της Μαρίας Μαγγιώρου*
Δεν ήταν απλώς στοχαστής
Έκανε φιλοσοφία, αληθινή μάλιστα: ελληνική οντολογία. Ο ίδιος, αυτοχαρακτηριζόταν στοχαστής από σεμνότητα αλλά και από συνείδηση του εκφυλισμού της φιλοσοφίας σε ιδεολογικές θεωρίες και συστήματα βεβαιοτήτων. Οι άλλοι, αγνοώντας ή υποτιμώντας την ουσία της ελληνικής Φιλοσοφίας είπαν το έργο του περιθωριακό ή επηρεασμένο από τον Χάιντεγκερ. Εμείς όμως του οφείλουμε τα εύσημα ενός γνήσιου και σημαντικού Έλληνα φιλοσόφου.
Δεν διαλεγόταν με τον Χάιντεγκερ περισσότερο από ότι με τον Ντοστογιέφσκι
Ούτε επιχείρησε, όπως λένε, να συμφιλιώσει τον Μαρξ με τον Νίτσε και τον Φρόυντ. Το κριτήριό του για να διαλέγεται ήταν «να υπάρχει κοινή βάση»: να υπάρχει το «άνοιγμα», η «περιπλάνηση», το «όλον». Αλλά μόνο εκείνος ήταν «θεωρός του Κόσμου»: έβλεπε πώς ξετυλίγεται το Παιχνίδι του Κόσμου, ότι ψυχικές δυνάμεις σπρώχνουν τη σκέψη, ότι οι σκέψεις επιλέγουν τους ανθρώπους που θα τις κάνουν. Και προειδοποιούσε: «Την ψυχή πρέπει να την κατανοήσουμε στην αρχαιοελληνική έννοιά της και από εκεί και πέρα να πάμε πιο εδώ… Η ψυχή είναι η πηγή της ίδιας της σωματικότητας και της διανοητικότητας… ο ψυχισμός, είναι η επαφή μας με το όλον, δεν είναι ένα μέρος».
Δεν συλλαμβάνει κανείς το Παιχνίδι της Ύπαρξης αν δεν έχει ενσωματωμένο το κοινωνικό φαντασιακό των Ελλήνων, το θεμελιωμένο στην Παράσταση του Κόσμου / Κάλλους με τις δύο όψεις: την μπροστινή για το (αισθητό και μεθεκτό) γίγνεσθαι του Λόγου και την πίσω για το ασύλληπτο Ά-πειρο. Η σκέψη του Αξελού δεν είναι «βαθιά ερωτηματική» αλλά αληθινά φιλοσοφική γιατί ο Κόσμος δεν είναι «κάτι» ώστε να επιτρέπει τα ερωτήματα του «τί;» και τις κλειστές απαντήσεις. Η Φιλοσοφία γεννήθηκε ως ερώτημα του «δια τί;» και η απάντηση περί του «ού ένεκα» δεν σημαίνει «εξ αιτίας» αλλά «χάριν του».
Μας αποκάλυψε το μυστικό της Αγχιβασίας
Έχει γίνει μεγάλη ζημιά στην ελληνική Σκέψη από την ερμηνεία του θεωρείν σαν ενατένιση μιας υποτιθέμενης ανώτερης πραγματικότητας. Και ακόμα μεγαλύτερη από την ταύτιση του θεωρείν με τη θεωρία, τη θεωρητικολογία, τη θεωρητική-αφαιρετική σκέψη. Η ελληνική θεωρία σημαίνει θωριά, βλέμμα. Και το βλέμμα είναι άλλο πράγμα από την όραση. Τα αόρατα αισθητά τα συλλαμβάνουμε με μια ψυχική ενέργεια, τον Νου-Λόγο, γεγονός που έκανε τον Παρμενίδη να λέει πως είναι ίδιο πράγμα το νοείν και το είναι.
Δεν υπάρχει όμως αυτό το βλέμμα χωρίς την «υπακοή» στον Λόγο: θεραπεύειν και θεωρείν, τόνιζε ο Αριστοτέλης αφού πρόκειται για την Αρχή του ανθρώπου, το «ένεκά του». Πώς λοιπόν κάνει πέρα την εγωπάθεια ο άνθρωπος; Πώς επιτυγχάνεται η Καλοκαγαθία ως ψυχική Ελευθερία; Η απάντηση του Αριστοτέλη και του Ηράκλειτου, του Καστοριάδη και του Αξελού είναι κοινή: πρόκειται για έναν ψυχικό όρο σαν το «ουκ οίδα» του Σωκράτη, για το άδειασμα της σκέψης που επιφέρει την κατά Αξελό «ασάφεια». Η διαφορετική σχέση συνειδητού-ασυνείδητου στον καστοριαδικό ορισμό της Αυτονομίας δεν είναι άλλη από το να ξεχνάς ότι ξέρεις για να μάθεις από το «άσκεφτο», το «ανυπολόγιστο», του Αξελού.
