξαλείφει
τ’ άρωμα από σαπούνι
Και το δάκρυ ποτίζει τα κυδώνια και τ’ αμπέλια
….
Θα ‘ρθει το κοράκι,
Με τα πηχτά φτερά του μες στο αίμα
Και κρώζοντας μονότονα
«πολέμα»
(υμέναιος φακός, με έμπνευση από τον Ρόμπερτ Κάπα και τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ)
Απ’ όσο τουλάχιστον έχω υπόψη μου είναι η πρώτη φορά που μια παρόμοια λογική αποτυπώνεται σε ποιητικό έργο.
Κάθε ποίημα λοιπόν ανοίγει έτσι έναν διάλογο με την ιστορία και διαβάζεται το λιγότερο δυο φορές: Τη μία ανυποψίαστα, την άλλη έχοντας δει την «αφορμή» του. Κι έτσι λειτουργεί πολλαπλασιαστικά για τον ίδιο τον αναγνώστη του.
Γράφεις ότι η «θήβα μέμφις» εκτυλίσσεται στα χρόνια του Ευρωπαϊκού Εμφυλίου Πολέμου (1914-1945), όπως τον αποκάλεσε ο Έντσο Τραβέρσο. Τι σε οδήγησε σε αυτή την επιλογή;
H έλξη μου, πρώτα και κύρια, για την εποχή: η γοητεία που μου ασκούν τα δημιουργήματά της, οι αναφορές και οι αισθητικές μου προτιμήσεις, η συνεισφορά των τριών αυτών δεκαετιών στη συγκρότηση του κόσμου μου. Ακόμη περισσότερο, ωστόσο, η συγκίνησή μου για τη βίαιη συμπύκνωση της Ιστορίας, για την τροπή των γεγονότων και για το πώς επιδρούν στη μικροκλίμακα. Πώς συμβαίνουν, δηλαδή, και πώς τα υφίστανται και τα προσλαμβάνουν μεμονωμένοι άνθρωποι, συχνά στο παρασκήνιο.
Και δεν ήταν μόνον αυτό: τηρουμένων πάντοτε των αναλογιών, ένιωσα πρόσφορο να σχολιάσω και τη δική μας εποχή μέσα από εκείνη, να εντοπίσω παραλληλισμούς και γυρίσματα του κύκλου, να δω στο παρελθόν τα προανακρούσματα του μέλλοντός μας, είτε πρόκειται, λόγου χάρη, για την οικονομική κρίση, είτε για την αναζωπύρωση του εθνικισμού, να βρω κλειδιά για την αποκωδικοποίηση του τώρα και, μέσα σε μια αφήγηση απλωμένη στον χρόνο, ν’ αναγνωρίσω, εντέλει, και όσα από τα τότε θεμελιωμένα διατηρούν ακόμη άθικτο τον εμπεδωμένο αντίκτυπό τους πάνω μας.
Οι «αφορμές» σου μου θύμισαν τα «Επίκαιρα» που παρεμβάλλει ο Τζον Ντος Πάσος στην Τριλογία USA. Γιατί θέλησες να μας δείξεις τα υλικά που κρύβονται πίσω από τα ποιήματα;
Στις περισσότερες των περιπτώσεων, τα θέματα των ποιημάτων δεν κατονομάζονται στον τίτλο ή στο σώμα του κειμένου. Οι αφορμές, επομένως, που παραθέτω στο τέλος του βιβλίου, επιτρέπουν στον αναγνώστη να έχει υπόψη του, εφόσον το επιλέξει, τα πρόσωπα με τα οποία ασχολούμαι και τα γεγονότα που τους συνέβησαν. Δεν τις ενσωμάτωσα στο ίδιο το κείμενο γιατί προτιμούσα να λειτουργούν συμπληρωματικά, να μην επιβάλλουν έναν συγκεκριμένο τρόπο ανάγνωσης. Θεώρησα, επίσης, εντιμότερο να παράσχω τα δεδομένα αυτά, προκειμένου να διευκολύνω όποιον προσεγγίζει το βιβλίο να πλαισιώσει την εμπειρία του με ερμηνευτικά εργαλεία στη διάθεσή του και τη διακριτική ευχέρεια της αναζήτησης για την αφετηρία της δικής μου συγκίνησης: να επιτρέψω, θα έλεγα, την ανασύσταση της διαδρομής μου και της διαδικασίας που ακολούθησα. Είναι μια πρόσκληση.
Σ’ ένα εξ ορισμού δυσπρόσιτο κείμενο, εξάλλου, όπως είναι το ποιητικό, καθώς μιλά σε άλλη γλώσσα από την καθομιλουμένη, δεν υφίσταται λόγος να υποβάλλουμε μια επιπρόσθετη ατμόσφαιρα μυστηρίου: οι πρώτες ύλες μου και η οικοδομική μου τεχνική ανήκουν σε όποιον επιθυμεί να τις μάθει. Και δεδομένου ότι η αρχική πηγή μου ήταν τα σχετικά λήμματα της Wikipedia, της οικουμενικής εγκυκλοπαίδειας των καιρών μας, οι αφορμές προτρέπουν τον αναγνώστη να εμπλακεί και σ’ ένα παιχνίδι πλοήγησης στην κοινή ψηφιακή μας εμπειρία, απ’ όπου αντλούμε πληροφορίες κι ερεθίσματα.
