Συμπτωματικά, τη μέρα που πέθανε ο Γιασάρ Κεμάλ (28 Φεβρουαρίου 2015), διάβαζα το μυθιστόρημά του Η ιστορία ενός νησιού-Ο ξεριζωμός (εκδόσεις Θεμέλιο). Και απ’ αυτό σπρωγμένος, κατέβαζα βιβλία από τα ράφια και ανέτρεχα στο διαδίκτυο για να μπω βαθύτερα στις λιγότερο γνωστές πτυχές της ιστορίας που αποτελεί τη βάση του μυθιστορήματος. Της αληθινής ιστορίας χωρίς τις διαστρεβλώσεις που υποκρύπτει η εθνική αφήγηση κάθε χώρας, ξεκομμένη από την ιστορία των άλλων, αφού ούτε η δική μας ιστορία υπάρχει χωρίς την ιστορία των άλλων ούτε η ιστορία των άλλων χωρίς τη δική μας.
Στο συναρπαστικό μυθιστόρημα του Κεμάλ, οι ήρωες κουβαλάνε την ιστορία στο είναι τους. Πάνω σε ένα νησί που ξαφνικά αδειάζει από τους Ρωμιούς κατοίκους του, που υποχρεώνονται να φύγουν όχι γιατί πέρασε από τα μέρη τους ο ελληνοτουρκικός πόλεμος (1919-1922), αλλά γιατί αυτό συμφωνήθηκε από τον Μουσταφά Κεμάλ και τον Ελευθέριο Βενιζέλο, στις 30 Ιανουαρίου 1923, στη Λωζάννη. Μια ανταλλαγή πληθυσμών, δηλαδή μια αναγκαστική εκτόπιση πληθυσμών, η οποία πρακτικά αφορούσε τους Ρωμιούς που είχαν απομείνει στη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη και τους μουσουλμάνους που ζούσαν στην Ελλάδα, στη Μακεδονία, τη Θεσσαλία, την Κρήτη κι αλλού, στην αρχή του 1923. Κάπου 450 χιλιάδες κατά βάση Τούρκοι, και μερικές εκατοντάδες χιλιάδες Ρωμιοί που είχαν απομείνει μετά το τέλος των εχθροπραξιών στην Ανατολή, κυρίως στην Καππαδοκία, τον Πόντο, την Ανατολική Θράκη και σε κάποιους διάσπαρτους στη Μικρά Ασία θύλακες που δεν είχε χυθεί αίμα. Ένας τέτοιος θύλακας είναι -στο μυθιστόρημα- το Μερμηγκονήσι, που έχει πενήντα όμορφα σπίτια, καμιά εικοσαριά καταστήματα και πολλά οπορωφόρα δέντρα και βάρκες που ανήκουν σε μερικές εκατοντάδες ευκατάστατους Ρωμιούς, οι οποίοι αναγκάζονται –όσο κι αν δυσκολεύονται να το πιστέψουν- να τα εγκαταλείψουν. Όλοι πλην ενός, που αποφασίζει να μην πειθαρχήσει και να μείνει πίσω μόνος του, ορκισμένος να σκοτώσει τον πρώτο Τούρκο που θα αποπειραθεί να εγκατασταθεί στο νησί. Ένα Τσερκέζο, που θέλει να γίνει κάτοικος του νησιού βάζοντας τέλος σε μια περιπλάνηση γεμάτη βία και συγκρούσεις. Και μέσα από τους δύο αυτούς ανθρώπους, ο Κούρδος Γιασάρ Κεμάλ, απλώνει το πολυσύνθετο και πολυφυλετικό σκηνικό της Ανατολής που τίποτα δεν είναι άσπρο-μαύρο. Το παρόν συνεχώς συμπιέζεται από το πρόσφατο παρελθόν, η ειρήνη διαταράσσεται από τον πόλεμο, η συνύπαρξη κλονίζεται από την αντιπαράθεση. Διαφορετικές κουλτούρες με κοινούς παρονομαστές, εξωγενείς παράγοντες με εσωτερικά θύματα, μια συνεχής διελκυστίνδα ανάμεσα στο καλό και το κακό. Απλοί άνθρωποι που άγονται και φέρονται από τους διεθνείς ανταγωνισμούς, γείτονες που γίνονται εχθροί, αλλόδοξοι που έχουν κοινή μοίρα.
