Του Δημήτρη Μπελαντή
Η υπόθεση της μεταγωγής του Δημήτρη Κουφοντίνα στη φυλακή του Δομοκού και η απεργία πείνας που ασκεί αυτός ως μέσο πάλης κατά της μεταγωγής εδώ και 55 μέρες περίπου έχουν καταστεί λόγω της αδιάλλακτης πολιτικής στάσης της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας ένα κεντρικό πολιτικό ζήτημα. Παρά το γεγονός ότι πιθανόν για ένα πολύ μεγάλο τμήμα της κοινωνίας, σε συνθήκες μακράς διάρκειας εγκλεισμού λόγω του Covid 19, αλλά και οικονομικής κατάρρευσης και διολίσθησης στην απόλυτη φτώχεια, το θέμα αυτό φαίνεται να είναι «πολυτελές», στην πραγματικότητα δεν είναι καθόλου. Θέτει ένα γενικότερο ζήτημα παραβίασης των ατομικών δικαιωμάτων των κρατουμένων καταδίκων, ή μάλλον συμβολικά ορισμένων κρατουμένων καταδίκων, γύρω από το οποίο η κυβέρνηση ακολουθεί μια αυταρχική πολιτική πυγμής και ισχυρά δεξιού πολιτικού ρεβανσισμού. Σε κάποιον βαθμό μάλιστα, η αδιαλλαξία αυτή συνδέεται με την προκλητική καλλιέργεια της αίσθησης ότι η κυβέρνηση μπορεί να διαχειρισθεί κατασταλτικά διαμαρτυρίες που θα μπορούσαν να προκύψουν από τυχόν ενδεχόμενο θάνατο του κρατουμένου, μια λογική που σαφώς εντάσσεται σε μια ιδιόμορφη «στρατηγική της έντασης».
ΕΔΩ και αρκετό καιρό, η κυβέρνηση θα έπρεπε να έχει δεχθεί το δίκαιο αίτημα του κρατουμένου για τη μεταφορά του στη φυλακή Κορυδαλλού και να το έχει υλοποιήσει. Η αναφορά της κυβέρνησης και της γ.γ. Αντεγκληματικής Πολιτικής κ. Νικολάου στη θεμελίωση της μεταγωγής του Κουφοντίνα εξ αρχής έπασχε νομικά. Έπασχε, πρώτα απ’ όλα στο ίδιο το ζήτημα συνδρομής ή μη των νομικών προϋποθέσεων: ο ν. 4760/2020, που εισήχθη και ψηφίσθηκε από την κυβερνητική πλειοψηφία, αναφέρει στο άρθρο 3 αυτού (αντικατάσταση του άρθρου 41 παρ. 1 του ν. 4356/2015) ότι δεν μπορεί να κρατείται σε αγροτική φυλακή κάποιος που έχει καταδικασθεί για «εγκλήματα τρομοκρατίας» ή δεν δικαιούται χορήγησης αδείας ή εκκρεμεί σε βάρος του δίωξη για αδίκημα που ενέχει βία ή απειλή βίας κ.λπ. Στην περίπτωση του Κουφοντίνα, θεωρείται ότι εμπίπτει στην κατηγορία της «τέλεσης εγκλημάτων τρομοκρατίας». Όμως, η έννοια «εγκλήματα τρομοκρατίας» στο Ποινικό Δίκαιο δεν είναι πολιτικοθεωρητικού, κοινωνιολογικού ή φιλοσοφικού χαρακτήρα, αλλά αυστηρά νομική. Ο Κουφοντίνας διώχθηκε και καταδικάστηκε για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση (187 ΠΚ) και για πράξεις ανθρωποκτονίας, ληστείας κ.λπ. Όμως, όλα αυτά βάσει των διατάξεων του ν. 2928/2001 που δεν περιείχε πουθενά την έννοια «τρομοκρατικό έγκλημα» ή «τρομοκρατική οργάνωση», αλλά θεωρούσε την πολιτική τρομοκρατική οργάνωση και την οργάνωση τύπου Μαφίας ένα πράγμα και το αυτό, «εγκληματική οργάνωση» (γεγονός για το οποίο το 2001 έγκριτοι νομικοί και καθηγητές της Νομικής, όπως οι Γιώργος Κασιμάτης, Ιωάννης Μανωλεδάκης κ.ά. είχαν αποχωρήσει από τη Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή του τότε υπουργού Δικαιοσύνης κ. Μ. Σταθόπουλου). Η έννοια «τρομοκρατικό έγκλημα» και «τρομοκρατική οργάνωση» εισήχθη με τον μεταγενέστερο ν. 3251/2004 (άρθρο 187Α ΠΚ), που δεν εφαρμόσθηκε ως μεταγενέστερος δυσμενέστερος ποτέ στην υπόθεση της οργάνωσης «17 Νοέμβρη». Και βέβαια δεν μπορεί κάποιος να αντιμετωπισθεί αναδρομικά επί το δυσμενέστερον με διάταξη που δεν ίσχυε όταν διώχθηκε και που δεν εφαρμόσθηκε ποτέ στην υπόθεσή του βάσει του άρθρου 7 παρ. 1 Σ (αρχή νομιμότητας των ποινών, αρχή απαγόρευσης της χρήσης δυσμενέστερου νόμου, προγενέστερου ή μεταγενέστερου, κατά τη διάρκεια δίωξης της πράξης και ως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης ). Αυτό το ζήτημα έχει ήδη τεθεί από δικηγόρους και νομικούς ως πρόβλημα στη συγκεκριμένη εφαρμογή του νόμου.
