Τα παραπάνω σημεία θίγουν κρίσιμα ζητήματα της διαδικασίας ψηφιοποίησης των τηλεοπτικών ΜΜΕ. Ωστόσο, οι τοποθετήσεις αυτές συνεχίζουν να αντιλαμβάνονται το ψηφιακό περιβάλλον μέσω μίας αναλογικής ματιάς. Μέσω, δηλαδή, κριτηρίων χάραξης δημόσιων πολιτικών στα ΜΜΕ που αντιστοιχεί σε μία προηγούμενη δομή τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ένσταση στο ότι «αποκόπηκε δηλαδή η εκπομπή τηλεοπτικού προγράμματος από την κατοχή του σπάνιου πόρου των συχνοτήτων…» (έμφαση δική μου). Όμως, μία βασική αλλαγή που επιφέρει η ψηφιοποίηση των ραδιοτηλεοπτικών ΜΜΕ είναι ακριβώς η αναίρεση της σπάνης των συχνοτήτων, που τροποποιεί άρδην τα δεδομένα πάνω στα οποία στηρίχτηκαν προηγούμενες πολιτικές διαχείρισης και θεσμικά πλαίσια ελέγχου τους. Αν έπρεπε να διατυπωθεί μία ένσταση, σχετικά με την παραχώρηση συνιδιοκτησίας/συνδιαχείρισης των ψηφιακών ΜΜΕ από το κράτος στον ιδιωτικό τομέα, είναι ακριβώς ότι αυτό γίνεται για να εμποδιστεί το άνοιγμα των πολλαπλάσιων ψηφιακών «συχνοτήτων» στην κοινωνία, π.χ. με τη μορφή κοινοτικών καναλιών (τηλεοπτικών/ραδιοφωνικών/διαδικτυακών) όπως προβλέπουν, έστω και προσχηματικά, νομοθεσίες άλλων χωρών, π.χ. Μεγάλη Βρετανία.
Περιφράζοντας τον ψηφιακό χώρο
Η ψηφιακή σύγκλιση των ΜΜΕ, δηλαδή η κατάργηση των διαφορετικών σημάτων εκπομπής και λήψης, που επιτρέπει π.χ. ένα κινητό νέας γενιάς να λειτουργεί ταυτόχρονα σαν ραδιοφωνικός/τηλεοπτικός/διαδικτυακός δέκτης αλλά και πομπός δυνάμει, επιφέρει όντως αντικειμενικές τροποποιήσεις στο μιντιακό τοπίο. Νέα περιβάλλοντα που απαιτούν νέες προσεγγίσεις, νοηματοδοτήσεις και πολιτικές όσων αφορά τη σχέση κρατικού-δημόσιου-ιδιωτικού-κοινωνικού στον χώρο των ΜΜΕ. Οι αλλαγές που επιβάλλονται από τα κατεστημένα διεθνή και εθνικά δίκτυα ΜΜΕ, αποτελούν ακριβώς την προσπάθειά τους να δαμάσουν τις κοινωνικοποιητικές δυνατότητες της σύγκλισης των Μέσων και να ανταπεξέλθουν σε ένα νέο διεθνοποιημένο μιντιακό περιβάλλον ανταγωνισμού. Ο τομέας της «παραδοσιακής» (πλέον) βιομηχανίας της επικοινωνίας -τύπος και τηλεόραση- και η κυριαρχία που ασκούσε στους τομείς πληροφόρηση/διασκέδαση, έχουν ήδη πληγεί σημαντικά, χάνοντας τη δυνατότητα μονοπωλιακού ελέγχου που ασκούσαν. Οι διεθνείς και ντόπιοι μιντιάρχες εμποδίζοντας την ελεύθερη χρήση των δυνατοτήτων των νέων Μέσων, επιχειρούν να περιφράξουν τον ψηφιακό χώρο σαν νέοι τεχνο-φεουδάρχες, σύμφωνα με τον Roberto Verzola (2), που υπενοικιάζουν κομμάτια ψηφιακής γης στους χρήστες. Το αντικείμενο του ελέγχου, επίσης, τροποποιείται λόγω της διαφορετικής (απο-κεντροποιητικής) λογικής των νέων Μέσων, στην οποία προσαρμόζονται ψηφιοποιούμενα και τα παλιά. Ο (πολιτικός) έλεγχος του περιεχομένου της διαχεόμενης πληροφορίας καθίσταται πλέον προβληματικός, τουλάχιστον με την μορφή που είχε την εποχή των Μαζικών Μέσων, και παραδίδει πλέον τον κεντρικό ρόλο στην οικονομική εκμετάλλευση της διαχείρισης της ροής της πληροφορίας και της πρόσβασης.
