Το βιβλίο που έχει προκύψει από τη συνεργασία και τον διάλογο δυο αρχαιολόγων, του Ισραηλινού Ράφαελ Γκρήνμπεργκ και του Γιάννη Χαμηλάκη με τον τίτλο «Αρχαιολογία, έθνος και φυλή – Αναμέτρηση με το παρελθόν, αποαποικιοποίηση του μέλλοντος στην Ελλάδα και στο Ισραήλ» (εκδόσεις του 21ου) θέτει πολλά σημαντικά ζητήματα για την πολιτική και ιδεολογική χρήση της αρχαιολογίας και των ευρημάτων της.
Θέμα που είναι συνεχώς στην επικαιρότητα και στις δυο χώρες, για διαφορετικούς λόγους. Η διαλογική μορφή του βιβλίου βοηθά τον αναγνώστη να προσεγγίσει ευκολότερα την προβληματική των δυο επιστημόνων και να δει τι ακριβώς σημαίνει ο τρόπος που γίνονται οι ανασκαφές και πως φορτίζονται ιδεολογικά τα όσα φέρνουν στο φως.
Στον πυρήνα της προβληματικής τους βρίσκεται η «κρυπτοαποικία», όρος αρκετά σύγχρονος που ορίζει μια πραγματικότητα η οποία συχνά μας διαφεύγει και παράγει αποτελέσματα που επηρεάζουν τη ζωή μας σε πολλά επίπεδα.
Η συζήτηση γίνεται ένα συναρπαστικό ταξίδι στον χρόνο.
Είχαμε την ευκαιρία να συνομιλήσουμε με τον έναν εκ των συγγραφέων, τον κύριο Γιάννη Χαμηλάκη, καθηγητή Αρχαιολογίας και Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Brown.
«Η ελληνική εθνική αρχαιολογία ακόμα αρνείται να διηγηθεί στα εκατομμύρια των επισκεπτών την πλούσια και συναρπαστική ιστορία της Ακρόπολης, από τη Νεολιθική εποχή μέχρι και σήμερα»
Πώς προέκυψε αυτό το βιβλίο με τη διαλογική του μορφή;
Το βιβλίο προέκυψε μετά από μια συνδιδασκαλία στο Πανεπιστήμιο Μπράουν των ΗΠΑ, όπου εργάζομαι από το 2016. Ο καλός συνάδελφος και φίλος Ράφι Γκρίνμπεργκ, καθηγητής στο Τελ-Αβίβ, που με τα γραπτά του και τη δράση του ασχολείται εδώ και χρόνια με τον ρόλο της αρχαιολογίας στη συνεχιζόμενη κατοχή της Παλαιστίνης, πέρασε την εκπαιδευτική του άδεια στο Μπράουν το ακαδημαϊκό έτος 2019-2020. Αποφασίσαμε τότε να σχεδιάσουμε και να διδάξουμε μαζί ένα μάθημα που να εξετάζει συγκριτικά τις περιπτώσεις της Ελλάδας και του Ισραήλ. Μετά το πέρας του σεμιναριακού αυτού μαθήματος, εν μέσω πανδημίας αλλά και στο φόντο του κινήματος του Βlack Lives Matter στις ΗΠΑ, αποφασίσαμε ν’ αρχίσουμε μια σειρά από ηχογραφημένες συνομιλίες. Ο στόχος ήταν να συζητήσουμε αυτά που εμείς αποκομίσαμε μέσα από το μάθημα, αλλά και να ωθήσουμε ο ένας τον άλλο να προχωρήσει πέρα απ’ αυτά που μέχρι τότε είχαμε προτείνει στα βιβλία και στα άρθρα μας. Το κείμενο που προέκυψε στη συνέχεια αποτέλεσε τη βάση για παραπέρα έρευνα και επεξεργασία, η οποία εν τέλει οδήγησε στο βιβλίο. Η πρότασή μας προς τους αναγνώστες δεν αφορά μόνο το περιεχόμενο του βιβλίου. Το μέσο, δηλαδή η συγκριτική ανάλυση και η διαλογικότητα, είναι παράλληλα και μήνυμα. Συνιστά μια πρόσκληση για περισσότερες συγκριτικές μελέτες, αποφεύγοντας έτσι την παγίδα της αναπαραγωγής της εθνικής ρητορείας. Υποδηλώνει επίσης πως ο διάλογός μας είναι μόνο η αρχή. Απευθύνουμε λοιπόν πρόσκληση για παραπέρα συζήτηση, και στα ακροατήρια των δύο χωρών, και ευρύτερα.
