του Νίκου Σταθόπουλου*
«Καθώς βραδιάζει κι αργοσβούν τα σχήματα των βράχων / σκέφτομαι στο Ντεκαμερέ τι θα μας είχε μείνει/ αν δεν ετάραζε συχνά τη βραδινή γαλήνη, / μια θρηνωδία τριζονιών, μια συμφωνία βατράχων»
Φώτης Αγγουλές
Διασχίζουμε δύσκολους και δύσβατους καιρούς. Πορευόμαστε ασθμαίνοντας μέσα από αλλαγές σε όσα γνωρίζαμε, που ελάχιστα κατανοούμε. «Κοκκαλωμένοι» στα ασφαλή στερεότυπα μιλάμε για «κρίση» (με την κλασική μαρξιστική οπτική ), ενώ το σύστημα αναθεωρεί τον πολιτισμό μεταλλάσσοντας την ανθρώπινη φύση! Η ουσία, πλέον, αφορά στη βαθύτερη σύσταση του συστήματος, στους πυρήνες του, στην «παραγωγική» του σχέση με τον ‘Ανθρωπο, κι αυτό δεν είναι κάτι «καινοφανές», απλά ποτέ δεν μελετήσαμε σωστά…ένα από τα λάθη μας είναι ότι μιλάμε για την κοινωνική μας εμπειρία χωρίς φιλοσοφικά υπόβαθρα και αναγωγές.
Καιρός να στραφούμε στην έννοια «Διανθρωπισμός», επινοημένη από τον Τζούλιαν Χάξλευ: Μια φιλοσοφία εστιασμένη στην εν όλω τεχνολογική «αναδόμηση» του ανθρώπου με «πεπρωμένο» τον Μετάνθρωπο. Αυτό που επιβάλλεται απόλυτα , έτσι, είναι η «τεχνική διάσταση» και, άρα, η υπολογιστική εγκεφαλικότητα :το «Σκέπτομαι άρα υπάρχω» και το «Η γνώση είναι δύναμη» μοιραία καταλήγουν στην «αναδόμηση» της ανθρώπινης κατάστασης.
Αυτό που εκλείπει είναι η συναισθηματική διάσταση, το ονειρικό κομμάτι: Ήδη συμβαίνει, με δεδομένη την κυριαρχία της «καθαρής διασκεπτικότητας» σε έναν Μετανεωτερικό Καπιταλισμό όπου ο άνθρωπος γίνεται «πράγμα» που ζει μέσω πραγμάτων και έτσι στερείται ψυχής και ονειρικού βάθους. Ο αδελφός του Τζούλιαν, ο Άλντους Χάξλευ, στον «Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο» του είχε εικονογραφήσει την αποσυναισθηματικοποιημένη κοινωνία του ολοκληρωτικού προγραμματισμού με βάση την εφαρμοσμένη επιστήμη. Στη «γραμμή» του εξελίσσεται ένα επίσημο «πρόγραμμα αναδόμησης» που εξειδικεύεται σε επιμέρους «προοδευτικές μεταρρυθμίσεις» με άξονα την «ορθολογική επαναδιευθέτηση των ανθρώπινων σχέσεων»: π.χ., καταργούνται τα φύλα και «τεχνητοποιείται» μια πανσπερμία επιστημονικά και νομικά διαμεσολαβημένων «επιλογών».
Προς αυτά τα τρομερά Έσχατα τείνει η ανθρωπότητα, και εντός αυτής της τάσης καλούμαστε να σκεφτούμε τα δέοντα ως προς την δική μας επέμβαση στον κόσμο. Με άλλα λόγια, τι πρέπει να κομίσουμε στο αληθινό βίωμα ώστε και η συλλογική βούληση αλλαγής να πυροδοτηθεί αλλά και η δική μας συνείδηση να κατακτήσει ποιότητες ανατροπής μακράν των υποβολών που οργανώνει το (κρατικοποιημένο) Θέαμα;
Έρχεται σαν αποκηρυγμένος απόηχος μιας λησμονημένης αρχαίας Γενέσεως η ποίηση του Τάσου Λιβαδίτη, «Τελικά τους έκλεισα την πόρτα ΅τι να την κάνω την πραγματικότητα, τους λέω-εγώ έχω τ’ όνειρο». Δεν γκρεμίζουν οι αναλύσεις της λογικής τη Βαστίλη αλλά το πάθος της ποιητικής παραφοράς που κάνει την καρδιά «εργοστάσιο ονείρων»: μόνο αν έχεις οραματιστεί ολοζώντανα τον καλύτερο κόσμο, μόνο τότε έχεις πειστεί και είσαι αποφασισμένος, εντελώς ανορθολογικά και παράδοξα, ήγουν ποιητικά και συναισθηματικά, να συγκρουστείς και να πεθάνεις, δηλαδή στο θάνατο της παρούσας ταξικής φρίκης να αντιτάξεις τον θάνατο σαν ανανέωση της προδομένης οντολογίας προς μια «αιώνια μέλλουσα ζωή»!
