της Αικατερίνης Τεμπέλη
Το βιβλίο «Μαύρες Ρίζες», κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις «Στοχαστής» και παρουσιάζονται σ’ αυτό δεκαοχτώ Αφροαμερικανοί ποιητές και ποιήτριες του Μεσοπολέμου. Τη μετάφραση και την ανθολόγηση της συγκεκριμένης συλλογής, που αποτελεί ευχάριστη εκδοτική έκπληξη, έκανε ο κοινωνικός ανθρωπολόγος, Νίκος Λάιος.
Το πόσο βαθιά βούτηξε –ή αν θέλετε, έσκαψε– στην ελληνική γλώσσα, για να διαλέξει μία μία τις κατάλληλες λέξεις, ώστε να μεταφράσει αυτά τα ποιήματα, είναι αυτό που αντιλαμβάνεται αμέσως όποιος το διαβάζει. Το μεράκι κι η αφοσίωση του, εύκολα συνάγονται, απ’ το αποτέλεσμα. Και τι κέρδος για ‘μας τις αναγνώστριες και τους αναγνώστες αυτού του βιβλίου, το να θυμόμαστε λέξεις που τείνουν να εκλείψουν, το να ψάχνουμε τη σημασία άλλων…
Πρωτίστως βέβαια κι απείρως σημαντικότερο, είναι το ότι τον δικαιώνει αυτή η στάση του. Ο μόχθος του αποδίδει επειδή, χρησιμοποιώντας μια γλώσσα γήινη, ιδιωματική, μεστή, με μελωδικότητα δε μεταφράζει απλώς, αλλά μας εξοικειώνει έτσι και με το ύφος των εκπροσώπων μιας εποχής που τόσα κοσμοϊστορικά γεγονότα και τόσα κοινωνικά κινήματα την καθόρισαν. Μας κάνει ν’ «ακούμε» τη φωνή τους, γυρίζοντας μας πίσω στο χρόνο και ρίχνοντας μια σημαντικότατη γέφυρα, έτσι, διαλεκτικής θα έλεγα, επικοινωνίας, με το παρόν που βρίθει συγκρούσεων και διλημμάτων.
Στο σημείωμα του μεταφραστή που υπάρχει στην αρχή του βιβλίου, εξηγεί μεταξύ άλλων, με ποιο τρόπο δούλεψε: «κοιτάξαμε να αξιολογήσουμε άντρες και γυναίκες, χωρίς φιλτραρίσματα στη βάση ιδεολογικών ή άλλων πεποιθήσεων. Όπου στάθηκε δυνατό, προτιμήσαμε ποιήματα μικρά σε έκταση, κάνοντας χώρο για περισσότερους ποιητές και ποιήτριες, οπτικές και θέματα.
Περιοριστήκαμε, ακόμα, σε ποιητές και ποιήτριες που βοηθάνε μιαν ιδέα «γενιάς», «φουρνιάς» του Μεσοπολέμου, με κριτήριο την «ποιητική» ηλικία πιο πολύ, παρά τη φυσική…»
Ο Στέλιος Ελληνιάδης, με τη σειρά του, σε μια εξαιρετικά εμπεριστατωμένη εισαγωγή, μας θυμίζει ποιες ήταν οι κοινωνικές αναπαραστάσεις της εποχής για τους μαύρους, πόσες διακρίσεις αντιμετώπιζαν καθημερινά και σε πόσα επίπεδα έπρεπε ν’ αγωνιστούν για να πετύχουν τις όποιες αλλαγές συντελέστηκαν, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι και στις μέρες μας δεν αντιμετωπίζονται συχνότατα ως υποδεέστεροι, ως πολίτες β΄ κατηγορίας (και μόνο τα περιστατικά όπου υφίστανται αλόγιστη αστυνομική βία ν’ ανακαλέσουμε, με πιο πρόσφατη την υπόθεση Τζορτζ Φλόιντ, αρκεί).
