Οι σοβιετικοί συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας αδερφοί Στρουγκάτσκι -ο δάσκαλος, διερμηνέας και εκδότης Αρκάντι (1925-1991), καθώς και ο αστρονόμος Μπόρις (1933-2012)- έγιναν γνωστοί στη Δύση κυρίως από το διήγημά τους «Πικνίκ δίπλα στο δρόμο» (1972), που αποτέλεσε τη βασική πηγή έμπνευσης της ταινίας «Στάλκερ» (1979) του Αντρέι Ταρκόφσκι. Γαλουχημένοι από τον σοβιετικό ουμανισμό των Ιβάν Εφραίμωφ και Στάνισλαβ Λεμ, οι Στρουγκάτσκι ξεκίνησαν να γράφουν τέλη του ’50, εγκωμιάζοντας τις απεριόριστες δυνατότητες των αξιοθαύμαστων επιτευγμάτων επιστήμης και τεχνολογίας για μια ουτοπική κοινωνία, τάση που στα μέσα του ’60 σταδιακά υποχώρησε μπρος στον σοβιετικό ορθολογισμό, αναπτύσσοντας στοιχεία σάτιρας και ψυχολογικού ρεαλισμού. Στο σινεμά έχει μεταφερθεί και το παλιότερο μυθιστόρημά τους «Δύσκολο να είσαι Θεός» (1964) –δίχως ακόμα ελληνική μετάφραση- αρχικά το 1989, απ’ τον Γερμανό Πίτερ Φλάισμαν, ενώ αποτέλεσε και το κύκνειο άσμα του άγνωστου στη χώρα μας πρωτότυπου Ρώσου σκηνοθέτη Αλεξέι Τζέρμαν (1938-2013). Μαθητής του σοβιετικού σκηνοθέτη Γκριγκόρι Κοζίντσεφ, ο Τζέρμαν, σε μια καριέρα σχεδόν πενήντα ετών κατάφερε να ολοκληρώσει, βιώνοντας διώξεις και αποκλεισμούς, μόνο έξι σχεδόν πάντα ασπρόμαυρες ταινίες, μερικές από τις οποίες προβλήθηκαν στη Ρωσία επί περεστρόικας. Τα γυρίσματα της αριστουργηματικής τελευταίας ταινίας του «Δύσκολο να είσαι Θεός» (2013), ελεύθερη μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος των αδερφών Στρουγκάτσκι, κράτησαν περίπου 6 χρόνια, αλλά πέθανε από καρδιακή ανεπάρκεια, με συνέπεια να την ολοκληρώσει ο γιος του Αλεξέι Τζέρμαν Τζούνιορ («Εξόριστος συγγραφέας /Dovlatov»/2018). Αυτή η ταινία προβλήθηκε ονλάιν στα πλαίσια του αφιερώματος «Ένα αβέβαιο μέλλον», του πρόσφατου διαδικτυακού 33ου Πανοράματος Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου. 

