Οι γεωπολιτικές αντιθέσεις και η στάση της Ελλάδας. Του Γιάννη Τόλιου.

Το θέμα της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) ήρθε με ένταση στο προσκήνιο, με αφορμή τις έρευνες φυσικού αερίου από την Κύπρο και την επιθετική συμπεριφορά της Τουρκίας, αποκαλύπτοντας ένα ευρύτερο πλέγμα γεωπολιτικών αντιθέσεων που αγγίζει όλες τις χώρες της Μεσογείου. Να σημειώσουμε ότι η έννοια της «Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης», προέκυψε από τη Διάσκεψη του ΟΗΕ για το «Δίκαιο της Θάλασσας» το 1982 (United Nations Convention on the Law of the Sea-UNCLOS III) και την υπογραφή αντίστοιχης Διεθνούς Σύμβασης, με βάση την οποία ένα παράκτιο κράτος έχει δικαίωμα να ορίσει ζώνη οικονομικού ενδιαφέροντος σε εύρος 200 ναυτικών μιλίων από τη βασική ακτογραμμή – είτε αυτή αφορά ηπειρωτικά εδάφη είτε νησιά που συντηρούν από μόνα τους ζωή. Το τελευταίο είναι ιδιαίτερα σημαντικό γιατί δίνει ισχυρά διεθνή νομικά ερείσματα στα δικαιώματα των ελληνικών νησιών. Σε σχέση με την υφαλοκρηπίδα, τα δικαιώματα μιας χώρας υπάρχουν αυτοδικαίως (ipso facto), ενώ στην ΑΟΖ μόνο κατόπιν σχετικής διακήρυξης. Αν μια παράκτια χώρα δεν έχει κηρύξει ΑΟΖ, η εν λόγω περιοχή θεωρείται ανοικτή θάλασσα. Σε περίπτωση που το εύρος της ζώνης των 200 μιλίων επικαλύπτεται από άλλο παράκτιο κράτος, η ΑΟΖ ορίζεται συνήθως με βάση την εθιμική αρχή της «μέσης γραμμής», είτε κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των χωρών, είτε με παραπομπή της διαφοράς σε διεθνές δικαστήριο.

1. Λάθη και αντιφάσεις της εξωτερικής πολιτικής
Η Ελλάδα δεν έχει κηρύξει τη δημιουργία ΑΟΖ, παρ’ ότι έχει το δικαίωμα. Η μη ανακήρυξή της λειτουργεί σε βάρος των κυριαρχικών της δικαιωμάτων διότι υπερκεράζει την υφαλοκρηπίδα και επιλύει (νομικά) όλες τις διαφορές με Τουρκία. Ο σχετικός πίνακας της «εν δυνάμει» ελληνικής ΑΟΖ είναι πολύ αποκαλυπτικός. Τα μόνα βήματα που έκανε είναι προκαταρκτική συμφωνία με Αλβανία (2009), η οποία όμως «κώλυσε» μετά την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της, ενώ βρίσκονται σε εξέλιξη οι διαπραγματεύσεις με Λιβύη και Αίγυπτο.
Η Ελλάδα, δυστυχώς, δεν οριοθέτησε την ΑΟΖ της με την Κύπρο, παρά την πρόσκληση της κυπριακής κυβέρνησης. Ο κυριότερος λόγος των λαθών συνδέεται με τις γενικότερες ανεπάρκειες της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής που μόνιμα διακατέχεται από το πνεύμα υποταγής στον «ευρω-ατλαντισμό».

