Του Μάριου Διονέλλη
Η απόσταση σχεδόν δύο χρόνων από τον θάνατο (για άλλους αυτοκτονία, για άλλους δολοφονία) του φοιτητή Βαγγέλη Γιακουμάκη δεν είναι αρκετή για να σβήσει το σημάδια αυτής της υπόθεσης για την Κρήτη. Και δεν εννοώ την εξιχνίαση των πραγματικών περιστατικών, για τα οποία περιμένει απαντήσεις τόσο η οικογένεια του παιδιού όσο και η τοπική κοινωνία. Αυτά, ελπίζω πως αργά ή γρήγορα θα τα βρει η Δικαιοσύνη.
Τα βαθιά σημάδια αφορούν κυρίως στο μεγάλο θέμα της ανοχής κάθε είδους διαφορετικότητας που παρεκκλίνει από το τυπικό του «Κρητικού λεβέντη». Αφορούν την ανοχή της τοπικής κοινωνίας στο μοντέλο που φτιάχτηκε τα τελευταία χρόνια για να διασώσει την εικόνα του σκληρού, οξύθυμου και νταή κατοίκου του νησιού, που δε σηκώνει κουβέντα για την υπερηφάνεια, την τιμή και την λεβεντιά της Κρήτης. Ένα συλλογικό αφήγημα που συντηρείται με χίλιους τρόπους καθημερινά στο νησί. Που το βλέπεις στα καφενεία, στα γήπεδα, στη θυμωμένη ουρά της εφορίας, στα διπλοπαρκαρισμένα αγροτικά που εμποδίζουν να περάσει το ασθενοφόρο.
Η Κρήτη των γραμμάτων και του πολιτισμού, των ολοκαυτωμάτων και των αγώνων για την ελευθερία, δίνει τη θέση της στην Κρήτη που ξεδιψά σε μια «κούπα» με ρακή μονορούφι και ξεθυμαίνει πάνω στο τιμόνι στην εθνική.
Αυτή η Κρήτη πριμοδοτεί, υποθάλπει και καλλιεργεί ως εκλογική πελατεία, το πολιτικό σύστημα του νησιού. Η «υπόθαλψη» της νοοτροπίας αυτής ξεκινά από τα αθώα τηλεφωνήματα για να μην διαγραφούν οι Κρητικοί που έκαναν άνω κάτω τη Γαλακτοκομική Σχολή και μπορεί να φτάσει μέχρι την απελευθέρωση εμπόρων ναρκωτικών που είχαν τις κατάλληλες διασυνδέσεις σε βουλευτικά γραφεία ή ακόμα και στο Μαξίμου παλαιότερα.
Καμία απόφαση δικαστηρίου δεν μπορεί να τα λύσει αυτά, και σίγουρα ούτε του δικαστηρίου που ξεκίνησε αυτές τις ημέρες για την υπόθεση Γιακουμάκη. Είναι υπόθεση της ίδιας της Κρήτης και των ανθρώπων της ποιο από τα δύο πρόσωπά της θα επικρατήσει.