Στο μέλλον, μια ομάδα 30 επιστημόνων ταξιδεύει από τη Γη στον σχεδόν αντίστοιχο πλανήτη Αρκανάρ, που έχει μείνει πολιτισμικά και τεχνολογικά αιώνες πίσω, διότι εκεί δεν επήλθε ποτέ η Αναγέννηση. Με τη βάναυση καταστολή κάθε εκσυγχρονιστικού και προοδευτικού κινήματος, υπό την καθοδήγηση σκοταδιστικού ιερατικού καθεστώτος, καταστράφηκαν πανεπιστήμια και εκτελέστηκαν καθηγητές, σοφοί και λόγιοι, καταδικάζοντας τον τοπικό πολιτισμό σε μια παρατεταμένη περίοδο ισοδύναμη με τον Μεσαίωνα στη Γη. Μερικοί από τους επιζήσαντες επιστήμονες από τη Γη κατέφυγαν στον γειτονικό πλανήτη Ιρουκάν, ενώ οι υπόλοιποι έζησαν ανάμεσα στις εσωτερικές έριδες μεταξύ ντόπιων αρχόντων και θρησκευτικών αιρέσεων, με τάγματα φανατικών θρησκόληπτων να επιβάλλουν συμμόρφωση με φριχτά βασανιστήρια, σε αντιστοιχία με την Ιερά Εξέταση. Δεσμευμένοι να παραμείνουν αμέτοχοι, δίχως να μπορούν σκοτώσουν ή να παρέμβουν στα γεγονότα με τις γνώσεις τους, οι επιζήσαντες αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν μια οπισθοδρομική φεουδαρχική κοινωνία με αφέντες και δούλους. Η ταινία επικεντρώνεται σ’ έναν από αυτούς, που μετονομάστηκε σε Ντον Ρουμάτα (Λεονίντ Γιαρμόλνικ), άρχοντα 17ης γενιάς, που κατοικεί με την νεαρή νύφη του σε ένα μεγάλο κάστρο, ανάμεσα σε φτωχικά παραπήγματα και δύσοσμες ελώδεις περιοχές, πνιγμένες στην ομίχλη και στη λάσπη, από τις σύντομες, κατακλυσμιαίες βροχές. Ενταγμένος στη φεουδαρχική νοοτροπία, ο άλλοτε επιστήμονας Ντον Ρουμάτα προκαλεί δέος και τρόμο στους αγράμματους ντόπιους, που τον αντιμετωπίζουν ως Θεό, νόθο γιο της τοπικής ειδωλολατρικής θεότητας Γκόραν. Όταν έμαθε πως ένας γιατρός φίλος του έχει απαχθεί από τους «Γκρίζους», την πολιτοφυλακή του τυραννικού πρωθυπουργού Ντον Ρέμπα, τον αναζητά στα κάστρα και στα μπουντρούμια των γειτονικών αρχόντων, σε ένα χαοτικό οδοιπορικό, μπεκροπίνοντας με την ντόπια αριστοκρατία, όπου ανήκουν και αρκετοί επιστήμονες από τη Γη. Η εισβολή στο κάστρο του από τους «Μαύρους», θρησκευτικούς ζηλωτές της Ιερής Τάξης, τον φέρνει αντιμέτωπο με τη σκληρή πραγματικότητα, καθώς συνειδητοποιεί πως μπρος στη βαρβαρότητα, αν και Θεός, παραμένει ανίσχυρος. Από απλός παρατηρητής, εξαναγκάζεται να ασκήσει ασυγκράτητη βία, καταλήγοντας μοιραία σε απερίγραπτο μακελειό.

Σε μια δυσνόητη πλοκή με πολλούς χαρακτήρες, που φωτίζεται ενίοτε από εκτός κάδρου αφήγηση, ο Τζέρμαν επιλέγει να αποδώσει τον εσωτερικό ψυχισμό του πρωταγωνιστή, μέσα από μια εξαιρετική κινηματογράφηση σε ασπρόμαυρο, που αναδεικνύει γκρι ποιότητες δίχως έντονα κοντράστ, δημιουργώντας εφιαλτικές εικόνες μεσαιωνικής αισθητικής. Αναδεικνύοντας το γκοτέσκο για να μεταφέρει αίσθηση ανθρώπινης δυστυχίας, βιαιότητας και άγνοιας, ο Τζέρμαν ανατρέχει στην παρακαταθήκη της ζωγραφικής στο μεταίχμιο όψιμου Μεσαίωνα και πρώιμης Αναγέννησης, με εικόνες βγαλμένες απ’ τους πίνακες του Φλαμανδού Ιερώνυμου Μπος (περ.1450-1516), που μέσα από αιρετικές χιμαιρικές απεικονίσεις αλληγορικού χαρακτήρα δίνει εικόνα στη διεφθαρμένη φύση του ανθρώπου, αλλά και απ’ τη ζωγραφική του Ολλανδού Πίτερ Μπρέγκελ του Πρεσβύτερου (1525-1569), ένθερμου θαυμαστή και συνεχιστή του Μπος, που εστίασε στον κόσμο της λαϊκής παράδοσης, καταγράφοντας με κωμική δύναμη την καθημερινότητα της ζωής στο χωριό και στην ύπαιθρο.

