Με το που άρχισα να το διαβάζω, από τον intro του βιβλίου ένιωσα μια γλυκιά αίσθηση, σαν τα πορτοκάλια σε μια χαρτοσακούλα που δέχεται ως δώρο η ηρωίδα στην αρχή και «…παίρνω τη σακούλα, τη σφίγγω στο στήθος μου. Το πουλόβερ μου μυρίζει πορτοκάλι. Η μυρωδιά με ακολουθεί στον ύπνο μου: περιφέρομαι ανάμεσα σε πορτοκαλιές…»
Το «Γεννιέται ο κόσμος» της Βάσιας Τζανακάρη, γεμάτο αρώματα, μουσικές, αισθήσεις και κυρίως φως, μιλάει με τόσο όμορφο τρόπο για τον έρωτα, για τη συνάντηση δυο ανθρώπων που αγαπιούνται, που σε κάνει να καταλάβεις πως με όλα όσα ζοφερά γίνονται γύρω μας, χάνουμε κυρίως τη χαρά της ζωής.
Νομίζω χρειαζόμουν αυτό το βιβλίο. Σαν δροσερό απόγευμα μετά από μια ζεστή μέρα. Σαν μια βουτιά σε μια όμορφη θάλασσα.
Κάθε σελίδα σε κάνει ακόμη να ξαναβλέπεις την Αθήνα. Αυτήν που χάνουμε. Που μυρίζει νεραντζιές κάθε άνοιξη, σε πείσμα των καιρών.
Κυλάνε έτσι όμορφα όλες οι εποχές στο βιβλίο με γραφή λιτή και ευαίσθητη. Χωρίς βαρύγδουπες δηλώσεις.
Νιώθεις ακόμη πως βλέπεις κι εσύ με νέα μάτια τον κόσμο. Και φυσικά, αν είσαι και λίγο μεγάλος όπως εγώ, η γεύση είναι κάπως γλυκόπικρη…
Ένα βιβλίο που δεν διάβασα απλώς, το αγάπησα!
Γράφεις μια ερωτική ιστορία σε διαφορετικό ύφος από τα προηγούμενα βιβλία σου. Είναι η ωριμότητα ή κάτι άλλο;
Το πρώτο μου βιβλίο κυκλοφόρησε το 2008. Έχουν περάσει δηλαδή πάνω από δεκαπέντε χρόνια. Μέσα σε τόσα χρόνια αλλάζουν πάρα πολλά πράγματα μέσα μας και γύρω μας και αλίμονο αν μέναμε στάσιμοι. Κατά τα άλλα, είναι στοίχημα η εξέλιξη. Εγώ δεν έχω στεγανά. Κάθε φορά υπάρχει μια συγκεκριμένη ανάγκη έκφρασης και μια ιστορία που θέλω να αφηγηθώ. Η ανάγκη και η ιστορία υπαγορεύουν τον τρόπο που θα το κάνω. Το «Γεννιέται ο κόσμος» είναι η ιστορία ενός ευτυχισμένου έρωτα και η αφήγηση γίνεται μέσα από στιγμιότυπα, γιατί η ευτυχία είναι στιγμές.
Να πω την αλήθεια, μέσα σε αυτή τη σκοτεινιά, το βιβλίο σου ήταν μια ανάσα… Ο έρωτας μας σώζει; Και για πόσο;
Έχω την αίσθηση ότι περισσότερα βιβλία που αφορούν τον έρωτα μιλάνε για ερωτικές καταστροφές ή έστω δυσκολίες – δεν καταγίνονται με τον ευτυχή έρωτα. Καταλαβαίνω ότι πάει κόντρα στην εποχή, που είναι σκληρή και σκοτεινή, αλλά χρειαζόμαστε λίγη αισιοδοξία. Πάντως, ίσως το μόνο που μπορεί να μας σώσει σε διάφορα επίπεδα είναι οι δικοί μας άνθρωποι.