Η «επιστροφή στο συναίσθημα» μεταφράζεται στην επίκληση της αναγκαιότητας να επενδυθεί το σκέπτεσθαι με την ηθική, την αγάπη και τη φαντασία, αλλιώς η πολιτική θα βυθίζεται όλο και περισσότερο στην ανυποληψία των ταχυδακτυλουργιών των «μάγων της Αγοράς» και θα επικυριαρχείται συντριπτικά από τον ναρκισσισμό της μικροϊδιοκτητικής μιζέριας αντί για το απελευθερωτικό πνεύμα της «κοινοτικής αρχής»
ΑΠΟΡΟΥΜΕ για την «απουσία του λαού από το δρόμο», δίνοντας πρόχειρες ετοιματζίδικες άσφαιρες «διεξόδους» που ουσιαστικά προσαρμόζονται στη συστημική «τάξη και ευπρέπεια». Η ανταπόκρισή μας στην οργανική πεζότητα του συστήματος (έντεχνα «λυρικοποιημένη» με σχήματα Μαζικής Κουλτούρας), η πρεμούρα μας να μην υστερήσουμε σε «ρεαλισμό», εκτρέφει τον μαζικό κομφορμισμό και καταδικάζει την απωθημένη απελπισία σε αντεπαναστατική αφάνεια!
Ό, τι αποκαλούμε «δομές» είναι συστήματα διαχείρισης της εσωτερικής διάθεσης και της επιθυμίας. Εκφράζουν έναν ταξικό συσχετισμό, ένα επίπεδο ανάπτυξης μιας «οικονομικής πλατφόρμας», μια θεσμοποιημένη πολιτική αντίληψη, και όλα τα σχετικά, μα είναι εκφράσεις της ανθρώπινης ενέργειας. Αλλιώς, αν όλα αυτά τα θεσμικά μορφώματα αποτελούσαν τυπικές μορφές οργανωτικών θεωριών και βρίσκονταν σε συνάρτηση με τη λογική ανάλυση της αναγκαιότητας και του συμφέροντος, τότε θα «ξηλώνονταν» εύκολα και γρήγορα. Αλλά αυτό που κάθε φορά διατηρεί τη ζωντάνια τους είναι η συναισθηματική σχέση, ο προσωπικός δεσμός με τη εντελέχειά τους ακόμα κι αν υπάρχει μια διάσταση σκέψης.
Ο σύγχρονος καπιταλισμός αποσυναισθηματικοποιεί τη ζωή, την εκφυλίζει σε «προγράμματα συναλλαγής περιορισμένου χρόνου», σε «καριέρα» και «πλάνο». Όλα γίνονται εξισώσεις, 1+1=2, «αλγοριθμοποιούνται», «αποερωτικοποιούνται» θα έλεγε ο Μοσκώφ, και έτσι αφυδατωμένα και επιφανειοποιημένα απλώς υπάγονται σε υπολογιστικά σχήματα. Η επαναστατική σκέψη του παρόντος πρέπει να επανεισάγει τη συναισθηματική ένταση, να αρνηθεί την μαθηματική υπολογιστικότητα της επιστημονικοποιημένης εξουσίας, να «παλιννοστήσει» την ποίηση και τη φαντασία.
Αυτά δε σημαίνουν απόρριψη του θεωρητικού συλλογισμού και της έρευνας-ανάλυσης, αλλά (σημαίνουν) την κατανόηση του ανθρώπινου με όρους βάθους, δηλαδή, εκτός από ταξικοκοινωνικά και ιστορικά, και ψυχολογικά, και ηθικά, και οντολογικά. Ο σπουδαιότατος Γιάννης Νεγρεπόντης γράφει (συλλογή «Πρόσωπα και Χώρος») «Δεν κατάλαβαν ποτέ γιατί ζούσαν (Γιατί όλα τα άλλα, / όπως και να το κάνουμε, / είναι δικαιολογίες για πάρα πολύ λίγους)», κι είναι (στην αλάνθαστη κρίση του περιρρέοντος «εθνολαϊκισμού») «ακατάδεχτοι, ψυχροί, αριστοκράτες ξεπεσμένοι» οι οποίοι δυσφορούν τάχα με όσα «του κατωτάτου» συμβαίνουν γύρω τους «κουτσομπολιά και θυμοσοφία / κακοχωνεμένα βιβλία / Ζαν Ζακ Ρουσσώ και Βίοι των Αγίων…». Και ό,τι απομένει, λοιπόν, σαν «επαναστατικό απαύγασμα» είναι, στο τέλος, ένα θανάσιμο ξάφνιασμα που αναλαμβάνει η «θεωρία» να το ντύσει με «διαλεκτική» και ο τάχα «παλιός κόσμος» να συνεχίσει ακάθεκτος τη φρενήρη πορεία του κατά των ανθρωπίνων!