Με ελάχιστα σταθερά και μακρινά πλάνα που εντάσσουν τη διαδρομή στο τοπίο, ο Τζέρμαν αποδίδει τη χαοτική ατμόσφαιρα ενός παρακμιακού πολιτισμού, μέσα από ασφυκτικά γεμάτα και κοντινά μονοπλάνα, με μελετημένη σκηνογραφία μεσαιωνικής αισθητικής. Στο περιορισμένο κάδρο, η διαρκής συνύπαρξη πολλών προσώπων ταυτόχρονα μεταφέρει κλειστοφοβική αίσθηση συνωστισμού. Η κάμερα διαρκώς ακολουθεί τον πρωταγωνιστή εν κινήσει, κινηματογραφημένο κατά πρόσωπο ή με γυρισμένη πλάτη, καθώς απομακρύνεται ή πλησιάζει, σε επεξεργασμένα φελινικής έμπνευσης τράβελινγκ διαρκείας, με αόρατο μελετημένο μοντάζ και συγχρονισμένα ρακόρ κάθε φορά που γεμίζει η οθόνη με το πλήθος κρεμασμένων από ψηλά αντικειμένων, αλυσίδων, σχοινιών, γάντζων, παστών ψαριών και αλλαντικών, που προσπερνούν ή σκοντάφτουν πάνω τους οι χαρακτήρες. Οι ηθοποιοί κινηματογραφούνται πίσω από τραπέζια γεμάτα αποφάγια, δημιουργώντας παρακμιακές νεκρές φύσεις, βγαλμένες επίσης από την εικονογραφική παράδοση της φλαμανδικής αναγεννησιακής ζωγραφικής. Οι πρωταγωνιστές εμφανίζονται με φόντο πλήθος κόσμου, ενώ ανάμεσά τους κυκλοφορούν κότες και χήνες, εντείνοντας το αγροτικό στοιχείο. Στο πρώτο πλάνο κινηματογραφούνται εμμονικά γουρονοκεφαλές, καζάνια και κρεμασμένα πτώματα. Μπροστά από τα πρόσωπα παρεμβάλλονται μετακινούμενα αντικείμενα, όπως μπότες και ξίφη, αλλού ένας υπηρέτης ανιχνεύει το χαλασμένο του δόντι, μια χούφτα κλείνει απότομα για να αιχμαλωτίσει μύγες, ενώ χέρια φορούν γάντια, σφίγγουν γροθιές ή κουνάνε δάχτυλα. Στα λιγοστά υποκειμενικά πλάνα, όπου τα πρόσωπα κοιτούν ή απευθύνονται στην κάμερα, δεν αποσαφηνίζεται αν πρόκειται για την οπτική του αμέτοχου αρχικά πρωταγωνιστή.

Το ταρκοφσκικό σκηνοθετικό στίγμα του Τζέρμαν ξεδιπλώνεται στα τράβελινγκ, όταν με αφορμή την καταγραφή της διαδρομής ενός χαρακτήρα, αποκαλύπτονται κομβικές σκηνές στο πίσω πλάνο, αντίστοιχα με την αποχώρηση από το πρώτο πλάνο ενός προσώπου, που φανερώνει εικόνες συμφοράς στο φόντο.

