Για να σε κόψω καλύτερα παιδάκι μου!
του Βασίλη Ξυδιά
Έλεγα στο προηγούμενο φύλλο του Δρόμου (10/11/2016, σελ. 18, Οδεύοντας προς το νεοφιλελεύθερο σχολείο) πως οι πρόσφατες αλλαγές στο Γυμνάσιο είναι μια τροχιοδεικτική βολή για όσα μέλει να ακολουθήσουν.
Αν πάρουμε μία-μία τις καινοτομίες που εισάγονται και τις δούμε σαν αποκομμένες διοικητικές ρυθμίσεις δεν μοιάζουν και τόσο άσχημες. Αρχίζει, όμως, κανείς να καταλαβαίνει τι ακριβώς συμβαίνει αν κάνει ένα zoom-out από τα επιμέρους μέτρα και προσπαθήσει να δει τη «μεγάλη εικόνα». Θα διακρίνει τότε το λεπτό νήμα που συνδέει τις τωρινές αλλαγές με το «Νέο Σχολείο» της Άννας Διαμαντοπούλου.
Η διαφορά είναι ότι η υπουργός του ΠΑΣΟΚ, ως πιο διαφανής στις προθέσεις της, στόχευσε κατευθείαν στο Λύκειο, προσπαθώντας να το προσαρμόσει στο εξεταστικό σχήμα του International Baccalaureate, ενώ ο τώρα ο Φίλης, καλυπτόμενος πίσω από τεράστιους όγκους αριστερής ρητορικής, δεν προχωρά αμέσως στο ναρκοπέδιο του Λυκείου. Ξεκινά ήπια και προσεκτικά από το Γυμνάσιο, θέλοντας για την ώρα να εθίσει απλώς τους μικρούς μαθητές σε λίγες ελαφρές τζούρες του International Baccalaureate, που σε επόμενη φάση θα τους προσφέρει αυτό ή κάτι παρόμοιο κανονικά και με τη μία.
Δύο ταχύτητες
Τα νέα μέτρα είναι, λίγο ως πολύ, γνωστά. Παρουσιάζονται συνοπτικά στον παραπάνω πίνακα (Καθημερινή 9/9/2016). Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία πως το κρίσιμο μέτρο -αυτό που δίνει το στίγμα- είναι ο χωρισμός των μαθημάτων σε δύο ομάδες, όπου μόνο τέσσερα (γλώσσα, ιστορία, μαθηματικά και φυσική) θα εξετάζονται με τελικό γραπτό διαγώνισμα, ενώ τα υπόλοιπα θα βαθμολογούνται με βάση την αξιολόγηση των δύο τετραμήνων και μόνο.
Η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας θέλησε να παρουσιάσει το μέτρο αυτό σαν μια παιδαγωγική προτίμηση στην αξιολόγηση χωρίς γραπτές εξετάσεις. Αλλά είναι σαφές ότι δεν πρόκειται περί αυτού. Αν ήταν αυτό, τότε γιατί να μη βαθμολογούνται όλα τα μαθήματα έτσι, χωρίς τελικό διαγώνισμα; Δεν θα ήταν άλλωστε καμιά φοβερή καινοτομία. Ίσχυε στη δεκαετία του ‘80, επί ΠΑΣΟΚ, μέχρι που τα πράγματα άλλαξαν επί Β. Κοντογιαννόπουλου της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Το ερώτημα, λοιπόν, είναι προς τι η διάκριση μεταξύ των τεσσάρων και των υπολοίπων μαθημάτων.
Ως προς αυτό είναι εύγλωττη η εμπειρία της Κύπρου, όπου η διάκριση εφαρμόζεται ήδη, και όπως βεβαιώνουν πολλοί, το αποτέλεσμα είναι ξεκάθαρο. Τα παιδιά εστιάζουν στα γραπτώς εξεταζόμενα μαθήματα, και όλα τα άλλα έχουν καταντήσει η «χαρά του παιδιού». Οι περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις δεν πείθουν κανέναν.
Άλλωστε, το ότι ο χωρισμός των μαθημάτων σε δύο ομάδες έχει σαφέστατα αξιολογικό χαρακτήρα, προκύπτει και από ένα άλλο μέτρο, στο οποίο δεν δόθηκε ιδιαίτερη σημασία. Πρόκειται για τις προϋποθέσεις προαγωγής των μαθητών. Σύμφωνα, λοιπόν, με τη νέα ρύθμιση οι μαθητές θα προάγονται είτε αν έχουν από 10 και πάνω σε όλα τα μαθήματα, είτε -προσέξτε τώρα- αν μεν έχουν κάτω από τη βάση σε κάποια από τα μη εξεταζόμενα μαθήματα, τότε αρκεί να βγάζουν γενικό μέσο όρο σε όλα τα μαθήματα πάνω από 10· αν όμως έχουν κάτω από τη βάση σε κάποια από τα τέσσερα γραπτώς εξεταζόμενα, τότε για να προαχθούν θα πρέπει ο μέσος όρος των τεσσάρων αυτών μαθημάτων να είναι πάνω από 13 (δηλαδή τουλάχιστον 12,5).
Δεν ξέρω αν γίνεται σαφές με τη μία, αλλά ελπίζω να καταλαβαίνει κανείς ότι στη διαδικασία της προαγωγής οι δύο ομάδες μαθημάτων δεν μετρούν το ίδιο.
Ο σκοπός της αξιολόγησης
Εισάγεται λοιπόν με τα νέα μέτρα ένα σύστημα βαθμολόγησης -και επομένως επιλογής- που βασίζεται σε τέσσερα μόνο από το σύνολο των διδασκομένων μαθημάτων. Τι σημαίνει αυτό; Ότι χωρίς τα αντιλαϊκιστικά νταϊλίκια της Διαμαντοπούλου, ο Φίλης χτίζει ένα σύστημα αξιολόγησης που, όπως και αυτό της προκατόχου του, δεν ενδιαφέρεται να αξιολογήσει αναλυτικά τη γνώση του κάθε μαθητή σε όλα τα επιμέρους γνωστικά αντικείμενα (για να του υποδείξει δήθεν σε τι πρέπει να γίνει καλύτερος και άλλες τέτοιες παιδαγωγικές αφέλειες). Το ζητούμενο είναι να κρίνει ποιοι μπορούν να περάσουν στην επόμενη βαθμίδα και ποιοι όχι. Είναι τόσο απλό!
Δεν χρειάζεται, λοιπόν, να εξεταστούν όλοι σε όλα. Οι ικανοί μπορούν να ξεχωρίσουν από τους μη ικανούς και με τα τέσσερα ενδεικτικά μαθήματα. Σύμφωνα με τη νεοφιλελεύθερη άποψη αυτό είναι το έργο του εκπαιδευτικού συστήματος. Το αν κάποιος θα μάθει ή όχι είναι δικό του θέμα. Έτσι κι αλλιώς αυτοί που χρειάζεται το σύστημα είναι πολύ λιγότεροι απ’ όσους παράγει τώρα το σχολείο.