Δεν μπορεί, λοιπόν, οι δομικές αυτές αλλαγές να παραβλέπονται στην προσπάθεια άρθρωσης ενός λόγου και μιας πολιτικής της Αριστεράς πάνω στο θέμα. Πόσο μάλλον που τα όποια θεσμικά και νομικά πλαίσια λειτουργίας των νέων Μέσων χαρακτηρίζονται εξίσου από ρευστότητα και διαρκή τροποποίηση, στην προσπάθειά τους να ανταποκριθούν στις ολοένα καινοτόμες εφαρμογές των νέων Μέσων, που καθιστούν αδόκιμες τις μέχρι τώρα κατηγορίες και σταθερές.
Ένα νέο πεδίο αντιπαράθεσης
Η θεσμική πλευρά της ψηφιοποίηση του τηλεοπτικού σήματος, όμως, είναι μέρος μόνο των υφιστάμενων αλλαγών. Η επικέντρωση μόνο σε αυτήν αφήνει στην αφάνεια άλλες, ίσως σημαντικότερες για το πολιτικό γίγνεσθαι και την Αριστερά, συνέπειες, που αφορούν αναδυόμενες, ήδη, τροποποιήσεις στη συμπεριφορά του υποκειμένου, δηλαδή του κόσμου, των «χρηστών» και όχι πλέον απλά θεατών. Αλλαγές που σχετίζονται άμεσα με το είδος του κοινωνικού τοπίου και δημόσιου χώρου της εποχής των ψηφιακών Μέσων -κομμάτι μόνο του οποίου, και όχι το πιο σημαντικό, είναι η ψηφιακή τηλεόραση- κάτι που συνήθως παραβλέπουν, αν δεν αγνοούν, οι τοποθετήσεις της Αριστεράς. Η σύγκλιση των Μέσων αλλάζει ριζικά τη χρήση και των παραδοσιακών ΜΜΕ. Αν αυτό είναι εμφανές όσων αφορά τον Τύπο, γρήγορα θα γίνει εμφανές και για την τηλεόραση. Δεν είναι υπερβολή το ότι η εποχή της τηλεόρασης έχει παρέλθει. Ότι η θέση της στο χάρτη των ΜΜΕ σε λίγα χρόνια θα μοιάζει με αυτή του ραδιοφώνου, υποσκελιζόμενη από τη χρήση των υπολογιστών και για την κατανάλωση «τηλεοπτικών» προγραμμάτων. Οι αλλαγές στους τηλεοπτικούς δέκτες (μεγαλύτερη ευκρίνεια, 3D, home-theatre κ.λπ.) αφορούν ακριβώς την απάντηση των κατασκευαστών τηλεοπτικών συσκευών σε αυτή την τάση, προκειμένου να ντύσουν με νέες ιδιότητες τη συσκευή της τηλεόρασης.