2. Η επιθετικότητα της Τουρκίας
Η Τουρκία με πρόσχημα ότι δεν έχει υπογράψει τη Διεθνή Σύμβαση, απορρίπτει κάθε ιδέα συμφωνίας ΑΟΖ με την Ελλάδα. Αντίθετα, έχει προχωρήσει σε ρύθμιση της ΑΟΖ με τις χώρες της Μαύρης Θάλασσας (αρχικά με ΕΣΣΔ και αργότερα με Βουλγαρία και Ρουμανία), αποδεχόμενη τη «μέση γραμμή», παρ’ ότι δεν είχε υπογράψει τη Διεθνή Σύμβαση. Αυτή η τακτική της «διπλής γλώσσας» δεν έτυχε αξιοποίησης από τις ελληνικές κυβερνήσεις, ούτε επίσης αξιοποίησε το «ευρωπαϊκό χαρτί» (αναγνώριση Δίκαιου Θάλασσας από Ε.Ε.) και ανακήρυξη της ΑΟΖ ως μέλους της Ε.Ε., με παράλληλη απαίτηση στήριξής της έναντι της Τουρκίας.
Τελευταίο κρούσμα τουρκικής επιθετικότητας είναι η αμφισβήτηση του δικαιώματος υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ στο Καστελόριζο, κατά παράβαση του Διεθνούς Δικαίου (Συμφωνία Λωζάννης και Δίκαιο Θάλασσας), που η Τουρκία συνοδεύει με απειλές θερμού επεισοδίου. Είναι φανερό ότι ο ορισμός της τουρκικής ΑΟΖ με βάση το Διεθνές Δίκαιο, εκτός από ανάσχεση των απαράδεκτων απαιτήσεων της, στερεί την επαφή με την αιγυπτιακή ΑΟΖ, αποδυναμώνοντας πολιτικο-στρατιωτικά τη θέση της απέναντι σε Ελλάδα, Κύπρο, Ισραήλ. Προσπαθεί, μάλιστα, να βάλει «σφήνα» στη ρύθμιση της ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας και μεσογειακών χωρών (Αίγυπτο, Λιβύη, Αλβανία), ώστε να αποτρέψει την Ελλάδα σε απόκτηση διαπραγματευτικού πλεονεκτήματος.
Το θέμα της ΑΟΖ επηρεάζει, άμεσα, τις ελληνοτουρκικές συνομιλίες που δυστυχώς καταγράφουν συνεχή υποχώρηση της Ελλάδας. Θυμίζουμε ότι στο πρακτικό της Βιέννης μεταξύ Καραμανλή-Ντεμιρέλ το 1977 (μετά την κρίση του «Χόρα»), πάγωσαν οι έρευνες και η εκμετάλλευση πετρελαίων πέραν των 6 μιλίων. Με τη Συμφωνία του Νταβός μεταξύ Παπανδρέου-Οζάλ το 1988 (μετά την κρίση του «Σισκμίκ»), υπήρξε δέσμευση για έρευνες κοιτασμάτων μόνο στην αιγιαλίτιδα ζώνη. Με τη Συμφωνία της Μαδρίτης μεταξύ Σημίτη-Ντεμιρέλ το 1997 (μετά την κρίση των Ιμίων), η Ελλάδα αναγνώρισε την ύπαρξη «ζωτικών συμφερόντων» στη γείτονα, ενώ στη Σύνοδο Κορυφής του Ελσίνκι (1999), που συζητήθηκε η προενταξιακή διαδικασία της Τουρκίας, η Ελλάδα αποδέχτηκε ύπαρξη «συνοριακών διαφορών» για διευθέτηση!
Οι συζητήσεις στο πλαίσιο του «Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας-Τουρκίας», για διευθέτηση των διμερών ζητημάτων (ανακοινωθέν συνάντησης Παπανδρέου-Ερντογάν 15/5/10) δημιουργεί μεγάλα ερωτηματικά. Υπάρχουν διάχυτες ανησυχίες για απαράδεκτες παρασκηνιακές υποχωρήσεις, προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος «συνδιαχείρισης» και «συνεκμετάλλευσης» του Αιγαίου υπό την αιγίδα των πολυεθνικών, κυρίως αμερικανικών. Επίσης, εκτός από την αμφισβήτηση της κυπριακής ΑΟΖ, η Άγκυρα αμφισβητεί ανοικτά την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ του Καστελόριζου, στις οποίες η Ελλάδα απαντά πολύ «χαλαρά», δείχνοντας σαν να έχει σχεδόν αποδεχτεί, τουλάχιστον de facto, την εγκατάλειψη κυριαρχικών της δικαιωμάτων.