Η αφθονία στο κάστρο του άρχοντα Ρουμάτα ενισχύει την ταξική αντίθεση με τους εξαθλιωμένους χωρικούς που απεικονίζονται χωμένοι σε λάσπες και ακαθαρσίες. Στην σκωπτική εισαγωγή, με φόντο προτεταμένα οπίσθια έτοιμα να αφοδεύσουν από ψηλά, σκηνή βγαλμένη από τον πίνακα του Μπρέγκελ του Πρεσβύτερου «Παροιμίες των Κάτω Χωρών» (1559), η λέξη που εκστομίζουν μοιρολατρικά οι χωρατατζήδες χωρικοί, πασαλειμμένοι με ακαθαρσίες, είναι «φτώχεια». Βασικό μεσαιωνικό χαρακτηριστικό η παντελής έλλειψη καθαριότητας τονίζεται στο έπακρο, μέσα από αποκρουστικές εικόνες και αηδιαστικές χειρονομίες, σε μια φυσιογνωμική σπουδή στους πίνακες των Μπος και Μπρέγκελ.

Οι αλυσοδεμένοι δούλοι και οι άξεστοι χωρικοί διαρκώς φτύνουν και φυσούν τη μύτη, συχνά αυτοχαστουκίζονται για να διώξουν έντομα και παράσιτα, ενώ πασαλείβονται, γλιστρούν στις λάσπες, σπρώχνονται και σκοντάφτουν χύνοντας φαγητά ο ένας στον άλλον, παραπέμποντας και στα γκαγκ του πρώιμου κινηματογράφου. Εμφανίζονται ιδρωμένοι, βρώμικοι, με περίεργες παραμορφωμένες φάτσες από ρυτίδες και πληγές, ενίοτε μονόφθαλμοι και κουτσοδόντηδες, σε αντίστοιχη μορφολογική ποικιλία καρικατουρίστικων χαρακτηριστικών και μορφασμών που συναντούμε στον πίνακα του Μπος «Ο Χριστός φέρων τον Σταυρό» (1503-4) (εκδοχή της Γάνδης).

Στον αντίποδα, ο άρχοντας Ρουμάτα εμφανίζεται ρωμαλέος και ατρόμητος, μουσάτος με γλυκιά φυσιογνωμία σαν τους ευγενείς της Ισπανικής Αναγέννησης. Πυρήνας που γύρω του περιστρέφονται σαν δορυφόροι οι πάντες, ο Ρουμάτα περιστοιχίζεται διαρκώς από τους δούλους του, που οπισθοχωρούν για να περάσει, προσφέροντάς του συνεχώς να πιει ή να καπνίσει, τον βοηθούν να πλυθεί και να ντυθεί, κουβαλούν καρέκλες και ομπρέλες ακολουθώντας τον πεζοί, ενώ αυτός βρίσκεται καβάλα στ’ άλογο. Για να αποφύγει τη μπόχα, ο Ρουμάτα καλύπτει τη μύτη του με ολόλευκο παρφουμαρισμένο μαντήλι, ενώ σε νοσταλγική αναπόληση σαιξπηρικού ύφους, απαγγέλει στίχους του Παστερνάκ, γερμένος σε φιλικό ώμο, σε διονυσιακά στιγμιότυπα με πληθωρικούς καλόγερους που ανακαλούν τις «Καμπάνες του Μεσονυχτίου» (1965/Όρσον Γουέλς). Οι χιουμοριστικές γκριμάτσες του πρωταγωνιστή-Θεού προέρχονται απ’ τις γκροτέσκο δαιμονικές μορφές στα λατρευτικά ξυλόγλυπτα, ενώ η φήμη της γέννησής του από το κεφάλι του τοπικού θεού, παραπέμπει σε αρχαιοελληνικούς μύθους.

Σκληρός ο Ρουμάτα επιβάλλει υπεροχή και ταξική ανωτερότητα σε ένα κρεσέντο σαδιστικής βίας, ζουλώντας μύτες, σπρώχνοντας, κλωτσώντας ασύστολα και μαστιγώνοντας αλύπητα τους υπηρέτες, ενώ έχει τη φήμη πως πετσοκόβει αυτιά, συναγωνιζόμενος τη βαρβαρότητα των εκμαυλισμένων ντόπιων αρχόντων, που ξεριζώνουν μάτια. Η αποθέωση άσεμνου και ακαλαίσθητου μεταφράζει την αποχαυνωτική παρακμή και εξαθλίωση, χαρακτηριστικό του εκφυλισμού που γεννά φτώχεια και υπανάπτυξη σε μια κοινωνία αφαιμαγμένη από την τυραννία.

