Πού οδηγεί η υπερβολική εμμονή της Μέρκελ στην «ενάρετη πολιτική»
Του Κώστα Βεργόπουλου
Με το ελληνικό πρόβλημα, αποκαλύπτεται η αδιέξοδη και αυτοκαταστροφική φύση του νεοφιλελευθερισμού, αλλά και η αδυναμία των υπόλοιπων συντελεστών της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας οικονομίας να τον εμποδίσουν στο δρόμο της καταστροφής που ο ίδιος προωθεί. Με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992) όχι μόνο έχει τεθεί ανώτατο όριο δημόσιου χρέους, σε σχέση με το εθνικό εισόδημα κάθε χώρας, αλλά έχει επίσης αποκλειστεί η δυνατότητα των κρατών να δανείζονται χρήματα από τις κεντρικές τράπεζες όπως και από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα της Φρανκφούρτης.
Με αυτό τον τρόπο, τα κράτη εξωθούνται να δανείζονται ως ιδιώτες από τις διεθνείς χρηματαγορές, με τους όρους που θέτουν αυτές.
Ενώ η Τράπεζα της Φρανκφούρτης χρηματοδοτεί τις ιδιωτικές τράπεζες, της απαγορεύεται να χρηματοδοτεί τα κράτη. Όμως έτσι, οι ευρωπαϊκές συνθήκες παραδίδουν τα κράτη στις αυθαίρετες, ανεύθυνες και κερδοσκοπικές κινήσεις των αγορών.
Εξάλλου, όταν η Ευρωπαϊκή Τράπεζα χρηματοδοτεί τις ιδιωτικές τράπεζες με φθηνό χρήμα, με επιτόκιο 1%, και αυτές το τοποθετούν σε ελληνικά κρατικά ομόλογα με απόδοση 6,3%, αυτό σημαίνει ότι πραγματοποιούν καθαρό κερδοσκοπικό όφελος 5,3%, και αυτό με την έγκριση και συνενοχή της Συνθήκης του Μάαστριχτ και του Συμφώνου Σταθερότητας, όπως βέβαια και των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων αλλά και των ευρωπαϊκών θεσμών.
Όταν, σήμερα, διαπιστώνεται ότι δεν προβλέπεται κανένας μηχανισμός διάσωσης χώρας-μέλους της Ευρωζώνης, αυτό σημαίνει ότι η αδύναμη χώρα που αντιμετωπίζει προβλήματα δεν βοηθιέται από τους εταίρους της αλλά εγκαταλείπεται μόνη της στις χρηματαγορές ως βορά των κερδοσκόπων.
Κι ακόμη, όταν η Γερμανίδα καγκελάριος αξιώνει τον αποκλεισμό από την Ευρωζώνη των «σπάταλων και οικονομικά απείθαρχων» χώρων-μελών, αυτό σημαίνει ότι η νομισματική ζώνη του ευρώ όχι μόνο δεν προστατεύει τα μέλη της από τις επιθέσεις των χρηματαγορών αλλά και ότι αγνοεί επιδεικτικά κάθε έννοια ευρωπαϊκής οικονομικής συνοχής.
Γενικό συμπέρασμα είναι ότι η Ευρωζώνη δεν αναμετριέται με τις χρηματαγορές, αλλά έχει ήδη εσωτερικεύσει τους κανόνες των χρηματαγορών και έχει ήδη παραδοθεί ανεπιφύλακτα σε αυτούς. Οι έννοιες «κοινή ωφέλεια», «δημόσιο αγαθό», «κοινωνική ωφέλεια» αγνοούνται σήμερα επιδεικτικά εκ των άνω, στο μέτρο που θεωρούνται ότι αντίκεινται στα κριτήρια των αγορών. Όμως έτσι, όχι μόνο εγκαταλείπεται η έννοια της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, που προβλεπόταν από τη Συνθήκη της Ρώμης (1957), αλλά και η έννοια της Ευρώπης κενώνεται από κάθε περιεχόμενο.
Κι ακόμη, η αποτυχία της Ευρωζώνης να στηρίξει την Ελλάδα σήμερα, την Πορτογαλία αύριο, την Ισπανία μεθαύριο, δεν πλήττει μόνο αυτές τις χώρες και, συνεπώς, την ικανότητά τους να συνεχίζουν να αγοράζουν γερμανικά προϊόντα και να αποπληρώνουν τα γερμανικά δάνεια προς αυτές, αλλά πλήττει και το ίδιο το ευρώ, δηλαδή το νόμισμα με το όποιο η Γερμανία φαντάζεται ότι διασώζει την αξία των πιστώσεών της, έναντι του υπόλοιπου κόσμου. Όπως σημειώνει η Financial Times, η υπερβολική εμμονή της Γερμανίας στην «ενάρετη πολιτική» οδηγεί, με μαθηματική ακρίβεια, στην αποδιάρθρωση της ευρωπαϊκής οικονομίας και του ευρωπαϊκού νομίσματος και τις συνέπειες θα υποστεί, τελικά, και η ιδία.
Καμία εποχή δεν διδάχτηκε ποτέ από τις προηγούμενες· καθεμία θέλει τη δική της εμπειρία, έστω κι αν όλες καταλήγουν στο αυτό συμπέρασμα.