Μαζί με τη γενικευμένη αίσθηση αδυναμίας και διαψεύσεων γεννιούνται και οι φανταστικές λύσεις. Δεν είναι όλες της ίδιας κοπής. Κάποιες εμφανίζονται μέσα σε μεγάλα σύνολα ανθρώπων, ενίοτε τα συγκροτούν, δημιουργούν ρεύματα και επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό τις εξελίξεις. Οι φανταστικές λύσεις έχουν συνήθως ερείσματα εντός ευρύτερων δεδομένων και τάσεων. Δηλαδή, ο βαθμός νομιμότητας, διάχυσης και κυριαρχίας τους είναι κάτι πολύ παραπάνω από παιχνίδι της συνείδησης, της ψυχολογίας ή της προπαγάνδας.
Άλλες πάλι λύσεις έχουν πλήρη συνείδηση της αφλογιστίας τους, δίνουν όμως σε όσους τις ασπάζονται τις αναγκαίες δόσεις σημαντικότητας. Στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων προσφέρουν ένα προσωρινό καταφύγιο. Το να βρεις μια ελάχιστη θέση κι έναν υποτυπώδη ρόλο καλύπτει βαθύτερα κενά. Όχι μόνο υπαρξιακά, εκτός κι αν σε αυτά αθροίσουμε και τις πεζές ανάγκες επιβίωσης και αναπαραγωγής. Ατόμων και ομάδων.
Μακάρι η ίδια η «ζωή» να έφτανε για να διαλύσει τις αυταπάτες και να καταγράψει τις λύσεις ως φανταστικές. Τα γεγονότα μπορεί συχνά να αποκαλύπτουν με τρόπο αδιάψευστο, μα σπανίως σου λύνουν το πρόβλημα τού «και τώρα τι;». Ένα τραγούδι έλεγε: «Για νέες ήττες για νέες συντριβές». Ευτυχώς βέβαια συνέχιζε: «Για όσα ποθείς μονάχα αξίζει να παλεύεις».
Έπειτα, είναι ότι και οι λύσεις εκφράζουν συνήθως με εκκωφαντικό τρόπο τις ίδιες τις προϋποθέσεις τους. Ας πούμε η νοοτροπία «έτσι είμαι εγώ, δε θ’ αλλάξω» στοιχειώνει συνειδήσεις και οριοθετεί τις στάσεις. Ούτε για παράδειγμα είναι εύκολο να νοηθούν εναλλακτικές που να συμπεριλαμβάνουν την πλέρια συμμετοχή και ενεργοποίηση της κοινωνίας. Η πολιτική αναπαρίσταται από τη μια ως διαχείριση, τεχνική ικανότητα και σωστά πρόσωπα κι από την άλλη ως λόγια, προτάσεις, κοινοβουλευτική αντιπαράθεση. Υπάρχουν δηλαδή φραγμοί και απαγορεύσεις. Κι αν ο νους «όλο θα δραπετεύει», χρειάζεται εντούτοις να συμπαρασύρει μια ανάλογη πράξη.
Οι λύσεις παύουν να είναι φανταστικές όταν όσοι τις έχουν ανάγκη αλλάζουν ρότα. Οι συστημικές στοχεύσεις δεν αφορούν σκέτα κάποιες αντικειμενικές παραμέτρους μα συμπεριλαμβάνουν πάντα τη συγκρότηση ενός υποκείμενου λαού σε ακίνδυνη κατάσταση. Η κατεργασία και η εξουδετέρωση της κοινωνίας προχωρά κάθε φορά με ιδιαίτερους τρόπους. Δυο σημεία περί αυτού:
Πρώτον, η διάχυτη αμφισβήτηση και απαξίωση του πολιτικού συστήματος πρέπει να διοχετευθεί και να εκβάλει σε πιο «κανονικές» επιλογές. Η αντίθεση Αριστεράς-Δεξιάς, προόδου-συντήρησης που επανέρχεται σε διάφορες εκδοχές δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ούτε με όρους «ψευδεπίγραφου», ούτε με αφετηρία τη διεκδίκηση μιας «πραγματικής αριστεράς», αλλά σε σχέση με αυτό που η ίδια προσδοκά. Δηλαδή την παγίωση αυτού του δίπολου είτε ως τα δυο στρατόπεδα του πολιτικού σκηνικού, είτε ως κανόνες και πλαίσιο διεξαγωγής της πολιτικής αντιπαράθεσης. Το δεύτερο είναι ίσως και το πιο ύπουλο. Εξοβελίζει τον «όχλο» από τη δημοκρατία και του επιτρέπει να αυτοχαρακτηρίζεται μονάχα με τις προσφερόμενες από τα πάνω βαθμονομίες και συμπεριφορές. Δεν θα νοείται το «εκτός πολιτικού συστήματος», δε θα υπάρχει χώρος για εξωκοινοβουλευτικές εκφράσεις και αντιπροσωπεύσεις. Και όταν αυτές ξεμυτίζουν θα βγάζουμε βιαστικά μεζούρες και φίλτρα για να αξιολογούμε –δηλαδή να περιορίζουμε– το «ετερόκλητο».
Δεύτερον, μοιάζει ευκολότερος ο χειρισμός όταν κοπάζουν κάποιες κεντρικές πολιτικές στοχεύσεις της κοινωνίας. Σήμερα, καμιά πολιτική παράταξη δε συγκροτεί με θετικούς όρους μια δυναμική. Τόσο για λόγους εμπειρίας –βλ. «σκίσιμο μνημονίων»– όσο και γιατί πια κατανοείται ότι οι διαφορές ουσίας είναι μηδαμινές. Δεν υπάρχουν προτάγματα που να δημιουργούν μεγάλες ενότητες και ο κατακερματισμός καθίσταται πρώτιστη επιλογή. Από τη μεριά μας λοιπόν, το μέτρο δεν είναι μονάχα το «καλό ή κακό», το «σωστό ή λάθος» σύνθημα αλλά και η συνθήκη που επιτρέπει την έκφρασή του. Μέσα από δρόμους και δοκιμές διαφορετικές, μέσα από μια ποικιλία μορφών και συνευρέσεων, το αίτημα για έναν λόγο που θα συσπειρώνει παραμένει κρίσιμο.