Την Τετάρτη 10 Απριλίου πραγματοποιήθηκαν οι εκλογές στους φοιτητικούς και σπουδαστικούς συλλόγους όλης της χώρας. Τα αποτελέσματα δεν διαφέρουν και πολύ σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Πρώτη δύναμη βγαίνει για ακόμη μια χρονιά η ΔΑΠ με ποσοστό που ξεπερνάει το 40%, ακολουθεί σταθερά δεύτερη η ΠΚΣ, παράταξη του ΚΚΕ, με ποσοστό πάνω από 20%, τρίτη έρχεται η ΠΑΣΠ με ποσοστό 11% στα ΑΕΙ και 20% στα ΤΕΙ, στην τέταρτη θέση έρχονται τα ΕΑΑΚ, σε άλλους συλλόγους μόνα τους, σε άλλους μαζί με τις φοιτητικές δυνάμεις της ΛΑΕ κι αλλού διασπασμένα, με ποσοστό που αγγίζει το 10%, ενώ στην τελευταία θέση έρχεται η κυβερνητική παράταξη Bloco μη καταφέρνοντας για ακόμη μια χρονιά να ξεκολλήσει από το ποσοστό του 1%. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η συμμετοχή, που παρ’ ότι σε σχέση με πέρσι ψήφισαν 8.000 περισσότεροι φοιτητές και σπουδαστές, παραμένει χαμηλό αφού σε σχέση με μια δεκαετία η συμμετοχή έχει πέσει κάτω από το μισό (2009 η συμμετοχή: 150.000, 2019 η συμμετοχή: 70.000). Ενώ τέλος για ακόμη μια χρονιά δεν έλειψαν και τα παρατράγουδα, με τις εκλογές να μην πραγματοποιούνται σε δύο απ’ο τους μεγαλύτερους συλλόγους της χώρας (ΟΠΑ, Πάντειος) ή να μην αναγνωρίζονται από παρατάξεις τα αποτελέσματα λόγω νοθείας σε άλλες (ΤΕΙ Θεσσαλονίκης).
Τα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ έχουν μπει σε μια ιδιότυπη κανονικότητα κι αυτό αντανακλάται και στον τρόπο που διεξήχθησαν οι φοιτητικές εκλογές και εν γένει η πολιτική εντός τους. Σταθεροποιούνται οι παρατάξεις που έχουν κάποιον κομματικό μηχανισμό πίσω τους, και βολεύονται από το μοίρασμα της πίτας, σε ένα περιβάλλον αδιαφορίας και αποπολιτικοποίησης. Την ίδια στιγμή οι πραγματικές ανάγκες των χώρων σπουδών και της νεολαίας μένουν στο περιθώριο, ενώ το ίδιο συμβαίνει και με την ενεργοποίηση και την συμμετοχή των πολλών. Η κατάσταση αυτή παρατείνει το αδιέξοδο και την αδυναμία των πανεπιστημίων να γίνουν ένας χώρος πραγματικής δημιουργίας, ένας χώρος χρήσιμος για την κοινωνία. Αυτή η κατάσταση βολεύει όσους σχεδιάζουν την παρακμή και την απαξίωση του δημόσιου πανεπιστημίου, όσους πειραματίζονται όπως η κυβέρνηση και ο υπουργός Γαβρόγλου με συγχωνεύσεις και «αναβαθμίσεις» σχολών. Σίγουρα η κατάσταση αυτή δεν βολεύει τους πολλούς σπουδαστές, εργαζόμενους, ερευνητές και καθηγητές που αδυνατούν να εκφραστούν μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον πλήρους υπαγωγής της γνώσης στα κάθε λογής συμφέροντα, απαξίωσης του εκπαιδευτικού και ερευνητικού έργου, εγκατάλειψης των σχολών κ.ο.κ.. Η δική τους αφύπνιση και ενεργοποίηση, μέσα απ’ τους δικούς τους δρόμους και τρόπους είναι η προϋπόθεση για να σπάσει αυτή η στασιμότητα.
Μ.Α.