Ο «κοσμάκης», ό, τι ανέκαθεν η «επανάσταση» αποκαλούσε «οι μάζες», είναι πια μια γυμνή σκιά του εαυτού του, δηλαδή ένα τηλεχειριζόμενο πλήθος που δεν εξατμίζεται στις οθόνες γιατί υπάρχει βαθύ ανθρώπινο υλικό μέσα του: Αυτό πρέπει να εξορυχθεί από τον σύγχρονο πολιτικό λόγο ανατροπής, διότι αυτό είναι που γεννά τα «θαύματα» και τις αποκαρδιώσεις.
Άκουγα σε κάτι «πρωινάδικα» κοκορομαχίες κομματικών εκπροσώπων (όλων των «λαβάρων») και με τρόμαξε η σχεδόν χλευαστική τους επιμονή να ανταλλάσσουν τυποποιημένα «επιχειρήματα» σαν πλασιέ σε μια προετοιμασμένη παρουσίαση προϊόντος: Το θέμα ήταν οι πλειστηριασμοί και από το κομφούζιο απουσίασε πανηγυρικά μια συναισθηματική πλαισίωση του τεράστιου θέματος, μια «ματιά» σκυμμένη στοργικά στην βασική ανάγκη, έστω μια μελούρα λογοκοπίας βρε αδελφέ που θα έδειχνε ότι δεν έχει ξεχαστεί η πηγαία ρητορική της συμπόνιας. Μιλούσαν με όρους τραπεζικού στελέχους, και για να οριοθετήσουν την διαχωρισμένη κάστα τους σε σχέση με τον ψηφοφόρο αλλά και γιατί αυτός είναι γι’ αυτούς ο κόσμος, αυτή είναι η κουλτούρα και η γλώσσα του : αφού, να φανταστείτε, συμμετείχε ισότιμα και ο Λοβέρδος, ναι το κάθαρμα με τις δύστυχες οροθετικές, πουλώντας τυποποιημένο «ανθρωπιλίκι» μέσα μέσα!
ΚΙ ΕΤΣΙ ΟΛΑ παραδίδονται στον φασισμό, πίσω από το απίθανα υστερόβουλο και συστημικό «επιχείρημα» της «απομάγευσης του κόσμου δια της αναγωγής στον ορθό νου». Διότι μια τέτοια προσέγγιση εκκινεί από το φρικτό ψεύδος της «αδιαφιλονίκητης έγκυρης αντικειμενικότητας» της νόησης, ενώ εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι τίποτα δεν αντέχει στην ισχύ της αυταπάτης, της ματαιοδοξίας και της χειραγώγησης : τίποτα, εκτός από την «κλήση του συναισθήματος» και την «ηθική των αξιών».
Η «επιστροφή στο συναίσθημα» μεταφράζεται στην επίκληση της αναγκαιότητας να επενδυθεί το σκέπτεσθαι με την ηθική, την αγάπη και τη φαντασία, αλλιώς η πολιτική θα βυθίζεται όλο και περισσότερο στην ανυποληψία των ταχυδακτυλουργιών των «μάγων της Αγοράς» και θα επικυριαρχείται συντριπτικά από τον ναρκισσισμό της μικροϊδιοκτητικής μιζέριας αντί για το απελευθερωτικό πνεύμα της «κοινοτικής αρχής». Μια από τις αιτίες ιστορικού θανάτου της ανατρεπτικής σκέψης, υπήρξε το πάθος των «κάτω» να εκπροσωπηθούν στα ανώτερα κλιμάκια κοινωνικής διαχείρισης, να μπουν στα παιχνίδια τίτλων και γοήτρου : ένας κρυφός θαυμασμός για τους «μορφωμένους αστούς» καθόρισε μια «αριστερή κουλτούρα διανοητισμού και κοινωνιοκεντρισμού», μια πεποίθηση ότι οι καπιταλιστές έχουν δίκιο αλλά σε λάθος κοινωνικό υπόβαθρο!
Και όλα αυτά πρέπει να επανεξεταστούν, πρέπει να επανεύρουν την «Ουτοπική» τους καταγωγή σαν «ιδεαλισμοί» που ονειρεύονται μια άλλη ανθρώπινη κατάσταση, αλλιώς το «ορθολογικό», το «επιστημονικό», το «τεχνοκρατικό», τα έχουν οι ελίτ, και πού να τρέχει τώρα, και γιατί, η «πλέμπα» να ψάχνει άλλους ιδιοκτήτες;
* Ο Νίκος Σταθόπουλος είναι φιλόλογος και συγγραφέας