Με βάση το τι «έπαιξαν» τα ΜΜΕ η τελευταία παρέμβαση του Κώστα Καραμανλή έβγαλε δύο «ειδήσεις». Η πρώτη ήταν η «ευγενική» άρνηση από μεριάς του των προτάσεων που του γίνονται για τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας, κλείνοντας (πολύ βολικά για την ηγεσία της Ν.Δ.) τα εν λόγω σενάρια. Η δεύτερη ήταν η σαφής απόσταση που κράτησε από την απόφαση του Κ. Μητσοτάκη να διαγράψει τον πρώην πρωθυπουργό και πρώην πρόεδρο της Ν.Δ., Αντ. Σαμαρά, με κριτική μάλιστα συνολικά για την αλαζονική συμπεριφορά των κύκλων του Μαξίμου.
Αυτά ήταν και τα μοναδικά δύο ζητήματα που πρόβαλαν τα ΜΜΕ, αποκρύπτοντας με αυτόν τον τρόπο τις όποιες ουσιαστικές επισημάνσεις του πρώην πρωθυπουργού. Άλλωστε και η γραμμή του Μαξίμου και των κυβερνητικών στελεχών, σε αντίθεση με την περίπτωση Σαμαρά, ήταν «ουδέν σχόλιο». Κάπως έτσι πέρασε στα ψιλά η εφ’ όλης της ύλης αντιπαράθεση του Κ. Καραμανλή σχετικά με τη γεωπολιτική τοποθέτηση της χώρας μας και τους κινδύνους που συνεπάγεται για την εθνική μας ασφάλεια η συνέχιση των αδιέξοδων πολέμων αλλά και η πλήρης απόρριψη της στρατηγικής του ελληνοτουρκικού διαλόγου και της εκπεμπόμενης από την κυβέρνηση αισιοδοξίας για τα «ήρεμα νερά στο Αιγαίο».
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο κ. Καραμανλής διαχωρίζεται από το κυρίαρχο αφήγημα για τις εν εξελίξει πολεμικές αναφλέξεις. Η «ανεπάρκεια» της πολιτικής ηγεσίας της Ευρώπης, η καταστροφική για την ίδια επιλογή συνέχισης και όξυνσης του πολέμου στην Ουκρανία, η αδυναμία των «αλαζονικών ελίτ» –όπως χαρακτηριστικά ανέφερε– να αμβλύνουν τις κοινωνικοπολιτικές αντιθέσεις εντός των ευρωπαϊκών χωρών που αυξάνει τις τάσεις απονομιμοποίησης του ίδιου του δημοκρατικού πολιτεύματος και απειλεί με ρευστοποίηση των κοινωνιών, ο ρόλος κομπάρσου της Ελλάδας και της ελληνικής κυβέρνησης στις γεωπολιτικές εξελίξεις είναι τα κεντρικά σημεία της κριτικής που επανέλαβε ο πρώην πρωθυπουργός.
Εξίσου αιχμηρός ήταν και σε ό,τι αφορά τα ελληνοτουρκικά τονίζοντας μεταξύ άλλων, πως «τα θέματα που εκ του πονηρού και αυθαίρετα επιχειρεί η Τουρκία να βάλει στην ημερησία διάταξη είναι ανυπόστατα. Είτε πρόκειται για εθνική κυριαρχία είτε για κυριαρχικά δικαιώματα στερεά θεμελιωμένα στο Διεθνές Δίκαιο είτε για την αποστρατιωτικοποίηση των νήσων», παίρνοντας αποστάσεις από τις κυβερνητικές αναφορές περί «θαρραλέου διαλόγου».
Η δραστηριότητα των δύο πρώην πρωθυπουργών, παρά τις πιθανές προσωπικές πολιτικές σκοπιμότητες, αναδεικνύει τις σημαντικές αντιθέσεις που φαίνεται να υπάρχουν ακόμη και μέσα στις ελίτ, και σχετίζονται με τον τρόπο που η νυν πολιτική ηγεσία, με τη στήριξη (μέχρι πρότινος καθολική) των οικονομικών συμφερόντων και τις πλάτες της πρεσβείας των ΗΠΑ, αντιμετωπίζει τις μεγάλες προκλήσεις ασφάλειας που αντιμετωπίζει η χώρα μας σε έναν ταραγμένο κόσμο. Το ενδεχόμενο κάποιας σημαντικής εθνικής υποχώρησης ή κάποιου «γεωπολιτικού ατυχήματος» μαζί και η ρευστοποίησης του πολιτικού συστήματος και η απαγκίστρωσή του από τα πραγματικά κοινωνικά προβλήματα, ενεργοποιεί όπως φαίνεται τα αντανακλαστικά επιβίωσης μερίδας του πολιτικού κόσμου, που επιδιώκει να παρέμβει σε όσα σήμερα συμβαίνουν, αλλά (κυρίως αυτό) να παίξει κάποιο ρόλο στην επόμενη μέρα.