Ο Κώστας Αξελός αναγνώρισε στην μετέωρη αυτή ψυχική κατάσταση την Αγχιβασίη του Ηράκλειτου, του μοναδικού τρόπου να αντιλαμβανόμαστε τη «μετέωρη» μεταμορφωτική ενέργεια του γίγνεσθαι του Κόσμου. Για να συλλάβει όμως κανείς αυτήν την παθητική ενεργητικότητας (είδος πάσχειν που προηγείται του λέγειν) χρειάζεται να γνωρίζει από τα «φαντάσματα» με τα οποία λειτουργεί η ψυχή: «Δεν μπορεί να υπάρξει νόηση χωρίς φαντασιακές παραστάσεις, μας λέει, χωρίς φαντασία δεν θα μπορούσε να ζήσει καν ο άνθρωπος… Το να ζούμε είναι ανεπαρκές… ένας άλλος νόμος κυβερνάει τον άνθρωπο …δυνάμεις περνούν από το «φαντασιακό»… Ο άνθρωπος δεν είναι μόνον ένα άτομο που ζει την ιδιωτική του ζωή, είναι ταγμένος στην αναζήτηση μιας διεξόδου από τον εαυτό του… δεν είναι ο εαυτός του παρά μόνον όταν ξεπερνάει τον εαυτό του».
Από κουταμάρα γίναμε επιζώντες
Η κουταμάρα, λέει ο Αξελός είναι «ένα κλείσιμο στον κόσμο: το να αρνείσαι να δεις και το πιο κοντινό των κοντινών πραγμάτων άνοιγμα και τον πιο μακρινό ορίζοντα». Νομίζω, λέει, «ότι έχουμε μπει στην εποχή των κουτών μορφωμένων και των κουτών ειδικών επιστημόνων… Από την Αναγέννηση και πέρα, βρισκόμαστε στην εποχή του κυρίαρχου εγώ… (σαν να έχει κάτι επιτελεστεί ήδη), περισσότερο από ζώντες είμαστε επιζώντες.
…Κουταμάρα είναι και να μη βλέπουμε τη ρήξη μεταξύ σκέψης και πράξης, καθώς και το να συγχέουμε την πράξη της εμπειρικής καθημερινότητας με την ευρύτερη έννοια της, ενός κινήματος, όπου ο λόγος γίνεται πράξη.
Αυτό που επέρχεται
Για τον 21ο αιώνα, λέει ότι είναι «χαοτικός αλλ’ όχι λιγότερο ρυθμισμένος, χαρακτηρισμένος από τεράστια κόπωση… Αυτό που προσφέρεται ως το δυνατόν να ερωτηθεί μας ταράζει πάρα πολύ». Ωστόσο, «αν η ανία αποτελεί μέρος μιας εποχιακής δομής, δεν αποκλείεται μια απίθανη δυνατότητα… Στην προσέγγιση αυτού που επέρχεται, θα έπρεπε, με τη μέγιστη ευσυνειδησία κι όσο είναι δυνατόν, να δίνει κανείς λογαριασμό και γι’ αυτό που δεν επέρχεται.
…Δεν θα ήταν υπερβολικό να προβλέψει κανείς την έλευση ενός ανθρώπινου τύπου που ήδη αναγγέλλεται… Σε μια γενικευμένη επιμειξία, αυτός ο ανθρώπινος τύπος, ρυθμισμένος και μες στην αδιάκοπη απορρύθμισή του… αναίσθητος στο αφανές, δεν θα έθετε υπό ερώτηση τη σφαιρική πλατφόρμα στην οποία μένει υποταγμένος… Ακόμη κι εκείνοι που παριστάνουν ότι αρνούνται ριζικά το υπάρχον σύστημα και τη χωλή του ανάπτυξη, είναι εντελώς ανίκανοι να κάνουν ένα ελάχιστο άλλο, ένα διαφορετικό βηματάκι.
…Ν’ ακούσει κανείς τον ήχο των βημάτων αυτού προσεγγίζει, να δει το χορτάρι να φυτρώνει, δεν είναι κάτι που έχει παραχωρηθεί σ’ εκείνους που δεν θέτουν τη μοίρα τους επί το έργον και σε κίνδυνο, μεταμορφώνοντας αυτό που τους προστάζει».
Διαθεσιμότητα και Συνείδηση
Ο Αξελός ενισχύει την πίστη πως η μοίρα του ανθρώπου «δεν είναι να βουλιάζει στην οδύνη, χωρίς να στοχεύει σε μια διέξοδο»… Χρειάζεται η «νηφάλια διαθεσιμότητα» της εγρήγορσης. Αλλά το να καταστεί κανείς «διαθέσιμος» είναι επίπονο… επειδή είμαστε μάλλον επιλεγμένοι παρά επιλέγοντες, κι επειδή απαιτείται ζήλος πολύς για να κάνει κανείς την επιλογή αυτή.
…Μιλούμε και πράττουμε σε σχέση με αναφορικά αλλά όλα τα αναφορικά βρίσκονται σε κρίση… Η πορεία της εποχής ζητάει μια συνεχή ισοπέδωση. Η ισοπέδωση αυτή διαρκώς προοδεύει. Έτσι, η κρίση πολιτισμού που ζούμε είναι κρίση στον ψυχισμό των ανθρώπων… Υπάρχουν εντούτοις κάποια αναφορικά που ανθίστανται στον κλονισμό του νοήματος, όπως επίσης υπάρχουν και κατευθύνσεις απαγορευμένες.
…Σ’ όσους είναι ειδοποιημένοι» λαχαίνει ένα μέρος παρανομίας. Είναι επίσης υποχρεωμένοι να πάρουν πλάγιους δρόμους…
* Η Μαρία Μαγγιώρου είναι Δρ Πολιτικής Κοινωνιολογίας