Κύριο χαρακτηριστικό των αλλαγών που αφορούν τον χρήστη είναι ο κατακερματισμός των προγραμμάτων, μέσω της δυνατότητας προσωπικής επιλογής και εξατομίκευσής τους. Μία εξέλιξη που αναιρεί τον μέχρι τώρα ενιαίο (εθνικό ή δημόσιο) χώρο αναφοράς του θεάμονος κοινού, με κατανοητές συνέπειες όσων αφορά τη δυνατότητα (ή μη) διαμόρφωσης ενός κοινού δημόσιου χώρου και γλώσσας επικοινωνίας. Εδώ δεν υποστηρίζεται η μη δυνατότητα διαπερατότητας των εξειδικευμένων πακέτων ή των (παρουσιαζόμενων ως) διαδραστικών προγραμμάτων, και η δημιουργία «κοινοτήτων» ανάμεσα στους χρήστες. Απλά υπογραμμίζεται αυτή η πλευρά γιατί τροποποιεί τα δεδομένα πάνω στα οποία στηρίζεται, ακόμα, μία εκ κεκτημένης ταχύτητας άποψη περί της δυνατότητας «πλύσης εγκεφάλου» και «ομογενοποίησης» των ΜΜΕ κι ενός παθητικοποιημένου κοινού – αν ποτέ ίσχυε κάτι τέτοιο. Το τηλεοπτικό κοινό που γνωρίζαμε έχει ήδη τελειώσει και μαζί με αυτό η «κοινή γνώμη» όπως την γνωρίζαμε. Η εποχή των Μαζικών Μέσων δύει. Το κοινό της ψηφιακής τηλεόρασης συγκλίνει προς, και έχει αναφορά, τους χρήστες τους διαδικτύου και των social media. Η ψηφιοποίηση της τηλεόρασης εμπεριέχει τεχνολογικές δυνατότητες δημοκρατικοποίησης του ίδιου του τηλεοπτικού Μέσου. Η εποχή των Κοινωνικών Μέσων ανατέλλει και ορίζει το νέο πεδίο αντιπαράθεσης. Στην ουσία, η μάχη ενάντια στην περίφραξη του κυβερνοχώρου στο Διαδίκτυο, μεταφέρεται τώρα και στην τηλεόραση.
Μόνο που εδώ οι μιντιάρχες, λόγω της προνομιακής θέσης που κατείχαν στο παλιό Μέσο, προσπαθούν εξαρχής να επιβάλουν τους δικούς τους όρους, ακυρώνοντας τις όποιες κοινωνικοποιητικές δυνατότητες των πολυ-Μέσων. Όπως ακριβώς στην δεκαετία του 1920 διαχώρισαν την ταυτόχρονη δυνατότητα εκπομπής και λήψης που είχαν οι ραδιοφωνικές συσκευές μέχρι τότε, αφαιρώντας τον πομπό από την συσκευή και θεσμοποιώντας άδειες για το δικαίωμα εκπομπής.
Αν όμως τότε υπήρχε όντως το πρόβλημα του περιορισμού των (αναλογικών) συχνοτήτων σήμερα, η ψηφιακή τεχνολογία το αναιρεί. Όπως επίσης αναιρεί το δίπολο κρατικά-ιδιωτικά μέσα και την ταύτιση των δημόσιων Μέσων με τα κρατικά και των ιδιωτικών με τα επιχειρηματικά. Το ζήτημα είναι ένα πλαίσιο λειτουργίας των ψηφιακών μέσων (και της τηλεόρασης) που να υπηρετεί και εμβαθύνει τις υπάρχουσες δυνατότητες κοινωνικοποίησης και δημοκρατικοποίησης των Μέσων. Που να ευνοεί την άμεση συμμετοχή των πολιτών, όχι απλά ως διαδραστικών καταναλωτών εξατομικευμένων προγραμμάτων πολλαπλής επιλογής, αλλά ως δημιουργών πρωτογενούς περιεχομένου.
Οι δυνατότητες αυτές θα πρέπει να είναι η αφετηρία της όποιας Αριστερής και κοινωνικής πολιτικής για τα Μέσα Επικοινωνίας (και την τηλεόραση) της νέας εποχής.
(1) Σ.Μαυροειδής, Να αποκωδικοποιήσουμε το ψηφιακό σήμα, φ. 125, 20 Ιουλίου 2102 και Μ.Παπαχριστούδη, Μερικές σκέψεις για την ψηφιακή τηλεόραση, φ. 123, 9 Ιουλίου 2012.
(2) Lords of Cyberspace: The Return of the Rentier, Roberto Verzola, 2004 (Άρχοντες του Κυβερνοχώρου: Η επιστροφή των ραντιέριδων εισήγηση που παρουσιάστηκε από τον Verzola, μέλος των Πράσινων των Φιλιππίνων, στο Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ στην Μουμπάι, Ινδία).
είναι υποψήφιος διδάκτορας στο Τμήμα Μedia, Arts and Design
στο Πανεπιστήμιο του Westminster