Ανεξαρτήτως , όμως, αυτού, και αν θεωρηθεί ότι ορθά εφαρμόζεται η διάταξη του ν. 4760/2020, αφού κατά την «κοινή πείρα» ο Κουφοντίνας καταδικάσθηκε για «εγκλήματα τρομοκρατίας» και ότι ο παραπάνω συλλογισμός συνιστά υπερβάλλοντα «νομικισμό», η διάταξη αυτή προβλέπει ότι αυτός που κρατείται στην αγροτική φυλακή κατά παράβαση των διατάξεων του νόμου μετάγεται στο κατάστημα από το οποίο μετήχθη για να πάει στην αγροτική φυλακή, στην περίπτωση του Κουφοντίνα από την αγροτική φυλακή Βόλου πίσω στη φυλακή Κορυδαλλού. Όμως, στην πράξη, ο Κουφοντίνας μετήχθη από την αγροτική φυλακή Βόλου στη φυλακή «υψηλής ασφαλείας» του Δομοκού χωρίς να περάσει καν από τον Κορυδαλλό. Αυτό ήταν ευθέως παράνομο από την πλευρά του Υπουργείου Δικαιοσύνης και της Επιτροπής Μεταγωγών. Το αν ο Κουφοντίνας παλιότερα είχε διαφωνήσει με την κράτησή του στη φυλακή Κορυδαλλού, που έχει τονισθεί προσχηματικά από την κυβερνητική πλευρά, καμία επιρροή δεν ασκεί νομικά. Επίσης, η θέση της κυβέρνησης ότι ο Κορυδαλλός πια είναι φυλακή υποδίκων (δηλαδή κατηγορουμένων που δεν έχουν ακόμη κριθεί δικαστικά) και όχι καταδίκων, αντιφάσκει στο γεγονός ότι πάνω από τους μισούς κρατούμενους στον Κορυδαλλό σήμερα είναι κατάδικοι, και, επιπλέον, μάλλον στερείται νομικού ερείσματος.
ΕΠΙΣΗΣ, όπως ισχυρίζεται η νομική υπεράσπιση του Κουφοντίνα, προκύπτει ένα μεγάλο ζήτημα αν όντως οι αιτήσεις του Κουφοντίνα κατά της μεταγωγής του δεν απαντήθηκαν αμέσως από τη διεύθυνση της φυλακής Δομοκού και δεν του κοινοποιήθηκαν τα έγγραφα της μεταγωγής ώστε να μπορεί να προσφύγει κατά της απόφασης της Κεντρικής Επιτροπής Μεταγωγών στο αρμόδιο δικαστήριο εκτέλεσης ποινών, δηλαδή στο Πλημμελειοδικείο της Λαμίας, κατά το άρθρο 9 παρ. 4 του Σωφρονιστικού Κώδικα (ν. 2776/1999, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει). Ζητήματα που δείχνουν προς την πλευρά μιας δυσμενούς μεταχείρισης του κρατουμένου. Και μάλιστα ανεξάρτητα από την τακτική που επιλέγει η νομική υπεράσπιση του κρατουμένου, καθώς σημασία έχει κυρίως αν χορηγήθηκαν από την πολιτεία τα μέσα και οι όροι για την άσκηση δικαιωμάτων που προβλέπει ο νόμος.
Γιατί, όμως, η κυβέρνηση επιλέγει να ανοίξει ένα τόσο ισχυρό μέτωπο γύρω από τον Κουφοντίνα και απαντά επανειλημμένα ότι «δεν θα ενδώσει στον εκβιασμό του απεργού πείνας»; Γιατί επιλέγει να πολιτικοποιήσει αυτό το ζήτημα στον ύψιστο βαθμό, διακυβεύοντας άνευ λόγου και αιτίας την ζωή ενός κρατουμένου;
- Κατά πρώτον, η τακτική αυτή συνιστά μια συνέχεια από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας στο ζήτημα της μεταχείρισης του Κουφοντίνα και της πρώην οργάνωσης «17 Νοέμβρη». Ήδη, επί ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα αυτό είχε διεξαγάγει μια ισχυρή επίθεση στην τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ για τη χορήγηση αδειών στον Κουφοντίνα, αν και τις δικαιούνταν κατά τον νόμο. Αυτό μπορεί να σχετίζεται και με την ειδική στάση της οικογένειας Μητσοτάκη λόγω της υπόθεσης Μπακογιάννη, αλλά επίσης, μπορεί να σχετίζεται και με τον αμερικανικό παράγοντα, που φαίνεται να παρακολουθεί διαχρονικά στενά αυτό το ζήτημα.
