Το πάζλ των γεωπολιτικών παιχνιδιών αποτελεί ταυτόχρονα με τη συνεχή ανακατανομή ισχύος, ένα μεγάλο στοίχημα για μεγάλους στρατηγικούς παίκτες στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Σε αυτό το παιχνίδι, στη μεγάλη εικόνα βρίσκεται και η Κυπριακή Δημοκρατία. Όχι, βέβαια, επειδή είναι μεγάλος παίκτης, αλλά ως μήλο της έριδος.
Έχει ενδιαφέρον να καταγράψει κανείς τις κινήσεις των πρωταγωνιστών στην περιοχή, των χωρών που επιδιώκουν να έχουν τον έλεγχο ή να έχουν αναβαθμισμένο ρόλο.
- Οι Αμερικανοί παρεμβαίνουν στην περιοχή, κάνουν συμφωνίες με την Κυπριακή Δημοκρατία με στόχο πάντα να ενισχύσουν το Ισραήλ, εδραιώνοντας ταυτόχρονα το δικό τους στρατηγικό έλεγχο της περιοχής.
- Η Τουρκία διαχρονικά επιδιώκει να ελέγξει πλήρως την Κύπρο καθώς τούτο διευκολύνει και τις επεκτατικές βλέψεις της στην ευρύτερη περιοχή. Το νησί χρησιμοποιείται ως μια τεράστια στρατιωτική βάση, η οποία φέρνει πιο κοντά την κατοχική δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο, στη Μέση Ανατολή.
- Οι Βρετανοί από την πλευρά τους, οι οποίοι θεωρούν δική τους υπόθεση την Κύπρο, φαίνεται να εκτιμούν ότι οι Αμερικανοί μπαίνουν στα… δικά τους χωράφια κι αυτό αν και δεν αντιδρούν ευθέως το αφήνουν να αιωρείται ώστε να το εισπράττει η Ουάσινγκτον. Για την τουρκική παρουσία, το Λονδίνο, δεν ενοχλείται στο βαθμό που δεν επηρεάζονται τα συμφέροντα του.
Ανταγωνισμοί με ΗΠΑ
Μέσα, λοιπόν, από τα γεωπολιτικά παιχνίδια που διαδραματίζονται στην περιοχή, είναι σαφές ότι εκδηλώνονται και ανταγωνισμοί μεταξύ συμμάχων με φόντο την Κυπριακή Δημοκρατία. Πρόκειται για έναν ενδοΝΑΤΟϊκό ανταγωνισμό, μια σιωπηρή παρασκηνιακή «αναμέτρηση» ελέγχου, στην οποίαν αναδεικνύονται και εθνικές ατζέντες. Χωριστά γεωπολιτικά συμφέροντα, που προωθούνται έχοντας ως πεδίο προς αξιοποίηση την Κύπρο.
Πάντως, καθίσταται ολοένα και πιο ξεκάθαρο ότι τόσο οι Βρετανοί όσο και οι Τούρκοι, βλέπουν ανταγωνιστικά την εμπλοκή των Αμερικανών και την προσπάθεια τους να αξιοποιήσουν στο έπακρο τη γεωστρατηγική θέση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Οι Τούρκοι είναι εκείνοι, οι οποίοι αντιδρούν δημόσια «στην αναβάθμιση και εμβάθυνση των σχέσεων Ηνωμένων Πολιτειών και Κύπρου» και με αφορμή συμφωνία αμυντικής συνεργασίας, που υπέγραψαν εσχάτως Ουάσιγκτον και Λευκωσία, εξέδωσαν δυο ανακοινώσεις, μια του ΥΠΕΞ και η άλλη του υπουργείου Άμυνας. Αμφότερες οι ανακοινώσεις ασκούσαν έντονη κριτική στις ΗΠΑ γιατί αυτή η συνεργασία, όπως σημείωναν, ενισχύει την «ανασφάλεια» των Τουρκοκυπρίων.