Φορώντας κράνος με κέρατα, αστραφτερή πανοπλία και μεταλλικά φολιδωτά γάντια, συχνά κινηματογραφημένα σε κοντινά πλάνα, ο Ρουμάτα παραπέμπει πότε σε δράκο και πότε σε μανιασμένο ταύρο –σύμβολο αρρενωπότητας και γονιμότητας– πριν αρχίσει να ξεκοιλιάζει, βουτηγμένος σε πίδακα αίματος στην τελική σφαγή.

Το εφιαλτικό σύμπαν της ταινίας συνοψίζεται στη σκηνή του προαυλίου, στον «Πύργο της Χαράς», ειρωνική ονομασία του μέρους όπου οι φανατισμένοι θρησκόληπτοι επιδίδονται σε θηριωδίες. Μόλις ανοίξουν οι πύλες, διαφαίνονται στο φόντο κρεμάλες και άνθρωποι που καίγονται στην πυρά, θυμίζοντας τόσο την αναπαράσταση της Κόλασης από το Τρίπτυχο «Κάρο του σανού» (περί 1510-16) του Ιερώνυμου Μπος, με ασυνήθιστο ρεπερτόριο από σωματικές τιμωρίες για τους αμαρτωλούς, που εκφράζει την ηθική παρέκκλιση του ανθρώπου, όσο και τον μακάβριο πίνακα «Ο Θρίαμβος του Θανάτου» (1562) του Μπρέγκελ του Πρεσβύτερου, πίνακα που αποτελεί αναφορά και στο μακρινό πλάνο, όπου πολυάριθμοι στρατιώτες της φάλαγγας της Ιερής Τάξης συγκεντρώνονται έξω απ’ το κάστρο του Ρουμάτα, σε μια οργανωμένη σε επιμέρους ζώνες πολυπληθή σύνθεση.

Η φιγούρα της εγκύου που κοιλοπονεί περπατώντας στις λάσπες παραπέμπει στον πίνακα του Φλαμανδού Γιαν βαν Άικ (1390-1441) «Ο γάμος των Αρνολφίνι» (1434), ενώ οι ιδιόμορφες φυσιογνωμίες σε σειρά κοντινών, σαν περιθωριακά πορτραίτα, θυμίζουν πληθώρα προσωπογραφιών των Ντύρερ και Αντονέλο ντα Μεσσίνα.

Η ανάδειξη εξαθλίωσης και φτώχειας που μεταφέρει ο Τζέρμαν, ως βασικό χαρακτηριστικό του Μεσαίωνα, ακολούθησε την παράδοση που χάραξε το σατυρικό ιταλικό σινεμά, με τους «Γενναίους του Μπρανκαλεόνε» (1966/Μάριο Μονιτσέλι), που διακωμωδούν μιζέρια και θρησκευτική παράνοια στον Μεσαίωνα, σε αντιδιαστολή με την παραπλανητική απεικόνιση των επικών χολιγουντιανών παραγωγών εποχής. Λάσπες, βρωμιά και δυσωδία ως σύμφυτα στοιχεία του πρωτογονισμού της μεσαιωνικής εποχής απεικονίζονται μοναδικά και στο αιρετικό «Αδελφάτο των ιπποτών της ελεεινής Τραπέζης» (1975/Τέρι Γκίλιαμ-Τέρι Τζόουνς). Απαλλαγμένος από τον ερωτισμό του Παζολίνι, ο Τζέρμαν δανείζεται απ’ τις σατυρικές ταινίες του «Δεκαήμερο» (1971) και «Θρύλοι του Καντέρμπουρι» (1972), το γκροτέσκο στοιχείο, ενώ ο μονόφθαλμος καμπούρης καλόγερος Αράτα, που στην ταινία του Τζέρμαν καλεί τους χωρικούς σε ανταρσία, παραπέμπει στο «Όνομα του Ρόδου» (1986/Ζαν-Ζακ Ανώ).