Σχετικό επίσης, με την εποχή εκείνη, είναι και το σπουδαίο κείμενο του Γουίλιαμ Έντουαρντ Μπέρχαρν Ντυ Μπουά (που υπήρξε διανοητής, ριζοσπάστης πολιτικός και μαικήνας της μαύρης διανόησης και τέχνης) «Strivings of the Negro People», που αξίζει ν’ αναζητήσετε και να διαβάσετε επικουρικά. Περιέγραφε σ’ αυτό, τι σήμαινε για ‘κείνον να θεωρείται… πρόβλημα εξαιτίας του χρώματος του δέρματός του, ανέλυε τις υπαρκτές προκλήσεις μιας ολόκληρης εποχής (απ’ την οπτική εκείνων που πρωτίστως τις βίωναν) κι αναγνώριζε την υπαρκτή διττότητα του να είναι Αμερικανός Νέγρος (η λέξη δεν είχε τότε τις σημερινές απαξιωτικές συνδηλώσεις, κάτι που εξηγεί κι ο Λάιος με άλλη αφορμή στο βιβλίο).
Πολύ χρήσιμη επομένως –κι όχι απλά λογικά αναμενόμενη–, είναι η επιλογή του κυρίου Ελληνιάδη, ν’ αναλύσει και τη σχέση της τζαζ μουσικής και περισσότερο αυτής των μπλουζ, με την λογοτεχνική παραγωγή (αρκετά άλλωστε απ’ τα ποιήματα της συλλογής, έχουν μελοποιηθεί). Και σ’ αυτές τις λίγες δικές του γραμμές παρακάτω, η ουσία συμπυκνώνεται σ’ ένα συμπέρασμα και μια σχεδόν ρητορική, ερώτηση: «όποιο ήχο που έχει παγκόσμια διάχυση κι αν σηκώσεις στην Αμερική θα βρεις από κάτω μία μαύρη ρίζα. Ή, όπως μας το έθεσε ένα απόγευμα την άνοιξη του 1990, πίνοντας καφέ στο Σύνταγμα, ο μεγάλος σαξοφωνίστας Άρτσι Σεπ, «πώς θα ήταν ο κόσμος αν δεν υπήρχαν οι μαύροι;»
Η λαϊκή, ανεπιτήδευτη ποίηση των μπλουζ με τη λιτότητα των εκφραστικών της μέσων, την υποβλητική επαναληπτικότητα και το σπαρακτικό –συχνά– ρυθμό της, ήταν επόμενο να επηρεάσει τους δημιουργούς του Μεσοπολέμου. Όπως έχει σχολιάσει, μάλιστα, ο Έρικ Τζ. Χομπσμπομ στο βιβλίο του «Η σκηνή της τζαζ» («Εξάντας», 1988): «Η αντίληψη για τη ζωή που εκφράζουν τα μπλουζ είναι ώριμη, ειλικρινής, χωρίς αυταπάτες και υποκρισία και γι’ αυτό η ποίηση τους θυμίζει τόσο συχνά τους στίχους του Μπρεχτ, ο οποίος έχει κι αυτός εμπνευστεί από την αμεσότητα του λαϊκού τραγουδιού…»
Αυτές οι εκλεκτικές συγγένειες, δε μπορούν λοιπόν, θεωρώ, να αποδοθούν στα ελληνικά, με μια γλώσσα ανάρμοστα σύγχρονη. Τα ποιήματα που κουβαλούν μνήμες δουλείας, κάματου, τρόμου, φρίκης, αλλά και φλογερής αντίστασης, ακόμη ακόμη και αισθήματα μεγάλης ψυχικής ανάτασης –πότε με όχημα ντοπιολαλιές του Νότου και πότε με τη μητροπολιτική αργκό–, δε θα μπορούσαν να τύχουν μοντέρνας μετάφρασης και να παρουσιαστούν έτσι, αναπόφευκτα, αποκαθαρμένα κατά κάποιο τρόπο, απ’ το ιστορικό τους παρελθόν και τις ιδεολογικόπολιτικές τους φορτίσεις. Εξάλλου, τα νοήματά τους είναι σημερινά κι αυτό είναι που μετράει περισσότερο. Ψάχνουμε κι εμείς τη θέση μας στον κόσμο, μ’ έναν παρόμοιο τρόπο, με τους δημιουργούς της συλλογής. Μοιραζόμαστε κοινές αγωνίες, διαχειριζόμαστε ποικίλες ματαιώσεις, κρατάμε ψηλά, με καθημερινή προσπάθεια, λάβαρα ελπίδων. Σπουδαία δουλειά έκανε λοιπόν, απ’ αυτή την άποψη, με την ανθολόγηση και τη μετάφρασή του ο Λάιος κι είναι θετικότατο, που κυκλοφορεί ένα τέτοιο βιβλίο στη χώρα μας.