Εξοντωτικοί πόλεμοι
Ένας χριστιανός κι ένας μουσουλμάνος που πολέμησαν στους ίδιους πολέμους, έζησαν την ίδια φρίκη, βλέπουν τους ίδιους εφιάλτες και επιθυμούν τον ίδιο παράδεισο. Τούρκοι, Έλληνες, Αρμένιοι, Εβραίοι, Λαζοί, Τσερκέζοι, Άραβες, Κούρδοι και άλλοι λαοί της Ανατολής πολεμούν αναμεταξύ τους, πολεμούν και με τους Άγγλους, τους Γάλλους, τους Ρώσους και τους Γερμανούς, πότε με τους μεν και πότε με τους δε. Έλληνες στρατιώτες με τον Ρώσικο στρατό και Έλληνες στρατιώτες με τον οθωμανικό, εναντίον αλλήλων. Τόσο σύνθετη είναι η πραγματικότητα. Ο Βασίλης και ο Αμπάς έχουν τους ίδιους εφιάλτες από τη συμμετοχή τους στις σφαγές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918). Είναι απ’ αυτούς που σώθηκαν από το μακελειό. Στρατιώτες και οι δύο στον οθωμανικό στρατό, όπως και τα τέσσερα παιδιά της Λένας Παπάζογλου, που ματαίως τα περιμένει να γυρίσουν από τον Ελλήσποντο όπου άφησαν τα κόκαλά τους πολεμώντας κάτω από τις διαταγές του Μουσταφά Κεμάλ εναντίον των Αγγλο-Γάλλων που προσπαθούσαν να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη. Κοντά μισό εκατομμύριο άνθρωποι σκοτώθηκαν, αρρώστησαν βαριά από τύφο, χολέρα και ελονοσία ή τραυματίστηκαν στα Δαρδανέλια μέσα σε οκτώμισι μήνες που κράτησε η πολιορκία της Καλλίπολης (25 Απρ. 2015 – 9 Ιαν. 2016) κι άλλες εκατό χιλιάδες πέθαναν από οβίδες και τύφο ή πάγωσαν όρθιοι μέσα σε δυο μέτρα χιόνι στις αφιλόξενες δασοπλαγιές του βουνού Αλλαχού Εκμπέρ.
Ο Βασίλης αναθυμάται άθελά του τους διαμελισμένους και ξυλιασμένους συμπολεμιστές του στον οθωμανικό στρατό που διαλύθηκε από τα ρωσοαρμενικά στρατεύματα μέσα σε 25 μέρες στο Σαρίκαμις (22 Δεκ. 1914 – 17 Ιαν. 1915) και ο Αμπάς, στρατιώτης στον ίδιο πόλεμο, αφηγείται τις σφαγές, που επακολούθησαν, των Βεδουίνων και των Γεζιτών από τους φυγόστρατους, τους άτακτους και τους ληστοσυμμορίτες της Ανατολίας. Θύτες και θύματα και οι δυο των ίδιων δυνάμεων που στον ανταγωνισμό τους μεταμορφώνουν τους λαούς σε αιμοβόρα θηρία και ανατρέπουν την αρμονία που είναι το ζητούμενο όλων των πολιτισμών.
