Οι κοινωνίες αποφλοιώνονται. Αφαιρείται κάθε εξωτερική κρούστα που σχηματίστηκε στα χρόνια της ευημερίας και αποκαλύπτεται γυμνή η σύνθεση του κοινωνικού κορμού. Η σάλτσα που δημιουργούσε την αίσθηση ότι είχαν εξομοιωθεί οι πολίτες αφαιρείται. Και φαίνεται, όσο προχωράει το ξεφλούδισμα, όλο και πιο καθαρά η κοινωνική διαστρωμάτωση, αυτό που οι μαρξιστές αποκαλούν τάξεις.
Οι φτωχοί φτωχοί και οι πλούσιοι πλούσιοι. Τέρμα στην πρόσκαιρη αντιβασιλεία της μεσαίας τάξης, τέρμα τα μπουζούκια, τέρμα τα ιδιωτικά σχολεία στα βόρεια προάστια, τέρμα οι διακοπές στο εξωτερικό για ψώνια, τέρμα και οι ψευδαισθήσεις.
Ο καθένας εκεί που ανήκει, ανάλογα με το κομπόδεμά του. Τα ελεύθερα επαγγέλματα που έχτιζαν εξοχικά και γέμιζαν τις μαρίνες με σκάφη βυθίζονται αύτανδρα, και τα καταστήματα που έδιναν ζωή στους δρόμους και τις γειτονιές φιλοξενούν μόνο πεινασμένες κατσαρίδες και απλήρωτους λογαριασμούς. Ο σταθερός μισθός των υπαλλήλων μειώνεται και αποσταθεροποιείται, το στεγαστικό δάνειο όχι μόνο δεν εξασφαλίζει στέγη, αλλά γίνεται βραχνάς από αδυναμία αποπληρωμής και κατάσχεση, ακόμα και για βίαιη επιστροφή στο πατρικό στο χωριό ή ένταξη των ασθενέστερων στις στρατιές των αστέγων. Τα φροντιστήρια περικόπτονται και τα πτυχία γίνονται ακόμα πιο άχρηστα απ’ ό,τι ήταν, ιδιαίτερα από τις σχολές που η τύχη τους συνδέθηκε εξ αρχής όχι με την παιδεία, αλλά με τις ανάγκες των βουλευτών, τις καφετέριες και τα ενοικιαζόμενα της επαρχίας. Τα νοσοκομεία ουκρανοποιούνται με τους συγγενείς να κουβαλούν σεντόνια από το σπίτι και τους ασθενείς να αγοράζουν τα φάρμακα που τους γράφουν οι νοσοκομειακοί γιατροί από τα φαρμακεία. Οι νοικοκυρές, ξεχνώντας τις ντροπές, παίρνουν καρπούζι με τη φέτα, το κολατσιό στη δουλειά ξαναμπαίνει σε τάπερ από το σπίτι και τα τραγούδια του Καζαντζίδη για τη φτώχεια και τη μετανάστευση ξανακούγονται επίκαιρα.
Οι αφελείς, και είναι ακόμα πολλοί, συνεχίζουν να στέλνουν μηνύματα sos στα κόμματα εξουσίας ελπίζοντας ότι οι κυβερνώντες θα ακούσουν τις κραυγές τους. Δύσκολα ο πελάτης του Βενιζέλου, του Λοβέρδου, του Παπαϊωάννου και του Ρέππα, ή του Σαμαρά και της Μπακογιάννη, ο «γεια σου, μεγάλε!», θα χωνέψει ότι αυτοί δεν τον ακούνε. Αυτοί που ψήφους παίρνουν από τον κάθε ψηφοφόρο που κολάκευαν και κανάκευαν με εύθραυστους διορισμούς και δανεικές παροχές, αλλά εντολές παίρνουν από τον Τρισέ, την Μέρκελ και τον Ομπάμα. Αυτό το «όλοι ίδιοι είμαστε», που προηγήθηκε του «όλοι μαζί τα φάγαμε», βερνίκωσε την φλούδα της εξαπάτησης, της εξαγοράς και του εφησυχασμού που έκανε τον καθένα να πιστέψει ότι ο καπιταλισμός εξανθρωπίστηκε και δικαιώθηκε και οι καπιταλιστές αγίασαν. Και ότι οι πολιτικοί που ψηφίζει τον αντιπροσωπεύουν, τον υπηρετούν και τον προστατεύουν. Πώς να παραδεχτεί ο εγωιστής, ο συμφεροντολόγος και ο παραμυθιασμένος με το ονειρεμένο 4Χ4, την οθόνη πλάσματος στο σαλόνι, τη σινιέ τσάντα ασορτί με το τακούνι, το παιδί στο δημοτικό με κινητό και το σαββατόβραδο στη Βανδή, ότι πιάστηκε κορόιδο, ότι του τα πήρανε με το Χρηματιστήριο, του χρύσωσαν το χάπι με τους Ολυμπιακούς και τον ρίξανε χωρίς μπρατσάκια στις πιστωτικές και τα δάνεια! Κι ότι, τώρα, τα ψέματα τελείωσαν, θα του πάρουν και τα σώβρακα, κι ότι η κοινωνική του θέση είναι πιο κοντά όχι στον Βαρδινογιάννη, ούτε καν στη Μενεγάκη, όπως φαντασιωνόταν, αλλά στον Αλβανό μετανάστη στον οποίο έβγαζε τη μικροαστική του γλώσσα με περιφρόνηση!
Ο καθένας εκεί που ανήκει, ανάλογα με το κομπόδεμά του. Τα ελεύθερα επαγγέλματα που έχτιζαν εξοχικά και γέμιζαν τις μαρίνες με σκάφη βυθίζονται αύτανδρα, και τα καταστήματα που έδιναν ζωή στους δρόμους και τις γειτονιές φιλοξενούν μόνο πεινασμένες κατσαρίδες και απλήρωτους λογαριασμούς. Ο σταθερός μισθός των υπαλλήλων μειώνεται και αποσταθεροποιείται, το στεγαστικό δάνειο όχι μόνο δεν εξασφαλίζει στέγη, αλλά γίνεται βραχνάς από αδυναμία αποπληρωμής και κατάσχεση, ακόμα και για βίαιη επιστροφή στο πατρικό στο χωριό ή ένταξη των ασθενέστερων στις στρατιές των αστέγων. Τα φροντιστήρια περικόπτονται και τα πτυχία γίνονται ακόμα πιο άχρηστα απ’ ό,τι ήταν, ιδιαίτερα από τις σχολές που η τύχη τους συνδέθηκε εξ αρχής όχι με την παιδεία, αλλά με τις ανάγκες των βουλευτών, τις καφετέριες και τα ενοικιαζόμενα της επαρχίας. Τα νοσοκομεία ουκρανοποιούνται με τους συγγενείς να κουβαλούν σεντόνια από το σπίτι και τους ασθενείς να αγοράζουν τα φάρμακα που τους γράφουν οι νοσοκομειακοί γιατροί από τα φαρμακεία. Οι νοικοκυρές, ξεχνώντας τις ντροπές, παίρνουν καρπούζι με τη φέτα, το κολατσιό στη δουλειά ξαναμπαίνει σε τάπερ από το σπίτι και τα τραγούδια του Καζαντζίδη για τη φτώχεια και τη μετανάστευση ξανακούγονται επίκαιρα.
Οι αφελείς, και είναι ακόμα πολλοί, συνεχίζουν να στέλνουν μηνύματα sos στα κόμματα εξουσίας ελπίζοντας ότι οι κυβερνώντες θα ακούσουν τις κραυγές τους. Δύσκολα ο πελάτης του Βενιζέλου, του Λοβέρδου, του Παπαϊωάννου και του Ρέππα, ή του Σαμαρά και της Μπακογιάννη, ο «γεια σου, μεγάλε!», θα χωνέψει ότι αυτοί δεν τον ακούνε. Αυτοί που ψήφους παίρνουν από τον κάθε ψηφοφόρο που κολάκευαν και κανάκευαν με εύθραυστους διορισμούς και δανεικές παροχές, αλλά εντολές παίρνουν από τον Τρισέ, την Μέρκελ και τον Ομπάμα. Αυτό το «όλοι ίδιοι είμαστε», που προηγήθηκε του «όλοι μαζί τα φάγαμε», βερνίκωσε την φλούδα της εξαπάτησης, της εξαγοράς και του εφησυχασμού που έκανε τον καθένα να πιστέψει ότι ο καπιταλισμός εξανθρωπίστηκε και δικαιώθηκε και οι καπιταλιστές αγίασαν. Και ότι οι πολιτικοί που ψηφίζει τον αντιπροσωπεύουν, τον υπηρετούν και τον προστατεύουν. Πώς να παραδεχτεί ο εγωιστής, ο συμφεροντολόγος και ο παραμυθιασμένος με το ονειρεμένο 4Χ4, την οθόνη πλάσματος στο σαλόνι, τη σινιέ τσάντα ασορτί με το τακούνι, το παιδί στο δημοτικό με κινητό και το σαββατόβραδο στη Βανδή, ότι πιάστηκε κορόιδο, ότι του τα πήρανε με το Χρηματιστήριο, του χρύσωσαν το χάπι με τους Ολυμπιακούς και τον ρίξανε χωρίς μπρατσάκια στις πιστωτικές και τα δάνεια! Κι ότι, τώρα, τα ψέματα τελείωσαν, θα του πάρουν και τα σώβρακα, κι ότι η κοινωνική του θέση είναι πιο κοντά όχι στον Βαρδινογιάννη, ούτε καν στη Μενεγάκη, όπως φαντασιωνόταν, αλλά στον Αλβανό μετανάστη στον οποίο έβγαζε τη μικροαστική του γλώσσα με περιφρόνηση!
Απ’ τα ψηλά στα χαμηλά,
Γκαούρ
Γκαούρ
Σχόλια