Με πληθώρα ήχων και θορύβων, αλλά δίχως πρωτότυπη μουσική, η συναισθηματική φόρτιση της ταινίας πηγάζει απ’ τις εικαστικές συνθέσεις των κάδρων, τις ενδυματολογικές επιλογές και την προσεγμένη σκηνογραφία με πετρόχτιστα μεσαιωνικά οικήματα. Λιγοστές μονάχα μουσικές φράσεις παίζονται επιτόπου από τους χαρακτήρες. Περιπαικτικός σκοπός από φυσαρμόνικα ακούγεται σε κάποια λασπωμένη στάνη, μελαγχολικό σφύριγμα παρόμοιο με τις «Νύχτες της Μόσχας» ακούγεται στις μποέμ νοσταλγικές συναντήσεις των αρχόντων από τη Γη, υπηρέτες βαστούν τύμπανα, σείστρα και αυτοσχέδιες στριφογυριστές σάλπιγγες που ηχούν παράφωνα στην αναγγελία των ευγενών, ενώ σ’ ένα περίεργο ετεροχρονισμένο μουσικό στιγμιότυπο, αυτοκινούμενο όχημα σέρνει εξέδρα με δυο μεθυσμένους μακρυμάλληδες σαλτιμπάγκους, με τον έναν να λικνίζεται, βαστώντας μποτίλια, στο ρυθμό ενός υπόκωφου ροκ που γρατζουνάει ο άλλος σε έγχορδο, μέχρι να χαθούν στην πυκνή ομίχλη, σκηνή που εισάγεται μέσα από το μονότονο ξεφωνητό ενός αγοριού, ακαλλιέργητου στη μουσική αρμονία. Αντίθετα, ο πρωταγωνιστής παίζει μουσικά όργανα και παρουσιάζεται να έχει ιδιαίτερη σχέση με τη μουσική. Στην εξαιρετική αρχή, ο πρωταγωνιστής ξυπνάει στο κάστρο του και ανάμεσα στα αποφάγια πιάνει ένα αυτοσχέδιο σαξόφωνο για να παίξει θλιμμένη τζαζ μελωδία, παρόμοια με το νοσταλγικό «Petite fleur» του Σίντνεϊ Μπεσέ, καθώς διασχίζει στενούς διαδρόμους, περιστοιχισμένος απ’ τους σκλάβους του. Άλλοτε, ο Ρουμάτα είναι ο μόνος που ζητάει με ενθουσιασμό πότε να φυσήξει δυο νότες σε κάποιο αυτοσχέδιο πνευστό, πότε να παίξει με τα καμπανάκια που βρίσκει σε κάποιο από τα κάστρα, σκαρώνοντας σύντομες μελωδικές φράσεις.

Στο νοσταλγικό φελινικό φινάλε, ο Ρουμάτα σε κάποια ηλικία, με γυαλιά, αυτοσχεδιάζει στο σαξόφωνο την ίδια θλιμμένη μελωδία, αναχωρώντας μαζί με τους δούλους του, πάνω σε ένα κάρο που χάνεται στο χιονισμένο λευκό τοπίο, θυμίζοντας πίνακα του Μπρέγκελ, ενώ από το βάθος πλησιάζουν ένας άντρας με ένα κορίτσι, σχολιάζοντας τη μουσική. Στη σύντομη στιχομυθία τους «-Σ’ αρέσει αυτή η μουσική; -Δεν ξέρω», η απάντηση του παιδιού «-Εμένα, μόλις την ακούω πονάει η κοιλιά μου» υποδηλώνει την εξέλιξη από τους πρωτόγονους ήχους των απαίδευτων χωρικών στην αρχή, συμπυκνώνοντας την ελπίδα πολιτισμικής ανάτασης, μέσα από τη μουσική.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή, είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!