- Κατά δεύτερον, το ζήτημα Κουφοντίνα εντάσσεται σε μια γενικότερη πολιτική «νόμου και τάξης» («law and order») από την πλευρά της Δεξιάς, όπου οι πασιφανείς αποτυχίες της στο θέμα της διαχείρισης της πανδημίας, οι συστημικές αναδιαρθρώσεις που εισάγονται ερήμην της κοινωνίας από το μεγάλο κεφάλαιο (great reset), η εικόνα απίσχνασης του κοινωνικού κράτους και του ΕΣΥ, καθώς και η καθολική πτωχοποίηση της κοινωνίας και πιθανή ολική κατάρρευση της εθνικής οικονομίας, οι περιπέτειες στα εθνικά θέματα κ.λπ. τείνουν να αντισταθμισθούν με μια ρητορική του τύπου «είμαστε αδιάλλακτα κατά της ανομίας», με την εισαγωγή σοβαρότατων περιορισμών στο δικαίωμα του συνέρχεσθαι και στα συλλογικά δικαιώματα γενικότερα, με τη γενικευμένη αστυνομοκρατία και τις αυθαίρετες βιαιοπραγίες κατά πολιτών, με την εισαγωγή της περίφημης αστυνόμευσης των ΑΕΙ από την ΕΛΑΣ κ.ά. Δηλαδή η άνοδος μιας κατασταλτικής ρητορικής εμφανίζεται ως χρήσιμη νεοσυντηρητική λύση και για να καλύψει τις αποτυχίες της κυβέρνησης και τη σκληρή νεοφιλελεύθερη πολιτική της, και για να αλλάξει την πολιτική ατζέντα, καθώς και για να μεταθέσει «αλλού» την οργή και απελπισία των υποτελών και των μεσαίων τάξεων και κοινωνικών ομάδων. «Αλλού»: στους τρομοκράτες, τους ταραχοποιούς, τους συνηγόρους και απολογητές των δολοφόνων, τους φοιτητές που παρανομούν κ.λπ. Αυτό είναι, επίσης, μια έξυπνη στρατηγική για να βάλει στη γωνία τον ΣΥΡΙΖΑ, που ταλαντεύεται στα πάντα χωρίς εστίαση και σε τίποτε δεν ασκεί μια κάποια αντιπολίτευση θεμελιωμένη προγραμματικά.
- Όμως, όλα έχουν ένα όριο. Η λογική που προετοιμάζει την κοινωνία για μια σχεδόν εμφυλιοπολεμική σύγκρουση του κράτους με τους «βίαιους» ή τους «απολογητές των τρομοκρατών», εννοώντας ακόμη και πολίτες ή συλλογικότητες που μαζικά διαδήλωσαν για την ισχύ και τήρηση των δικαιωμάτων του Κουφοντίνα ως κρατουμένου, χωρίς αυτό να συνεπάγεται αναγκαστικά μια στάση θετική απέναντι στη δράση της «17 Νοέμβρη» πριν από 20 χρόνια, είναι μια πολύ επικίνδυνη λογική. Κυρίως γιατί συγκλίνει ή και επιτείνει μια εικόνα συστολής ή και μερικής αναστολής των πολιτικών και ατομικών ελευθεριών, που ούτως ή άλλως προχωρά λόγω της διαχείρισης της πανδημίας .Και ακόμη παραπάνω γιατί φαίνεται να καλλιεργεί μιθριδατικά το δηλητήριο μιας «ελεγχόμενης» (;) εκτροπής. Σε μια συγκυρία: πτωχοποίησης και διάλυσης της οικονομίας, απαγόρευσης κυκλοφορίας και αναστολής όλων των συλλογικών δικαιωμάτων, ανοίγματος ενός περίεργου διαλόγου με τον τουρκικό επεκτατισμό για το Αιγαίο και την Κύπρο, διαμόρφωσης ευρύτερων γεωπολιτικών και στρατιωτικών ανακατατάξεων στην περιοχή.
ΣΕ ΟΛΑ αυτά προστίθεται μια εικόνα υπό εξέλιξη «ελεγχόμενης εκτροπής» γύρω από το ζήτημα της μεταχείρισης του κατάδικου Δημήτρη Κουφοντίνα εκ μέρους της κυβέρνησης. Τυχαίο; Δεν νομίζουμε καθόλου.