Εκδόσεις Επίκεντρο, 2010, σ. 592
«Εγώ είμαι…». Σε αυτήν την απελπισμένη κραυγή, που ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, στην ταινία του Ταξίδι στα Κύθηρα, βάζει στο στόμα του Μάνου Κατράκη, του πολιτικού πρόσφυγα που επιστρέφει, συνοψίζεται δραματικά το πρόβλημα ταυτότητας που αντιμετώπισαν τόσο στην «προσωρινή» τους υπερορία όσο και στην επάνοδό τους στην Ελλάδα οι ηττημένοι μαχητές του ΔΣΕ και οι οικογένειές τους που κατέφυγαν στις ανατολικές χώρες. Γιατί, «πάντα, όπου κι αν πάμε, ξένοι θα είμαστε. Στη Βουλγαρία είμαστε οι Έλληνες και στην Ελλάδα είμαστε οι Βούλγαροι», εξομολογείται ένας πρόσφυγας στην ιστορικό Κατερίνα Τσέκου…
Σε περίπου 60.000 ανερχόταν το 1950 ο συνολικός αριθμός όσων κατέφυγαν στις ανατολικές χώρες (πλην Γιουγκοσλαβίας). Από αυτούς, οι 17.259 ήταν παιδιά, ενώ οι Σλαβομακεδόνες ήσαν 19.912, το ένα τρίτο, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΚΚΕ. Ο μεγαλύτερος αριθμός των προσφύγων κατέληξε, έπειτα από ένα περιπετειώδες ταξίδι διά θαλάσσης, στην ΕΣΣΔ (15.000) και κυρίως στην Τασκένδη. Εξίσου μεγάλο αριθμό υποδέχθηκε η Τσεχοσλοβακία (13.000), ενώ οι λοιπές χώρες δέχθηκαν αριθμούς που κυμαίνονται από 9.000-6.000, εκτός της Ανατολικής Γερμανίας, στην οποία κατέληξαν 1.500 άνθρωποι, κυρίως παιδιά. Βέβαια, η κατανομή των προσφύγων κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 θα διαφοροποιηθεί, καθώς σιγά-σιγά το κόμμα επιτρέπει την επανένωση των οικογενειών («Θα γίνει σ’ όλες τις Λ.Δ. κατ’ άτομο καταγραφή για ποιοι και πού έχουν παιδιά, κατά κανόνα όταν τα παιδιά πάνε σχολείο και σπουδάζουν θα γίνεται μόνο μετακίνηση γονιών προς αυτά… Αν τα παιδιά είναι μεγάλα, εργάτες ή ανάπηροι θα μπορούν αυτά να παν στους γονείς», διαβάζουμε σε έγγραφο του ΚΚΕ προς την Κ.Ο. Βουλγαρίας).
Την «προσωρινή», όπως αρχικά τη θεωρούσαν, διαμονή των 7.000 περίπου προσφύγων στη Βουλγαρία, που αποδείχθηκε εντέλει εξαιρετικά μακρόχρονη, εξετάζει με εξαντλητικό τρόπο σε μελέτη που κυκλοφόρησε πρόσφατα η ιστορικός Κατερίνα Τσέκου, προϊόν συστηματικής μελέτης των βουλγαρικών αρχείων (κρατικών, Ερυθρού Σταυρού κ.λπ.), αλλά και συνεντεύξεων με πρώην πολιτικούς πρόσφυγες.
Οι πρόσφυγες που κατέφυγαν στη Λ.Δ. Βουλγαρίας, ήδη από το 1947, καθώς εκεί εύρισκαν νοσοκομειακή περίθαλψη οι τραυματίες, ενώ και το στρατόπεδο της Μπερκόβιτσα έπαιζε ρόλο αντίστοιχο με αυτόν του Μπούλκες στη Γιουγκοσλαβία, στη συντριπτική τους πλειονότητα ήταν αγρότες, καταγόμενοι κυρίως από τη Θράκη και ειδικότερα το Νομό Έβρου (αλλά και από τις περιοχές Καστοριάς και Φλώρινας). Ήδη από την πρώτη στιγμή της άφιξής τους βρέθηκαν αντιμέτωποι με αδιάκοπους μετασχηματισμούς της ταυτότητάς τους. Από τον προνεωτερικό κόσμο της αγροτικής κοινότητας έπρεπε με ταχύτητα να προσαρμοστούν στις ανάγκες και τις επιταγές μιας κοινωνίας που προσανατολιζόταν στη ραγδαία εκβιομηχάνιση, να μπουν στην «παραγωγή» και να προσαρμοστούν στον κόσμο εκείνο που ισχυριζόταν ότι υλοποιούσε τα ιδανικά για τα οποία είχαν αγωνιστεί. «Εμβρυουλκός» αυτού του βίαιου εκσυγχρονισμού, αλλά και σταθερό πλαίσιο αναφοράς τους, έως το τέλος, υπήρξε η «Οργάνωση», δηλαδή το ΚΚΕ, που στην Βουλγαρία έφερε το όνομα Δημοκρατική Οργάνωση Μόρφωσης και Εκπολιτισμού (ΔΟΜΕ).
Παρά τους κλυδωνισμούς που υπέστη η προσφυγική κοινότητα, τόσο από την για πολύ καιρό ανοιχτή πληγή των γεγονότων της 7ης Μεραρχίας ή την «ανακαταγραφή», όσο και από τη διάσπαση του 1956 και τις διώξεις των «ζαχαριαδικών», η ΔΟΜΕ παρέμενε το απαράκαμπτο σημείο αναφοράς της συλλογικής τους ταυτότητας. Μέσα από τις δραστηριότητες της οργάνωσης, μορφωτικές και πολιτιστικές, ο έντονα πατριωτικός λόγος του ΚΚΕ συγκροτούσε την ταυτότητα των προσφύγων με τρόπο τέτοιο που, παρά (και παράλληλα με) τις αξιώσεις της διεθνιστικής ρητορικής, να παραμένουν προσανατολισμένοι προς μια Ελλάδα που τους ήταν, στην πραγματικότητα, εντελώς άγνωστη.
Η μελέτη της Κατερίνας Τσέκου Προσωρινώς διαμένοντες… αποτελεί μία εξαιρετική συμβολή στην έρευνα ενός ζητήματος που παρέμενε για μεγάλο χρονικό διάστημα στη σιωπή. Μόλις το 2003, μετά τη διεξαγωγή του συνεδρίου για τους πολιτικούς πρόσφυγες από το Δίκτυο για τη Μελέτη των Εμφυλίων Πολέμων και την κυκλοφορία του τόμου Το όπλο παρά πόδα, το θέμα αρχίζει να εξετάζεται από επιστημονική σκοπιά (καρπός αυτής της τάσης υπήρξε και η μελέτη της Βενετίας Αποστολίδου για τη λογοτεχνία των πολιτικών προσφύγων Τραύμα και μνήμη, που κυκλοφόρησε επίσης φέτος από τις εκδόσεις Πόλις). Ίσως γιατί, παρά τα δοξαστικά για την Aντίσταση και τον Εμφύλιο που κληροδότησε στο δημόσιο λόγο η μεταπολίτευση, οι πρόσφυγες, μάρτυρες όσων συνέβαιναν εκεί, συνέχισαν να παραμένουν για όλους ριζικά ξένοι…