3. Ανταγωνισμοί Τουρκίας-Ισραήλ
Νέα διάσταση στο ζήτημα της ΑΟΖ έδωσε η συμφωνία Ελλάδας-Ισραήλ με την επίσκεψη του Μπ. Νετανιάχου στην Αθήνα (2010), εγκαινιάζοντας με τον Γ. Παπανδρέου τη «στρατηγική συμμαχία» στο πλαίσιο της αμερικανικής επιδίωξης μακροπρόθεσμης στρατηγικής συνεργασίας (πολιτικής, οικονομικής, στρατιωτικής). Αυτή η κίνηση, μοιραία, επιδεινώνει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και δίνει νέα διάσταση στο διάλογο για την υφαλοκρηπίδα.
Από την άλλη, η στενή συνεργασία με το Ισραήλ επηρεάζει αρνητικά τις σχέσεις με τις αραβικές χώρες, τις οποίες προσεγγίζει ευκολότερα η Τουρκία, ενώ δίνει ηθική κάλυψη στον επεκτατισμό του Ισραήλ και στην καταπίεση των Παλαιστινίων, αποκόβοντας την Ελλάδα από τον αραβικό κόσμο. Παρ’ ότι η Ελλάδα με την πολιτικο-στρατιωτική προσέγγιση εξασφαλίζει κάποια ανάσχεση της πίεσης από την Τουρκία (το Ισραήλ έχει αναγνωρίσει την ΑΟΖ του Καστελόριζου παρά την ατολμία της κυβέρνησης), σε περίπτωση επαναπροσέγγισης Τουρκίας-Ισραήλ τα αποτελέσματα ίσως είναι σε βάρος της Ελλάδας. Το Ισραήλ, από την πλευρά του, χρησιμοποιεί την Ελλάδα και την Κύπρο ως «στρατηγικό βάθος» και ως γέφυρα σύνδεσης με την Ευρώπη.
Η Ελλάδα θα διέπραττε λάθος να στηρίξει την ενεργειακή της πολιτική στην Ανατολική Μεσόγειο στη πολιτικό-στρατιωτική παρουσία του Ισραήλ, να υποβαθμίσει τις διαπραγματεύσεις με την Άγκυρα ή να πάρει άμεσα ή έμμεσα το μέρος του Ισραήλ στη μεταξύ τους ρήξη.
Η κυβέρνηση πρέπει να φέρει στη Βουλή τις στρατιωτικές συμφωνίες με το Ισραήλ και να κάνει ουσιαστική ενημέρωση για την πορεία των ελληνοτουρκικών συνομιλιών.

4. Στροφή στην εξωτερική πολιτική
Η Ελλάδα χρειάζεται ανεξάρτητη και πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική. Ο περιορισμός των διαφορών με την Τουρκία στη νομική αποσαφήνιση της υφαλοκρηπίδας, υποβαθμίζει τη σημασία της ΑΟΖ. Η Ελλάδα πρέπει να ανακηρύξει μονομερώς την ΑΟΖ και να καταθέσει στον ΟΗΕ τα όριά της με βάση το εθιμικό δίκαιο της θάλασσας, δηλαδή με βάση τον κανόνα της «μέσης γραμμής», βάζοντας τέλος στις τουρκικές αμφισβητήσεις. Σε συνέχεια, να ανακοινώσει ότι θα διεξαγάγει συνομιλίες με όσα κράτη έχουν σύνορα με την ΑΟΖ για ρύθμιση των διαφορών εντός λογικού διαστήματος και σε περίπτωση αδιεξόδου ρύθμιση με προσφυγή στη διεθνή διαιτησία.
Η αναγνώριση από την Ε.Ε. της ΑΟΖ Κύπρου διευκολύνει την Ελλάδα, διότι δημιουργεί νέα «θεσμικά» δεδομένα στις διαπραγματεύσεις με την Τουρκία. Η Ελλάδα ως μέλος της Ε.Ε. πρέπει να απαιτήσει στήριξη των δικαιωμάτων της, αξιοποιώντας και τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Τουρκίας.
Τέλος, χρειάζεται να ακολουθήσει μια ενεργητική, ανεξάρτητη και πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, με σχεδιασμό και αποτελεσματικότητα και υπεράσπιση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων.

* Ο Γιάννης Τόλιος
είναι διδάκτωρ Οικονομικών Επιστημών.
Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!