της Λόλας Σκαλτσά
Ένα συνηθισμένο βραδάκι, μέσα σε ένα λεωφορείο της γραμμής με τους επιβάτες κλεισμένους στα προβλήματά τους και στις σκέψεις τους. Δεν υπάρχει τίποτα που να τους προκαλέσει την περιέργεια ή το ενδιαφέρον, μέχρι τη στιγμή που επιβιβάζεται ένας αλλόκοτος τύπος με βρόμικα ρούχα και απλανές βλέμμα. Πιάνει μια γωνιά και στέκεται. Σε λίγη ώρα η ατμόσφαιρα γίνεται αποπνικτική και όλοι απομακρύνονται από κοντά του, αφού μια έντονη δυσοσμία τον περιβάλλει.
Μια καθώς πρέπει κυρία πλησιάζει τον οδηγό, ο οποίος μάλλον δεν έχει δει το περιστατικό, και τον παρακαλεί –εξ ονόματος όλων των επιβατών– να σταματήσει το λεωφορείο, γιατί είναι αδύνατον να συνταξιδέψουμε μ’ αυτό το περιθωριακό άτομο που «βρομάει και ζέχνει». Όντως, το λεωφορείο σταματά σε μια στάση και πολύς κόσμος αποβιβάζεται για να… γλιτώσει. Ο οδηγός τηλεφωνεί στο «100» αναφέροντας το πρόβλημα και περιμένει την άμεση δράση του. Ο «αλλόκοτος τύπος» μην έχοντας επίγνωση της κατάστασής του, αλλά χωρίς μπορεί να καταλάβει τι συμβαίνει γύρω του και αφού βλέπει τον κόσμο να κατεβαίνει, κατεβαίνει κι αυτός. Όταν αντιλαμβάνονται οι επιβάτες πως ο… κίνδυνος είναι εκτός, ειδοποιούν τον οδηγό, εκείνος κλείνει τις πόρτες και το λεωφορείο αναχωρεί.
Το βλέμμα εκείνου του δύστυχου ανθρώπου, καθώς έβλεπε το λεωφορείο να απομακρύνεται –αναίτια για τον ίδιο– κι αυτός να μένει στη μέση του πουθενά, περικλείει την παρακμή ολόκληρης της κοινωνίας και την αναλγησία του κράτους. Μιας κοινωνίας που η αλληλεγγύη και ο ανθρωπισμός είναι ακόμα ζητούμενο και ενός κράτους που σφυρίζει αδιάφορα σε οτιδήποτε χρειάζεται υποστήριξη και ευαισθησία.
Τα δημόσια νοσοκομεία έχουν απαξιωθεί και οι δομές που θα μπορούσαν να περιθάλψουν μοναχικούς ανθρώπους με παρόμοια προβλήματα, έχουν αντικατασταθεί από το «100». Δεν υπάρχει επιστημονική προσέγγιση, παρά μόνο περιθωριοποίηση των ατόμων με ψυχικά –και όχι μόνον– νοσήματα. Το επόμενο βήμα είναι ο Καιάδας;
*Στίχος από το ποίημα «Φοβάμαι» του Μ. Αναγνωστάκη