Ο Γιασάρ Κεμάλ βοηθάει να δούμε ένα πολύ σημαντικό συμβάν της Ιστορίας με σημαντικές επιπτώσεις σε βάθος χρόνου. Όσο μελετάει κανείς την ιστορία όπως τη βλέπουν οι βαλκανικοί λαοί, βρίσκει τα ίδια προβλήματα στην προσέγγιση των γεγονότων που μας εμποδίζουν να συνυπάρχουμε ειρηνικά και να αλληλοεπηρεαζόμαστε θετικά. Συχνά, το θύμα σε μια φάση της ιστορίας γίνεται θύτης στην επόμενη φάση. Κι όλα αυτά γιατί ζούμε μέσα σε ένα συγκεκριμένο σύστημα, στο οποίο είναι ενσωματωμένα η βία, ο πόλεμος, η εχθρότητα κι η αντιπαλότητα. Ένα σύστημα που βασίζεται στο διαχωρισμό ανάμεσα στην πλειοψηφία των ανθρώπων και σε μία μειοψηφία η οποία έχει την εξουσία και την ασκεί αποκλειστικά για να υπηρετήσει τα συμφέροντά της χρησιμοποιώντας την πλειονότητα σαν εργαλείο και όπλο στον ανταγωνισμό της με αντίπαλες μειοψηφίες που ελέγχουν τον πλούτο, την εργασία και τις κοινωνίες.
Ανταλλαγή των πληθυσμών
Όταν έγινε η ανταλλαγή των πληθυσμών, είχαν τελειώσει οι εχθροπραξίες ανάμεσα στην Ελλάδα και τη νέα Τουρκία, η οποία ακόμα βρισκόταν σε ένα ενδιάμεσο στάδιο ανάμεσα στο υπό διάλυση οθωμανικό κράτος και στο υπό διαμόρφωση τουρκικό εθνικό κράτος. Η συμφωνία αφορούσε το σύνολο των χριστιανών οι οποίοι κατοικούν στη Μικρά Ασία και στην Ανατολική Θράκη και το σύνολο των μουσουλμάνων που κατοικούν στο ελληνικό κράτος, εξαιρώντας μόνο τους Ρωμιούς της Πόλης και τους μουσουλμάνους της Δυτικής Θράκης. Στην πράξη, όμως, αφορούσε ένα μέρος μόνο των Ελλήνων, γιατί το μεγαλύτερο κομμάτι τους είχε ήδη ξεριζωθεί από τη Μικρά Ασία σαν συνέπεια των εχθροπραξιών, του πολέμου. Είχαν απομείνει μόνο μερικοί θύλακες στη Μικρά Ασία και στην Ανατολική Θράκη που κατοικούνταν ακόμα από Ρωμιούς. Και στην Ελλάδα υπήρχαν μουσουλμάνοι που επίσης δεν τους είχε αγγίξει ο πόλεμος. Απ’ όπου πέρασαν οι στρατοί είχε γίνει μακελειό. Όπου πάτησε το πόδι του είτε ο ελληνικός είτε ο τουρκικός στρατός, είχε γίνει μακελειό. Βία και καταστροφή τρομερή. Στην Καππαδοκία που δεν έγιναν εχθροπραξίες, η ζωή των χριστιανών, των μουσουλμάνων, των Ελλήνων, των Τούρκων και των λοιπών είχε ελάχιστα διαταραχθεί. Το ίδιο και σε περιοχές στην Ανατολική Θράκη, σ’ ένα κομμάτι στην Προποντίδα, και στο Μερμηγκονήσι, που συμβολικά έχει ως κέντρο της υπόθεσης του μυθιστορήματός του ο Γιασάρ Κεμάλ. Αυτοί είναι οι πληθυσμοί που έχουν απομείνει, μετά το μεγάλο βίαιο ξεριζωμό κοντά ενός εκατομμυρίου Ελλήνων, που μετακινήθηκαν κακήν-κακώς με την κατάρρευση του ελληνικού στρατού.
Σε όλους αυτούς, Έλληνες και Τούρκους, που παραμένουν στις εστίες τους, κοινοποιείται ότι πρέπει να μαζέψουν τα μπογαλάκια τους και να φύγουν. Οι περισσότεροι φεύγουν ειρηνικά, όσο ειρηνικά μπορεί κανείς να εγκαταλείψει παρά τη θέλησή του το σπίτι του, τη γη του, τον τόπο απ’ όπου κατάγεται. Οι τελευταίοι Έλληνες από την Καππαδοκία, νομίζω οι Σινασίτες, φύγανε τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο του 1924. Ενάμιση χρόνο μετά τη συμφωνία. Γεγονός που είχε δημιουργήσει σε αρκετές περιοχές την ψευδαίσθηση ότι η συμφωνία είχε ατονήσει. Όπως και στο Μερμηγκονήσι του Γιασάρ Κεμάλ, που οι κάτοικοί του συνέχιζαν κανονικά τη ζωή τους, μην πιστεύοντας ότι θα φύγουν. Μάλιστα, σε κάποια χωριά στην Καππαδοκία, οι μουσουλμάνοι που εκδιώχτηκαν από την Ελλάδα βρήκαν τους Ρωμιούς στα σπίτια τους, με αποτέλεσμα να προκληθούν διάφορες τριβές μεταξύ τους.