Πού συναντιούνται οι δρόμοι Ελλάδας και Ισραήλ στον τρόπο που προσεγγίζεται η αρχαιολογική έρευνα;
Παρά το γεγονός ότι τα δύο έθνη κράτη δημιουργήθηκαν μέσα σε διαφορετικές ιστορικές συγκυρίες, και τα δυο προέκυψαν μέσα από τη συνάντηση της δυτικής αποικιακότητας, της κρυπτο-αποικιοποίησης και του εθνικισμού. Και στις δύο περιπτώσεις, η αρχαιολογία έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην κατασκευή, την εδραίωση και την αναπαραγωγή των εθνικών μύθων. Στο βιβλίο αναλύουμε τις δύο περιπτώσεις ως τους δύο «ιερούς τόπους» της δυτικής νεωτερικότητας. Την ιερότητα εδώ την εννοούμε και μεταφορικά, καθώς η ιεροποίηση συνιστά καίριο χαρακτηριστικό και της ιδεολογίας του εθνικισμού και κατ’ επέκταση της αποικιοποιημένης και εθνικοποιημένης αρχαιολογίας, αλλά και κυριολεκτικά: και στις δύο περιπτώσεις η θρησκεία, αλλά και η συνάρθρωση θρησκεύματος και εθνικότητας αποτέλεσαν και αποτελούν τον θεμελιακό λίθο της εθνικής ταυτότητας. Τα «ιερά κείμενα», είτε πρόκειται για τους αρχαίους συγγραφείς στην περίπτωση της Ελλάδας είτε πρόκειται για τη Βίβλο στην περίπτωση του Ισραήλ, καθορίζουν ως ένα μεγάλο βαθμό, ακόμα και σήμερα, την αρχαιολογική έρευνα και κυρίως τις προσλήψεις του αρχαίου παρελθόντος.
Μιλάτε για κρυπτοαποικία. Θα θέλατε να μας εξηγήσετε λίγο περισσότερο τι εννοείτε με αυτόν τον όρο;
Ο όρος προτάθηκε το 2002, από τον ανθρωπολόγο Μάικλ Χερτζφέλντ που έχει δουλέψει τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ιταλία αλλά και στην Ταϊλάνδη. Αναφέρεται σε περιπτώσεις χωρών που δεν αποτέλεσαν αποικίες με την παραδοσιακή έννοια, αλλά που κρυπτο-αποικιοποιήθηκαν από τη Δύση μέσα από διαδικασίες τόσο οικονομικής όσο και ιδεολογικής εξάρτησης. Ένα από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά των χωρών αυτών είναι πως λειτουργούν ως χώρες-αναχώματα ανάμεσα στη Δύση και στον υπόλοιπο κόσμο, στην «Ανατολή» ή σ’ αυτό που σήμερα ονομάζουμε παγκόσμιο Νότο. Είναι νομίζω εύκολο να κατανοήσουμε γιατί η Ελλάδα και το Ισραήλ λειτούργησαν και λειτουργούν στην παρούσα γεωπολιτική συνθήκη ως χώρες-αναχώματα. Στο βιβλίο επισημαίνω πως αυτός ο ρόλος ανατέθηκε στην Ελλάδα ήδη από την ίδρυση του κράτους. Όμως και οι δύο τονίζουμε πως, παρά την κρυπτο-αποικιοποίηση της Ελλάδας και του Ισραήλ, και οι δύο χώρες ενεπλάκησαν στις δικές τους αποικιακές ή κρυπτο-αποικιακές περιπέτειες. Η αποικιοποίηση της Παλαιστίνης είναι γνωστή, στο βιβλίο συζητάμε όμως και ελληνικές περιπτώσεις, όπως τη Μικρασιατική εκστρατεία, που αποτέλεσε συν τοις άλλοις και μια προσπάθεια αρχαιολογικής αποικιοποίησης.