Στα «Μέσα Σύνορα» είχες προτιμήσει την ομοιοκαταληξία, εδώ παίζεις με την εμφάνιση των ποιημάτων. Δεν σου έβαλε αυτό κάποιους περιορισμούς; Γιατί το έκανες;
Στην πρώτη τους μορφή, τα ποιήματα γράφτηκαν ως σονέτα, πιάνοντας το νήμα, ως προς αυτό, από το προηγούμενο βιβλίο μου, «Το σύνδρομο Σταντάλ» (Πόλις, 2013). Καθώς, όμως, συμπυκνώνονταν και συγχωνεύονταν για να καταστούν σπονδυλωτή σειρά συνδυαστικών προσωπογραφιών, επέλεξα να τ’ «απελευθερώσω». Αποδεσμευόμουν από την ομοιοκαταληξία ή την «έκρυβα», διασώζοντας, την ίδια στιγμή, αυτό που αποκαλώ «έμμετρο αποτύπωμα». Σ’ αυτό το στάδιο επεξεργασίας προέκυψε η μορφή των ποιημάτων που απευθυνόταν και στο μάτι, εκεί βρέθηκε η τυπογραφική τους διάταξη πάνω στη σελίδα. Καθώς τ’ αποσυναρμολογούσα και τα ξανάχτιζα, αφηνόμουν σ’ αυτό το πείραμα που μπορεί, όχι συστηματικά όμως, και να παραπέμπει στα ελληνιστικά τεχνοπαίγνια. Πρυτάνευε, ωστόσο, να βρω έναν εσωτερικό ρυθμό, ν’ ακολουθήσω τη στίξη και τις ανάσες της ανάγνωσης, άλλοτε σεβόμενος κι άλλοτε σπάζοντάς τες.
«Δεν γράφουμε ποιήματα μόνο ως διέξοδο του εαυτού, της έκφρασης, του συναισθήματός μας, αλλά και για να υποδυθούμε έναν ρόλο»
Ποιο ποίημα θα έλεγες πως είναι η «καρδιά» του βιβλίου σου και γιατί;
Παρότι, με το σκεπτικό μιας σύνθεσης, βλέπω ένα κυλιόμενο κέντρο βάρους, βασισμένο στις επιμέρους θεματικές και τη χρονολογική διαδοχή τους, έχω την αίσθηση ότι το επίκεντρο του βιβλίου βρίσκεται στο ποίημα «εγώ ’μαι η κυρία Νταλογουέι». Ξεκινά από τις απαρχές της ραδιοτηλεόρασης στο Ηνωμένο Βασίλειο, σε ό,τι αφορά τόσο την ίδια την εφεύρεση των μέσων, όσο και την πρώιμη χρήση τους στα δυσδιάκριτα όρια της ενημέρωσης και της προπαγάνδας. Συνεχίζει με το μυθιστόρημα της Βιρτζίνια Γουλφ, που φιλοδόξησε, ως έργο της εποχής του, ν’ αποτυπώσει τη μεταβαλλόμενη συνείδηση του ανθρώπου και την αυξανόμενη περιπλοκή της γύρω του πραγματικότητας. Ο τίτλος –και καταληκτικός στίχος– του ποιήματος παραπέμπει, ασφαλώς, στη φράση του Φλωμπέρ «Η Μαντάμ Μποβαρύ είμαι εγώ!» και υποδηλώνει, νομίζω, και την ίδια τη μεθοδολογία του βιβλίου: κι εγώ ο ίδιος «είμαι» η κυρία Νταλογουέι, καθώς και οποιαδήποτε άλλη φυσιογνωμία με την οποία ασχολούμαι. Γιατί δεν γράφουμε ποιήματα μόνο ως διέξοδο του εαυτού, της έκφρασης, του συναισθήματός μας, αλλά και για να υποδυθούμε έναν ρόλο, να εξερευνήσουμε μιαν άλλη ψυχοσύνθεση.
Θα μπορούσε η ποίηση να αγγίξει μεγαλύτερο κοινό; Με ποιον τρόπο θα μπορούσε αυτό να συμβεί;
Θα μπορούσε κάτι τέτοιο να αποτελέσει αυτοσκοπό, να είναι το ζητούμενό μας σε μια εποχή τέτοιων ρυθμών, προτεραιοτήτων κι αισθητικών αναζητήσεων; Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι συνθηκολογούμε εκ των προτέρων ή αποζητούμε την παρηγορητική ασφάλεια του ερημητηρίου μας (όσο και αν μας έλκει η ιδέα). Πρώτος στόχος είναι η αισθητική τελείωση αυτού που επιχειρούμε. Η δικαίωσή του, φυσικά, γενεσιουργός αιτία της κάθε δημοσίευσης, βρίσκεται στην επικοινωνία. Κάθε πράξη επικοινωνίας, όμως, προϋποθέτει το αμφίδρομο: μισό δρόμο να κάνουμε εμείς κι άλλο μισό o κάθε παραλήπτης.