Στρέβλωση της Ιστορίας
Όλη η ελληνική ιστορία, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, εμπερικλείει μέσα της μονομέρεια, στρεβλώσεις, παραλείψεις, προσαρμογές, υπερβολές και ψεύδη, όπως και η αντίστοιχη ιστορία από την πλευρά των Βουλγάρων, των Αλβανών, των Σέρβων, των Ρουμάνων, των Τούρκων, αλλά και των Εγγλέζων, των Γάλλων και των Αμερικάνων, όλων. Ο πόλεμος είναι φρικτός. Πέρα απ’ αυτούς που τον σχεδιάζουν κυνικά εξυπηρετώντας τα συμφέροντα της ομάδας ή της τάξης που εκπροσωπούν, οι άλλοι που σκοτώνονται, τραυματίζονται και αιχμαλωτίζονται, που καταστρέφονται τα σπίτια και οι περιουσίες τους, που ξεριζώνονται και φυλακίζονται, οι στρατιώτες και οι άμαχοι, δεν είναι εκ φύσεως αιμοβόροι. Είναι ο μπακάλης, ο μανάβης, ο ψαράς, ο φούρναρης, ο αγρότης, ο δάσκαλος, απλοί άνθρωποι που θέλουν μια κανονική ειρηνική ζωή. Άνθρωποι που κατά κανόνα ζουν ομαλά σε κοινωνίες πολυεθνικές.
Με τη δημιουργία των εθνικών κρατών οι συστηματικές εκκαθαρίσεις, για εθνικά ομοιογενή κράτη, γίνονται καθεστώς. Ένας λόγος που αγάπησα την Ουκρανία είχε να κάνει με το ότι πάνω από 120 εθνικές ομάδες συνυπήρχαν αρμονικά και ειρηνικά, χωρίς να έχουν σοβαρά προβλήματα μεταξύ τους. Μέχρι που τους φόρεσαν έναν πόλεμο και έσπειραν τα ζιζάνια του εθνικισμού, προκαλώντας μίσος, διχασμό και καταστροφή.
Δυστυχώς, η συνύπαρξη των λαών ήταν πάντα στην κόψη του ξυραφιού. Έτσι, και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι δεκάδες εθνικές ομάδες, μικρές, μεσαίες και μεγάλες, που συνυπήρχαν, τελικά κυνηγήθηκαν, συρρικνώθηκαν, αφομοιώθηκαν, αποσπάστηκαν ή εξαφανίστηκαν.
Μέσα από την πλούσια σε εικόνες αφήγηση του Γιασάρ Κεμάλ βλέπουμε τον αγώνα και τις συμφορές των λαών σε συνθήκες που τις διαμορφώνουν οι εξουσίες και οι ανταγωνισμοί των ιμπεριαλιστικών κρατών. Η μεγάλη πίεση που ασκείται στην Οθωμανική Αυτοκρατορία σπρώχνει τη μουσουλμανική κοινωνία στο να αναπτύξει ένα καθυστερημένο εθνικισμό ο οποίος τελικά καταλήγει στη δημιουργία ενός εθνικού κράτους το οποίο ονομάζεται Τουρκική Δημοκρατία, το 1923, με επιφάνεια έξι φορές μεγαλύτερη από την Ελλάδα.