Θα θέλατε να μας μιλήσετε για το «φαινόμενο του καθαρισμού αρχαιολογικών χώρων από την παρουσία ζωντανών ανθρώπων που χαρακτηρίζονται ως παρείσακτοι»; Πως κρίνετε π.χ. την εξαφάνιση μιας συνοικίας όπως το Βρυσάκι για να αναδειχθούν τα ερείπια της αρχαίας αγοράς;
Η αποκάθαρση συνιστά βασικό modus operandi της ελληνικής εθνικής αρχαιολογικής πρακτικής. Το είδαμε για παράδειγμα στην περίπτωση της Ακρόπολης, ενός χώρου που ουσιαστικά ανακατασκευάστηκε στη νεωτερικότητα ως μνημείο κατά βάση του 5ου αιώνα, με τη βίαιη αφαίρεση όλων των μετα-κλασικών υλικών ιχνών. Παρά τις αλλαγές στη νομοθεσία και στις διεθνείς πρακτικές, η ελληνική εθνική αρχαιολογία ακόμα αρνείται να διηγηθεί στα εκατομμύρια των επισκεπτών την πλούσια και συναρπαστική ιστορία της Ακρόπολης, από τη Νεολιθική εποχή μέχρι και σήμερα.
Στον γειτονικό χώρο της Αρχαίας Αγοράς, έγινε κάτι επίσης πολύ ενδιαφέρον και ελάχιστα γνωστό. Η εξαφάνιση μιας ολόκληρης συνοικίας για ν’ αρχίσουν οι ανασκαφές είναι η τελική πράξη του δράματος. Για μια δεκαετία, γίνονταν διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην Αμερικανική Σχολή και το ελληνικό κράτος για την εξασφάλιση της άδειας. Οι κάτοικοι αντιδρούσαν δυναμικά για χρόνια και τόνιζαν πως και τα σπίτια τους, και όχι μόνο τα αρχαία ερείπια, έχουν ιστορική σημασία και θα πρέπει να διατηρηθούν. Την ίδια στιγμή, η ηγεσία της ελληνικής αρχαιολογικής υπηρεσίας υπερθεμάτιζε για την ανάγκη της αποκάθαρσης, προτάσσοντας, μέσα από μια ταξικά προσδιορισμένη ρητορική, και λόγους υγιεινής. Οι διαπραγματεύσεις ενέπλεξαν και ένα αμερικανικό δάνειο προς την Ελλάδα, και έτσι κατάφερε η Αμερικανική Σχολή να εξασφαλίσει την άδεια και να προχωρήσει στην καταστροφή της γειτονιάς και στις ανασκαφές. Η αρχαιολογία εδώ έδρασε όχι μόνο ως τελετουργική αποκάθαρση, αλλά και ως ταξικά προσδιορισμένος εξευγενισμός που έλαβε και υγειονομικό περίβλημα.
Ποιοι είναι οι κίνδυνοι από τη χρήση του DNA στην αρχαιολογική / ιστορική έρευνα;
Η άκριτη αρχαιολογική χρήση της αρχαιογενετικής, ιδιαίτερα όταν εντάσσεται σε προβληματικά ουσιοκρατικά ερμηνευτικά πλαίσια, συνιστά μια βιολογικοποίηση του λόγου περί ταυτότητας, και καταλήγει να πριμοδοτεί εθνικιστικές, ακόμα και φασιστικές ρητορικές περί γενετικής συνέχειας χιλιάδων χρόνων. Το είδαμε και σχετικά πρόσφατα, όπου ένα πολύ μικρό δείγμα σκελετικού υλικού από Αιγαιακές προϊστορικές θέσεις οδήγησε σε ιδιαίτερα προβληματικά πορίσματα για τη γενετική καταγωγή των λεγόμενων Μινωιτών και Μυκηναίων. Τα πορίσματα αυτά δέχτηκαν δριμεία κριτική από τους ειδικούς, όμως χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον και κατά το δοκούν από νεοναζιστικές ομάδες.