Στην αντίδραση των Τούρκων οι Αμερικανοί παρουσιάσθηκαν καθησυχαστικοί προς την Άγκυρα. Ο Αμερικανός επιτετραμμένος Michael Goldman, ο οποίος ανέλαβε καθήκοντα στην Τουρκία τον Ιούλιο, μιλώντας στην τουρκική εφημερίδα Milliyet απάντησε σε ερώτηση σχετικά με τον οδικό χάρτη στον τομέα ασφαλείας που υπεγράφη την περασμένη εβδομάδα μεταξύ των ΗΠΑ και της Κυπριακής Δημοκρατίας: «Διαβεβαιώνω το τουρκικό κοινό ότι αυτός ο οδικός χάρτης δεν προορίζεται σε καμία περίπτωση για τρίτους. Οι ΗΠΑ έχουν διμερείς συμφωνίες ασφαλείας με πολλούς από τους εταίρους τους. Βλέπουμε αυτές τις συνεργασίες ως αμοιβαία ενισχυτικές και ως μέσο ενίσχυσης της περιφερειακής σταθερότητας. Επιτρέψτε μου να επαναλάβω ότι η ρύθμιση αυτή δεν απευθύνεται σε κανένα τρίτο μέρος. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Τουρκία είναι ολοκληρωμένοι σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ». Παράλληλα, καθησυχάζοντας περισσότερο την κατοχική δύναμη διαμήνυσε ότι «δεν θα υπάρξουν καθυστερήσεις στο θέμα των F-16».
Την ίδια ώρα, η κατοχική πλευρά που θεωρεί ότι οι αμερικανικές κινήσεις προκαλούν «ανασφάλεια» δημιουργεί νέες στρατιωτικές υποδομές στην κατεχόμενη περιοχή της Κύπρου και αναβαθμίζει παλαιότερες. Συγκεκριμένα, κατασκεύασε και λειτουργεί αεροπορική βάση για drones, είναι υπό κατασκευή μεγάλη ναυτική βάση και βάση για έλεγχο της ναυτικής κίνησης στην Ανατολική Μεσόγειο. Αυτές οι στρατιωτικές υποδομές, όπως αναγνωρίζουν διάφοροι τρίτοι (ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία) και κράτη της περιοχής, προσφέρουν στρατηγικό πλεονέκτημα στην Τουρκία.
Η ενόχληση των Βρετανών
Παράλληλα, οι Βρετανοί που ως γνωστό είναι πάντα ταυτισμένοι με τους Αμερικανούς, τους ακολουθούν σε όλες στρατηγικές επιλογές στο διεθνή πεδίο, ενίοτε ως ουρά της Ουάσιγκτον, φαίνεται πως δεν καλοβλέπουν την αμερικανική… διείσδυση στην Κύπρο. Κι αυτό επειδή θεωρούσαν και θεωρούν το νησί δική τους υπόθεση! Θεωρούν πως είναι αυτοί, που έχουν την «πατέντα» για την Κύπρο και το Κυπριακό. Σε ό,τι αφορά, πάντως, τις τουρκικές στρατιωτικές δομές το Λονδίνο δεν έχει δείξει δημόσια να αντιδρά. Αντίθετα με τους Αμερικανούς κι άλλες χώρες της περιοχής, φαίνεται να παρακολουθούν από κοντά τα τουρκικά έργα και κινήσεις εδραίωσης στην κατεχόμενη Κύπρο. Χωρίς, βέβαια, να αντιδρούν.
Σημειώνεται ότι οι βρετανικές βάσεις στο νησί χρησιμοποιούνται από τους Αμερικανούς. Κυρίως το αεροδρόμιο της στρατιωτικής βάσης του Ακρωτηρίου. Ως εκ τούτου οι Αμερικανοί δεν έχουν ανάγκη να κατασκευάσουν άλλη βάση στην Κυπριακή Δημοκρατία. Άλλωστε και η Λευκωσία, ως γνωστό προσφέρει διευκολύνσεις στους Αμερικανούς. Και οι διευκολύνσεις αυτές ενισχύονται και εν πολλοίς αναβαθμίζονται με την πρόσφατη συμφωνία.