Τα γεγονότα είναι εξαιρετικά πολύπλοκα, δεν είναι μονοδιάστατα όπως τα παρουσιάζουν οι εθνικές αφηγήσεις. Ο πολίτης που διαπλάθεται μονόπλευρα, υποκύπτει πιο εύκολα στο ρατσισμό, τον εθνικισμό και το φασισμό. Οι λαοί δεν έχουν συμφέρον να αλληλοσφάζονται και έχουν αποδείξει επί χιλιάδες χρόνια ότι μπορούν να ζουν μεταξύ τους ειρηνικά. Και μόνο όταν οι λαοί ζουν αρμονικά αναπτύσσεται και ο πολιτισμός με ειρήνη και δημοκρατία.
Στέλιος Ελληνιάδης
(απόσπασμα ομιλίας στη Λέσχη «Δρόμοι Φιλίας και Πολιτισμού», στη μνήμη του Γιασάρ Κεμάλ)
Η ιστορία ενός νησιού – Ο ξεριζωμός, Γιασάρ Κεμάλ
«Ο μπαρμπέρης συμπλήρωσε τις προετοιμασίες του, άρχισε να κουρεύει με το ψαλίδι τον Τραμουντάνα Μουσά. Η ρυθμική κίνηση του ψαλιδιού των ικανών μπαρμπέρηδων δεν χαλνάει ποτέ. Και να μιλάει, και να φωνάζει, κοντά στ’ αυτιά του να σκάσει κανόνι, οι ρυθμικές κινήσεις του ψαλιδιού του δεν αλλάζουν. «Για ποια αιτία διώξανε τους Ρωμιούς από δω; Ζούσαμε σαν αδέρφια μια χαρά. Ποτέ δεν μας πειράξανε… Σα φύγανε αυτοί, έφυγε και το μπερεκέτι. Δε βρίσκουμε οικοδόμο να φτιάξει τα σπίτια μας, ούτε και μαραγκό, δε βρίσκουμε ράφτη να ράψει τα ρούχα μας, ούτε και σιδερά, ούτε και γιατρό, κτηνίατρο, μηχανικό, ούτε μαστόρους για να φτιάξουν πλεούμενο. Μας καταδίκασαν στην πείνα, αφέντη μου. Εσείς οι μορφωμένοι θα ξέρετε. Γιατί τους διώξαμε τους Ρωμιούς, εγώ σκέφτομαι και δεν μπορώ να καταλάβω. Ποιος τους απομάκρυνε από δω και μας έφερε σε τέτοιο χάλι;»
Για τον Γιασάρ Κεμάλ, έγραψε ο Αλτάν Γκιοκάλπ
«Ο Γιασάρ Κεμάλ ήταν εικοσιπέντε χρονών όταν άρχισε να γράφει… Οι ρίζες του συγγραφέα απλώνονται σε χώματα λιγότερο εξωτικά: οι μεγάλοι Ρώσοι –Γκόγκολ, Τσέχοφ, Ντοστογιέφσκι-, καθώς επίσης ο Φόκνερ,ο Σταντάλ και ο Θερβάντες είναι οι στενοί συγγενείς που ο συγγραφέας λατρεύει. Οι απαντήσεις που δίνει στα θεμελιώδη ερωτήματα γύρω από το «μυστήριο του ανθρώπου» ωριμάζουν μέσα από ένα συνεχή διάλογο μαζί τους. Ο Γιασάρ Κεμάλ ανήκει στη μεγάλη παράδοση των ραψωδών της Ανατολής… Από τα παιδικά του χρόνια, ο βίος του Γιασάρ Κεμάλ βρίσκεται ριζωμένος στην καρδιά αυτής της προφορικής παράδοσης των περιφερόμενων ραψωδών της Ανατολής.
Το επάγγελμα που εξάσκησε περισσότερο καιρό ήταν η δημοσιογραφία… Όταν η γη της Κιλικίας άρχισε να μην τον χωράει κι ο κλοιός της αστυνομίας έσφιγγε μέρα με τη μέρα, αποφάσισε να χαθεί στο πλήθος της πρωτεύουσας… Υπάρχουν πολλοί σκοποί για τους οποίους μπορεί κανείς να αγωνιστεί∙ ο Γιασάρ Κεμάλ δεν δίστασε ποτέ να στρατευτεί εκεί όπου καταπατείται η αξιοπρέπεια του ανθρώπου.»