Ξεχωρίζουν πολλά ποιήματα, είν’ η αλήθεια απ’ αυτή τη συλλογή, για διαφορετικούς λόγους το καθένα, όπως το «Φλάμπουρο» της Τζέσση Ρέντμον Φώσετ, τα «Άσπρα πράγματα» της Ανν Σπένσερ, το «Σαν πρέπει να πεθάνουμε» και το «Λυντσάρισμα» του Κλωντ Μακ Κέϋ, το «Πορτραίτο» της Ανίτα Σκοτ Κόλμαν, το «Χαιρετισμός στη σημαία» και η “Εναποθήκευση” της Έστερ Πόπελ Σω, το «Μέρα και Νύχτα» του Λούις Γκράντισον Αλεξάντερ, το «Γεροί άντρες» και το «Ο Γέρο-Λεμ» του Στέρλινγκ Άλλεν Μπράουν, το «Ανάμεσα στον κόσμο και σε μένα» του Ρίτσαρντ Ράϊτ, κ.α.
Ο μεταφραστής της συλλογής, έχει φροντίσει επίσης, ώστε να υπάρχουν τα βιογραφικά όλων των δημιουργών, βαλμένα μάλιστα, πριν απ’ τα ποιήματά τους, κι έχει παραθέσει σημειώσεις με τη μορφή υποσέλιδων παραπομπών όπου χρειάζονταν, ώστε άπαντες να καταλαβαίνουμε τα σημασιολογικά φορτία συγκεκριμένων λέξεων και να μας είναι σαφείς οι μεταφραστικές του επιλογές.
Έτσι, σε δεύτερο επίπεδο, διαπιστώνουμε και το ρόλο που έπαιξαν περιοδικά όπως το «The Crisis» της διαφυλετικής συλλογικότητας NAACP (National Association for the Advancement of Colored People, ιδρυτικό μέλος της οποίας υπήρξε κι ο Ντυ Μπουά), συσπειρώνοντας διανοητές και ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών.
Γενικά, η έκδοση που σχεδίασε ο Λουκάς Αξελός, είναι πολύ προσεγμένη κι επειδή κάποιες λεπτομέρειες έχουν ενδιαφέρον, παρατηρήστε και τα μικρά κοσμήματα στους αριθμούς των σελίδων και κάτω απ’ τα ονόματα των συγγραφέων. Το εξώφυλλο επιμελήθηκε η Χριστίνα Ανδρέου και τις τυπογραφικές διορθώσεις έκανε η Δάφνη Ανδρέου.
Στο βιβλίο παρουσιάζονται κατά σειρά ποιήματα των: Τζόρτζιας Ντάγκλας Τζόνσον, Τζέσσης Ρέντμον Φώσετ, Ανν Σπένσερ, Έφι Λη Νιούσαμ, Κλωντ Μακ Κέϋ, Αννίτας Σκοτ Κόλμαν, Τζην Τούμερ, Έστερ Πόπελ Σω, Λούις Γκράντισον Αλεξάντερ, Στέρλινγκ Άλλεν Μπράουν, Λάνγκστον Χιουζ, Γκουέντολιν Μπεννέτας Μπέννετ, Άρνα Γουέντελ Μπόντομ, Κάουντεη Κάλλεν, Φρανκ Μάρσαλ Ντέηβις, Έλλην Τζόνσον, Ρίτσαρντ Ράϊτ, Μέης Βιρτζίνια Κάουντερυ.
Και αντί επιλόγου, λίγες γραμμές από ένα ακόμη ξεχωριστό και συγκινητικό ποίημα της συλλογής, το «Μαύρα χέρια έχω δει» του Ρίτσαρντ Ράϊτ:
«Είμαι μαύρος κι έχω μαύρα χέρια δει, μιλιούνια και μιλιούνια
από δαύτα,
Από μιλιούνια μάλλινους σωρούς και φανελένιους μικρούλια
μαύρα δάχτυλα έχουν απλώσει ανάστατα και πεινασμένα,
ν’ αρπάξουν τη ζωή…»