Μας δίνεις και μια πιο τρυφερή εικόνα της πόλης. Τι είναι για σένα η Αθήνα;
Η εικόνα της πόλης στο βιβλίο είναι τρυφερή χάρη στη μεταμορφωτική δύναμη του έρωτα. Η Αθήνα είναι η πόλη που με άφηνε έκθαμβη όταν κατέβαινα από τη Θεσσαλονίκη για συναυλίες, η πόλη που επέλεξα να ζήσω, η πόλη που έμαθα κι αγάπησα περπατώντας την απ’ άκρη σ’ άκρη. Η Αθήνα είναι η αυτονόητη πόλη μου. Συχνά όμως συνειδητοποιώ ότι σκέφτομαι τα διάφορα σημεία της με όρους παρελθόντος. Η Αθήνα στο ρομαντικό μυαλό μου είναι το Παγκράτι του Χατζιδάκι, η Πλατεία Αμερικής του Σαχτούρη και της Rebound, τα Εξάρχεια του Λαπαθιώτη και των Birthday Party, η Φωκίωνος, το Ιντεάλ, τα alternative μπαρ της δεκαετίας του ’90, το Ρόδον. Δεν είναι ότι φοβάμαι την αλλαγή ή την εξέλιξη –ίσα-ίσα, πάντα διψάω για καινούργια πράγματα–, αρκεί το καινούργιο να κομίζει κάτι που όντως αξίζει. Στην πραγματικότητα πολλά καλά στοιχεία της Αθήνας χάνονται ενώ παραμένουν τα προβλήματα (ακρίβεια, βρομιά, κίνηση, ελλιπείς συγκοινωνίες) σκεπασμένα με τοστ αβοκάντο, γαστροκαφενεία, ρετρολαγνεία, ένα fun park για τουρίστες, όχι για κατοίκους. Χάνονται τοπόσημα, χάνεται η αισθητική, χάνεται ένας ολόκληρος τρόπος ζωής, και αυτή η βίαιη και άτακτη διακοπή της συνέχειας και της συνοχής οδηγεί στην απώλεια της ταυτότητας του Αθηναίου. Ποιοι είμαστε όταν κατεδαφίζεται το παρελθόν; Οι νέες γενιές έχουν τα δικά τους τοπόσημα αλλά δεν αντιλαμβάνονται την πορεία της Αθήνας μες στον χρόνο, και δεν φταίνε φυσικά, η ευθύνη είναι της πολιτείας που δεν ενδιαφέρεται πραγματικά για τη διατήρηση της ιστορίας και του πολιτισμού της πόλης.
Ένιωσα διαβάζοντας, πως το κάθε κεφάλαιο ήταν και σαν μουσικό κομμάτι. Ήταν κάτι που επεδίωξες;
Η μουσική είναι συνυφασμένη με τη ζωή μου κι αναπόφευκτα περνάει σε ό,τι κάνω. Ακούω μουσική από πολύ μικρή, από το οικογενειακό μου περιβάλλον, και οι δύο γονείς μου είναι λάτρεις της μουσικής, ακόμη κι ο νονός μου στις Σέρρες έχει δισκάδικο και μου έγραφε κασέτες τη δεκαετία του ’80. Μεγαλώνοντας άκουγα το ροκ της εποχής μου, άκουγα grunge, britpop, αλλά ο καλλιτέχνης που μου άλλαξε τη ζωή ήταν ο Νικ Κέιβ. Το πρώτο μου βιβλίο, «Έντεκα μικροί φόνοι», ήταν εμπνευσμένο από τα τραγούδια του. Στο «Γεννιέται ο κόσμος» (εκδ. Καστανιώτη) υπάρχει intro και outrο, όροι δανεισμένοι από τη μουσική, και είναι χωρισμένο σε τέσσερα μέρη (χειμώνας, άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο), σαν ένα διπλό LP με τέσσερις πλευρές. Επίσης, ναι, αντιλαμβάνομαι τι λες, υπάρχει μια μουσικότητα στα κείμενα αλλά δεν ήταν συνειδητή επιλογή, περισσότερο μάλλον έχει να κάνει με τη μουσικότητα που προσδίδει ο έρωτας στον τρόπο που η αφηγήτρια βλέπει τα πράγματα.
Ποιες είναι οι επιρροές σου; Όταν μεταφράζεις –κι έχεις σημαντικό έργο και σε αυτόν τον τομέα– πόσο σε επηρεάζει το πνεύμα και το ύφος του συγγραφέα για τα δικά σου βιβλία;
Επιρροές είναι δυνητικά τα πάντα. Όσα διαβάζω, όσα ακούω, όσα βλέπω, όσα συζητάω. Ενδεχομένως να επηρεάζομαι περισσότερο από άλλες τέχνες, όπως η μουσική ή η ζωγραφική, παρά από τη λογοτεχνία – δεν μου είναι σαφή τα όρια και δεν θα έλεγα ότι με απασχολεί, νιώθω ότι είμαι διαρκώς ανοιχτή σε ερεθίσματα. Η μετάφραση είναι άλλη υπόθεση. Προσφέρει τριβή με τη γλώσσα, αλλά δεν έχω δει να με επηρεάζει στο δικό μου γράψιμο. Αν και, για να είμαι ειλικρινής, συνέβη με ένα βιβλίο, με τον «Σταθμό Έντεκα» της Έμιλι Σεντ Τζον Μαντέλ (εκδ. Ίκαρος). Έφτιαξα μια ηρωίδα για το «Αδελφικό», το προηγούμενο βιβλίο μου, χωρίς να συνειδητοποιώ ότι είχε κοινά στοιχεία με τη Μιράντα στον «Σταθμό Έντεκα». Μου το επισήμαναν οχτώ χρόνια μετά την έκδοση του «Σταθμού» και τέσσερα μετά την έκδοση του «Αδελφικού». Ενδιαφέρον, σχεδόν μαγικό, το πώς λειτουργούν αυτά τα πράγματα, ασυναίσθητα και εν αγνοία μας.