Ματωμένα χώματα, Διδώ Σωτηρίου
«Τούρκους δεν είχαμε στο χωριό, κι ας ήτανε τα τούρκικα η γλώσσα που μιλούσαμε. Άσβηστη καντήλα έκαιγε στην καρδιά η αγάπη για την πατρίδα μας την Ελλάδα. Οι Τούρκοι από τα γύρω χωριά, το Κιρετσλί, το Χαβουτσλί, το Μπαλατζίκ, μας τιμούσανε και μας θαυμάζανε∙ έκοβε λέει το μυαλό μας κι ήμασταν εργατικοί. Και μεις, είν’ αλήθεια, ποτέ δεν τους δίναμε αφορμή ν’ αλλάξουνε γνώμη. Με τον καλό λόγο στεκόμαστε και με το μπαξίς. Μέρα δεν περνούσε που να μην κατεβούνε στην αγορά μας Τούρκοι χωριάτες. Φέρνανε ξύλα, κάρβουνα, πουλερικά, καϊμάκια, αυγά, τυριά, όλα τα μπερκέτια της Ανατολής∙ τα πουλούσανε στο παζάρι κι αγόραζαν ύστερα από τα μαγαζιά μας ό,τι είχαν ανάγκη. Το βράδυ ξαναγυρίζανε στα χωριά τους. Μερικοί μέναν μουσαφιραίοι σε φιλικά σπίτια. Τρώγανε ψωμί μαζί μας και κοιμόντανε στα στρώματά μας. Το ίδιο κάνανε κι οι δικοί μας όταν πήγαιναν κατά τα τουρκοχώρια για ν’ αγοράσουν βόδια, άλογα ή μαζεμένο το γάλα της χρονιάς. Όταν ανταμώναμε ξεμοναχιασμένοι στα βουνά, χαιρετιόμαστε με τεμενάδες, καλημερίσματα και καλησπερίσματα… Στο πανηγύρι τ’ Άι-Δημητριού γέμιζε το χωριό Τούρκους που φτάνανε από πολύ μακριά, από τα μέρη της Κόνιας… Τις χριστιανικές γιορτές τις χαιρόντανε οι Κιρλήδες το ίδιο όπως κι εμείς. Ήταν και μερικοί που, στα κρυφά, προσκυνούσανε την ασημένια εικόνα τ’ Άι-Γιώργη κι αφήνανε τάματα να τους γιατρέψει κάποια κακιά τους αρρώστια και να τους κρατάει γερούς στα ταξίδια τους…»
Η ανταλλαγή
Στους δύο τόμους «Η Έξοδος» του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, δημοσιεύονται μαρτυρίες Ρωμιών που έφυγαν απ’ όλες τις περιοχές, κυρίως με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Περιγράφουν πώς έφυγαν, κάτω από ποιες συνθήκες και πώς ήρθαν στην Ελλάδα, πώς εγκαταστάθηκαν κ.λπ.