Θέμα βρετανικών βάσεων;
Σε σχέση με τους Βρετανούς και την παρουσία τους στο νησί, η τουρκική πλευρά διαχρονικά δεν εγείρει θέμα. Ουδέποτε ενοχλείτο από τη βρετανική παρουσία, ούτε πριν την ανεξαρτησία, επί αποικιοκρατίας, ούτε και μετά. Υπήρξε και συνεργασία μεταξύ των δυο αυτών δυνάμεων σε βάρος, τις πλείστες φορές, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της ελληνικής πλευράς. Αυτό είναι ιστορικά αποδεδειγμένο.
Ωστόσο, η Άγκυρα για λόγους που έχουν με τον έλεγχο του νησιού, αναπτύσσει, παράλληλα με την αντι-αμερικανική ρητορική και αντι-βρετανική. Δεν το κάνει ευθέως, αλλά μέσω κατεχομένων. Όπως σημείωναν ενημερωμένες πηγές, όχι τυχαία, συχνά- πυκνά με εντολές της Άγκυρας, ο κατοχικός ηγέτης, Ερσίν Τατάρ, εγείρει θέμα βρετανικών βάσεων. Κι αυτό εγείρεται όταν το Λονδίνο δεν ικανοποιεί απαιτήσεις της κατοχικής πλευράς. Είναι πρόδηλο ότι η Άγκυρα θέλει να στείλει μηνύματα στο Λονδίνου μέσω του κατοχικού ηγέτη, Ερσίν Τατάρ. Κι αυτό φαίνεται να σημειώνεται από το Φόρεϊν Όφις.
«Χαϊδεμένο παιδί»
Τόσο οι Αμερικανοί όσο και οι Βρετανοί, παρά τις κατά καιρούς διαφορές που έχουν με τους Τούρκους, επιλέγουν να συντηρούν «ζεστά» και ορθάνοικτα τα κανάλια επικοινωνίας μαζί τους. Η Άγκυρα παραμένει το «χαϊδεμένο παιδί» τόσο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ όσο και του Φόρεϊν Όφις. Αλλά και στην Τουρκία, παρά τις κινήσεις «αυτονόμησης» στην προσπάθεια αναζήτησης αναβαθμισμένου περιφερειακού ρόλου, αναγνωρίζουν τη βοήθεια που διαχρονικά προσφέρουν οι δυο συμμαχικές χώρες, κυρίως όταν το Κυπριακό βρίσκεται σε κρίσιμη φάση. Εκείνο που οδηγεί την Άγκυρα κατά καιρούς να αντιδρά έναντι των δυο αυτών χωρών είναι και η προσπάθεια της να δείξει πως μπορεί να αναμετράται με μεγάλες υπερδυνάμεις, όπως οι ΗΠΑ.
Είναι σαφές πως η γεωστρατηγική θέση της Κύπρου αποτελούσε και συνεχίζει να αποτελεί σημείο προσέλκυσης μεγάλων δυνάμεων για αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων που προσφέρει γεωπολιτικά. Η Λευκωσία κινείται, μερικές φορές, πέραν και των δυνατοτήτων της, αλλά είναι σαφές πως οι μεγάλοι και ισχυροί παίκτες που δρουν στην περιοχή «απομυζούν» τα στρατηγικά της πλεονεκτήματα. Την ίδια ώρα, η Αθήνα είναι απούσα. Αν και έχει αδελφικές και συμβατικές σχέσεις με την Κύπρο, η ελληνική κυβέρνηση δεν θεωρεί χρήσιμο να εμπλακεί στην περιοχή.