Η Σιρίν Αμπού Άκλεχ ήταν μια μορφή γνωστή σε όλο τον αραβικό κόσμο. Με διπλή υπηκοότητα, παλαιστινιακή και αμερικανική, ήταν επί 25 χρόνια ανταποκρίτρια του Αλ Τζαζίρα στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη. Γεννήθηκε το 1971 στη Βηθλεέμ, σε ελληνορθόδοξη οικογένεια. Σπούδασε αρχιτεκτονική και δημοσιογραφία στην Ιορδανία, και το 1997 εγκαταστάθηκε την κατεχόμενη Ιερουσαλήμ. Εκεί άρχισε να δουλεύει για το Αλ Τζαζίρα, κερδίζοντας σταδιακά τον χαρακτηρισμό της «παλαίμαχης δημοσιογράφου και εξέχουσας μορφής των αραβικών ΜΜΕ», όπως έγραψαν οι Times of Israel. Ήταν μία από τις πρώτες γυναίκες πολεμικές ανταποκρίτριες στη Μέση Ανατολή, σε μια εποχή που ο ρόλος των γυναικών δημοσιογράφων περιοριζόταν στην παρουσίαση των ειδήσεων από τα τηλεοπτικά στούντιο. Η ίδια έλεγε πρόσφατα: «Επέλεξα να γίνω δημοσιογράφος για να βρίσκομαι κοντά στον λαό μου. Μπορεί να μην είναι εύκολο να αλλάξει η πραγματικότητα, αλλά τουλάχιστον είμαι σε θέση να μεταδώσω τη φωνή του στον υπόλοιπο κόσμο».
Τώρα πια ο «αναμεταδότης» σίγησε. Η «φωνή της Παλαιστίνης» φιμώθηκε μια και καλή. Το πρωί της Τετάρτης 11 Μαΐου, κι ενώ ασκούσε το λειτούργημά της καλύπτοντας τη νιοστή εισβολή του κατοχικού στρατού στην Τζενίν, προπύργιο της Παλαιστινιακής Αντίστασης στη Δυτική Όχθη, η Σιρίν Αμπού Άκλεχ δολοφονήθηκε εν ψυχρώ από σκοπευτή του ισραηλινού στρατού. Το αλεξίσφαιρο γιλέκο και το κράνος με την ευδιάκριτη σήμανση «Press» δεν την προστάτευσαν… Επίσης πυροβολήθηκε στην πλάτη και ο δημοσιογράφος Αλί αλ-Σαμούντι, που παραμένει τραυματισμένος σε νοσοκομείο. Η πόλη Τζενίν, όπου συνάντησε τον θάνατο, ήταν η αγαπημένη της Παλαιστίνιας δημοσιογράφου: «Είναι η πόλη που μπορεί να ανυψώσει το ηθικό μου και να με βοηθήσει να πετάω. Ενσαρκώνει το παλαιστινιακό πνεύμα, που μερικές φορές τρεμουλιάζει και πέφτει αλλά, κόντρα σε κάθε πρόβλεψη, ξανασηκώνεται και συνεχίζει να πετά ψηλά και να ονειρεύεται», έλεγε η Σρίν…
Ένοχοι και συνένοχοι
Αρχικά το κατοχικό κράτος προσπάθησε να αρνηθεί την ενοχή του: ο ακροδεξιός πρωθυπουργός Ναφτάλι Μπένετ είχε μάλιστα το θράσος να ισχυριστεί ότι η Σιρίν σκοτώθηκε από παλαιστινιακά πυρά, και οι υπεύθυνοι δημοσίων σχέσεων(!) του κατοχικού στρατού κοινοποίησαν βίντεο με ένοπλο Παλαιστίνιο μαχητή να πυροβολεί «κάπου» στη Δυτική Όχθη. Όμως, όπως αποδείχθηκε από επιτόπιες έρευνες δημοσιογράφων και εμπειρογνωμόνων, οι μόνοι ένοπλοι στην περιοχή που δολοφονήθηκε η δημοσιογράφος ήταν ισραηλινοί στρατιώτες και έποικοι… Τώρα ο Μπένετ λέει ότι ο φυσικός αυτουργός της δολοφονίας είναι άγνωστος. Οι ηθικοί αυτουργοί είναι όμως γνωστοί σε όλους: πρόκειται για τα πιο ακραία στοιχεία της ισραηλινής κυβέρνησης, περιλαμβανομένου του πρωθυπουργού, που είχαν στοχοποιήσει την Σιρίν ως «απολογητή της τρομοκρατίας».
Η Σιρίν Αμπού Άκλεχ δεν είναι η μοναδική ενοχλητική φωνή που σιγεί οριστικά με τέτοιο τρόπο: από το 2000 μέχρι σήμερα έχουν δολοφονηθεί όχι ένας και δύο, αλλά πενήντα Παλαιστίνιοι δημοσιογράφοι! Και, φυσικά, δεν έχει ανοίξει μύτη: οι Δυτικοί και τα ΜΜΕ τους περιορίζονται σε «εκκλήσεις για ηρεμία» και υποκριτικές παραινέσεις για «ενδελεχή έρευνα» (από ποιους;). Δεκάδες ακόμη Παλαιστίνιοι δημοσιογράφοι παραμένουν φυλακισμένοι, συχνά ως «διοικητικοί κρατούμενοι», δηλαδή φυλακισμένοι επ’ αόριστον χωρίς δίκη – με πιο χαρακτηριστική περίπτωση αυτήν της Μπούσρα αλ-Ταουίλ. Οι New York Times πένθησαν, υποτίθεται, τον χαμό της συναδέλφου τους με τον εξής απίστευτο τίτλο: «Πρωτοπόρα Παλαιστίνια δημοσιογράφος πεθαίνει στα 51». Ο Μπασάμ Καβάγια, νομικός και καθηγητής του Πανεπιστημίου της Ν. Υόρκης, σχολίασε: «Ο τίτλος “Πεθαίνει στα 51” είναι πραγματικά περίεργος τρόπος για να πεις ότι ένας δημοσιογράφος πυροβολήθηκε στο κεφάλι»…