Μαρτυρία του Κωστή Ρίζου, από τη Σινασό…
«Οκτώ μέρες πριν από μας έφυγαν τα φορτία μας. Ήταν εξήντα-εβδομήντα καμήλες με τα κοινοτικά μας κειμήλια και με πολλά ατομικά, τα πιο μεγάλα και βαριά. Έφυγαν πρώτα τα φορτία, γιατί θα αργούσαν στο δρόμο περισσότερο από μας. Μαζί τους κανείς χριστιανός δεν πήγε. Μόνο Τούρκοι αγωγιάτες χωριανοί μας τα συνόδεψαν και δεν καταδέχτηκαν να μας πάρουν ούτε ένα προσόψι. Όλα άθικτα τα έφεραν ως τη Μερσίνα και μας τα παρέδωσαν. Σε μια βδομάδα περίπου άρχισαν να φεύγουν και οι κάτοικοι. Τις μέρες αυτές να ‘βλεπες το κλάμα των ανθρώπων. Οι σκύλοι ουρλιάζαν νύχτα μέρα, λες και καταλάβαιναν κι αυτοί τη μεγάλη συμφορά. Ήταν σαν να μας έλεγαν, πού μας παρατάτε; Άλλο να το βλέπεις κι άλλο να το φανταστείς… Οι Τούρκοι του χωριού μας –σ’ εμάς δεν ήρθαν καθόλου Τούρκοι ανταλλάξιμοι-, πολύ λυπημένοι, μας αγκάλιαζαν, μας φιλούσαν και μας ξαποστέλνανε κλαίγοντας μισή ώρα με μουσική, με λαγούτα και βιολιά και με πένθιμα τραγούδια… Έξι μέρες κάναμε για ναν φτάσουμε στο Ουλούκισλα κι από κει στη Μερσίνα. Τη νύχτα μέναμε σε χάνια. Όταν περνούσαμε απ’ τα χριστιανοχώρια, τα βρίσκαμε άδεια και έρημα, γιατί η Σινασός έφυγε τελευταία απ’ όλα τα χωριά…»`
Υπάρχουν και αφηγήσεις που είναι πιο σκληρές και δραματικές, γιατί στην Καππαδοκία, ναι μεν δεν υπήρξε πόλεμος, αλλά σ’ αυτή την απόμακρη περιοχή, που δεν υπήρχε ισχυρή κρατική εξουσία, τοπικοί αγάδες, μπέηδες, πολέμαρχοι και πολλές συμμορίες, όπως του Ντεμιρτζή, κάνανε πλιάτσικο. Πολλοί Έλληνες πέσανε θύματα αυτού του πλιάτσικου, το οποίο σε πολλές περιπτώσεις συνοδεύτηκε από σφαγές. Αλλά όσον αφορά το σύνολο του πληθυσμού, εκεί που δεν υπήρξε πόλεμος, και δεν σκότωσε ο ένας τον άλλον, η ανταλλαγή των πληθυσμών έγινε με πολλά δάκρυα, καημό και στεναχώρια. Οι λαοί δεν ήθελαν να αποχωριστούν.
Οι Έλληνες στη Μικρά Ασία
(Α. Α. Πάλλη «Στατιστικοί πίνακες πληθυσμών»)
Πριν από τους Βαλκανικούς πολέμους (1912), ανά βιλαέτιο:
Κωνσταντινούπολης 364.459 Έλληνες / 449.114 Τούρκοι / 380.100 άλλοι
Αϊδινίου-Σμύρνης 622.810 Έλληνες / 940.843 Τούρκοι / 95.876 άλλοι
Τραπεζούντας 353.533 Έλληνες / 957.866 Τούρκοι / 50.624 άλλοι
Προύσας 278.421 Έλληνες / 1.192.749 Τούρκοι / 98.954 άλλοι κ.λπ.
ΣΥΝΟΛΟ 1.982.376 (19,6%) Έλληνες / 7.231.495 (71,3%) Τούρκοι / 925.818 (9,1%) άλλοι = 10.139.689
Έλληνες στη Μακεδονία και την Ανατολική Θράκη
Μακεδονία 515.000 (42,4%) Έλληνες / 473.000 (34,3%) Μουσουλμάνοι / 119.000 (9,9%) Βουλγαρίζοντες / 98.000 διάφοροι ΣΥΝΟΛΟ = 1.205.000
Ανατολική Θράκη: Έλληνες 253.000 (44,5%) / Βουλγαρίζοντες 50.000 (8,8%) / Μουσουλμάνοι 223.000 (39%) / Αρμένιοι 24.000 / Διάφοροι 19.000
Έλληνες ανταλλάξιμοι
Σύμφωνα με την Κοινωνία των Εθνών, οι ανταλλάξιμοι που έφτασαν στην Ελλάδα ήταν 1.360.000 (1.000.000 από Μικρασία-Πόντο, 100.000 από Καύκασο, 30.000 από Βουλγαρία, 190.000 από Α. Θράκη, 70.000 από Κωνσταντινούπολη)
50.000 Έλληνες έφυγαν σε άλλες χώρες και εκατοντάδες χιλιάδες πέθαναν κατά τη μεταφορά και την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα.