Μόνο μια σου υπόσχεση δεν πρόλαβες να τηρήσεις. Να κλείσεις τα εκατό χρόνια. Να τα βάλεις και με τον χρόνο.
Όλα τα υπόλοιπα τα τήρησες με το παραπάνω.
Κάποιοι συγγραφείς παρατηρούν για να γράψουν για την εποχή τους, εσύ επέλεξες να βουτήξεις με όλο σου το είναι στα γεγονότα .
Όταν σε ρωτήσαμε αν υπήρχαν δυσκολίες απάντησες «η μόνη δυσκολία θα ήταν να μην κοιμάμαι με τη συνείδηση ήσυχη το βραδύ».
Δεν σου άρεσαν οι μακριές πολιτικές συζητήσεις, αλλά όλα σου τα έργα μιλάνε πολιτικά με βαθιά οξυδέρκεια. Το ποίημα Μπελογιάννης για τα γεγονότα του 1952, ο Διορθωτής για την περίοδο Στάλιν, Η λεωφόρος Παστερνάκ για τον Χρουτσώφ, Το νησί της Αφροδίτης για την Κύπρο, ο Κινηματίας για τη Δικτατορία, Μια Πράγα στον καθένα για τη Τσεχοσλοβακία το ’68. Και η τριλογία της Οδύσσειας των δίδυμων, Ο άλλος εμφύλιος και Ο ρυθμός του κόσμου για τη μετεμφυλιακή Ελλάδα.
Έγραφες ανάγλυφα τι σημαίνει για σένα κομματικός μηχανισμός στην Τασκένδη, μια κλοπή συλλογικών ονείρων που ούρλιαζαν στην ερημιά συνειδήσεων στη σοβιετική Ασία. Όλα σου τα έργα ανέδιδαν μια θεατρικότητα, είτε ήταν πεζά είτε όχι, και μια λυρικότητα που ανάπνεε ντοστογιεφσκικό αέρα κάτω από τις λέξεις. Ένιωθες μεγάλη αγάπη για τη χώρα που σπούδασες και έζησες, αλλά ταυτόχρονα ζητούσες γη ελληνική να μυρίζεις.
Όταν σε ρωτήσαμε γιατί στα μυθιστορήματά σου καταλήγουν σε τόσο άσχημο τέλος οι ήρωες, απάντησες «Ήταν σκοτεινοί οι καιροί, είχα χρέος να το αποτυπώσω αυτό».
«Μονάχα τα μηδενικά φοβούνται να ξεκινήσουν από το μηδέν», δήλωσε ένας ήρωάς σου. Δεν δίστασες να αρχίσεις στην Ελλάδα, να ξαναρχίσεις στην Τασκένδη, στη Μόσχα, και ξανά στην Ελλάδα πάλι από την αρχή. Με μια σπάνια εργατικότητα να αποτυπώσεις το κλίμα των καιρών σου αμερόληπτα. Αλλά σεμνά, δίχως να το εξαργυρώσεις πουθενά.
Ήσουν η ζωντανή απόδειξη ότι υπηρετώντας πιστά τη συνείδησή σου μπορείς να υπάρξεις όπως ορίζεις, να πολεμήσεις για την Ελλάδα, να πάρεις διεθνή βραβεία για την ποίηση και τα έργα σου, να ανεβάσεις θεατρικά που να φωνάζουν παντού με την κραυγή της μάνας όσα δεν γράφονταν για την Κύπρο, να γράψεις τα βιβλία σου όπως εσύ έζησες την ιστορία.
Και όλα αυτά να μην χαθούν σε κάποιο μαγκανοπήγαδο της ιστορίας, αλλά να υπάρχουν ζωντανά σε όποιον θέλει να τα γνωρίσει. Διότι ήταν αληθινά, ήταν το αληθινό και καθαρό πρόσωπό σου.
Με τις πράξεις σου μάς δίδαξες ότι μόνο αληθινοί μπορούμε να ορίσουμε την ιστορία, όπως εμείς θα παλέψουμε να τη φτιάξουμε. Και όλα αυτά μόνο με σεμνότητα, και ευγνωμοσύνη που τα έζησες. Όπως δήλωσες: «Ήμουνα τυχερός, κάποιοι δεν γύρισαν ποτέ».
Ευχαριστούμε Αλέξη…
«δ»