Από τις πιο ενδιαφέρουσες σύγχρονες ποιητικές φωνές, η Ευτυχία Παναγιώτου επιστρέφει μετά από εννιά χρόνια –ποιητικής– απουσίας με το βιβλίο «Μύθοι για το τέλος του κόσμου» (εκδόσεις Κέδρος).
Η συλλογή ήδη από την αρχή, παραθέτοντας-επεξηγώντας μας κάποια σύμβολα αποκατάστασης κειμένου, παραπέμπει σε ένα είδος αρχαιολογικής ανασκαφής. Σε μια έρευνα για κείμενα που τμήματά τους έχουν χαθεί και καλείται η ποιήτρια, αλλά κατά βάθος και ο αναγνώστης, να ανακαλύψει τα γράμματα, τις λέξεις, τις φράσεις που λείπουν.
Χωρισμένη σε ενότητες, διαπραγματεύεται πλήθος θεμάτων, παραπέμπει συχνά σε πηγές και έργα.
Οι ενότητες: Αγνώστου προελεύσεως / Μαρτυρίες για την προέλευση του κόσμου / Απόηχοι χαρούμενης καταστροφής / Lacuna / Ξανά.
Ποίηση τρυφερή αλλά και αιχμηρή. Ο έρωτας είναι εδώ, αλλά δεν απουσιάζει κι η πραγματικότητα.
Η ποίηση είναι παρούσα ακόμη κι ως «ρεπορτάζ»:
Οι ανύποπτοι ξοδεύονται σε καθημερινές χαρές
Αφήνοντας τη φιλοσοφία στους υποκριτές.
Και βεβαίως:
Άγρια χώρα,
Τρίβεις με αγκάθια τη φλέβα, τεμαχίζεις την ομιλία, κόβεις
την ψυχή μας σε κομμάτια, πόσες συλλαβές, πόσα γράμματα
το πένθος, τι ψιλός κι ατέρμονος κελαηδισμός –
Δεν θέλω πια να σε σώσω.
Κι όμως, μετά τη σκοτεινή περιδιάβαση στα εντός και στα εκτός, η τελευταία φράση, οι τελευταίοι στίχοι οδηγούν σε αισιόδοξη έξοδο:
Δες το χέρι που σου νεύει.
Μια χαραμάδα φως.
Στην άκρη του κόσμου,
Κάποιος από εμάς είναι ζωντανός.
«Νομίζω πως το βιβλίο αποτελεί σύνθεση που διαβάζεται με μια ανάσα, χωρίς το βάρος της κεντρικής ιδέας»
Εννιά χρόνια έχουν περάσει από τους «Χορευτές». Τα ποιήματα των «Μύθων για το τέλος του κόσμου» γράφονταν όλα αυτά τα χρόνια;
Και ναι και όχι. Εννέα χρόνια ακούγονται πολλά για τους σύγχρονους εκδοτικούς χρόνους, και υπήρχαν όντως στιγμές που ίσως εστίασα μονομερώς και με μανία σε έργα άλλων, είτε όταν επέλεξα τον δρόμο της έρευνας και της συγγραφής ενός διδακτορικού είτε όταν μετέφραζα ζόρικα ποιήματα, που ευτυχώς έχουν πια γίνει βιβλία και τα έχω αποχαιρετήσει. Επίσης, οι τόσο καταιγιστικές πολιτισμικές αλλαγές που ζήσαμε, διαφορετικά καθένας/καθεμιά μας, στην Ελλάδα, η πρωτόγνωρη και ασφυκτική εμπειρία της πανδημίας με τους απανωτούς θανάτους, η επώδυνη αίσθηση ότι μάλλον κολυμπάμε στα απόνερα μιας ήδη συντελεσμένης παρακμής χωρίς να μπορούμε να την αποτρέψουμε, τώρα που μεγαλώσαμε έτσι, έγραψαν μέσα μου, συχνά ερήμην μου, κάτι σαν σωματική μνήμη. Βέβαια τα γεγονότα δεν είναι ποιήματα από μόνα τους. Χρειάζεται και χρόνος και χώρος να προσπαθήσεις τουλάχιστον να αφηγηθείς με μεταφορές ιστορικά βιώματα υψηλών θερμοκρασιών και ταχυτήτων που σε όρισαν όπως σε κρατά (ή δεν σε κρατά) όρθια η ραχοκοκαλιά σου.
Φαντάσου όμως, σκεφτόμουν, η δική μου ποιητική συνείδηση να με είχε απλώς εγκαταλείψει και τα παραπάνω να αποτελούσαν προσχήματα. Μια μέρα είπα, λοιπόν, στον εαυτό μου, δεν πάει άλλο, «κάθισε στον υπολογιστή, κάθισε να αντιγράψεις τις σημειώσεις σου. Γέμισε έστω μία σελίδα». Αναφέρομαι σε σημειώσεις που έγραφα σχεδόν εν κινήσει για αρκετά χρόνια, δεν ξέρω πόσα. Έγραφα περιμένοντας σε ιατρεία, σε ουρές, ενώ στεκόμουν στο μετρό, ενώ περπατούσα. Μέσα σε μερικά σημειωματάρια βρήκα κάτι αχνά γράμματα σε κατακόρυφη διάταξη, ανάμεσα σε ταπεινούς προγραμματισμούς της ημέρας, αριθμούς τηλεφώνων, λίστες σουπερμάρκετ, άσχετα σημειώματα, μουντζούρες. Όταν αντέγραψα τους χειρόγραφους στίχους ή κάποιες σκέψεις στον υπολογιστή είδα ξαφνικά στην οθόνη μου αναλαμπές αυθεντικής ζωής. Στην ουσία, η γραφή ξεκινούσε όταν άρχισα να ενώνω και να ανασυνθέτω τα κομμάτια μιας αφήγησης για τον κόσμο όπως τον είδα ή τον ήξερα τότε.
Διαλέγεις μια μορφή που θυμίζει έρευνα αρχαιολόγου, ανασκαφή, επιγραφές που συμπληρώνονται με την επιστήμη και τη φαντασία. Γιατί διάλεξες αυτή τη μορφή;
Απέδωσα αφηγηματικά τον τρόπο με τον οποίο, όπως ανέφερα, έγραψα τους «Μύθους για το τέλος του κόσμου». Σύμφωνα με την αναγνωστική οδηγία στην αρχή του βιβλίου, το πρόσωπο που γράφει είναι αρχικά ένας ταπεινός συλλέκτης. Θησαυρίζει κείμενα, λέξεις, φράσεις από διαφορετικές πηγές (το διαδίκτυο, επιγραφές, χειρόγραφα, υποθετικούς διαλόγους), όπου αποτυπώνονται μαρτυρίες άλλων (εαυτών) για το πώς αντίκρισαν το τέλος του κόσμου (τους). Το τέλος του κόσμου δεν χρειάζεται να είναι οραματιστικό, μπορεί να είναι το αίσθημα της συντέλειας στην εφηβεία ή ο φόβος που σε κατακλύζει όταν ξέρεις ότι τα χρόνια που θα ζήσεις ακόμα είναι λιγότερα από εκείνα που διένυσες. Το πρόσωπο αυτό συλλέγει ανθρώπινα ίχνη σε οριακή στιγμή, εκτιμώντας ότι αποτελούν πολύτιμα ακατέργαστα ορυκτά. Χρησιμοποιεί εκδοτικά σύμβολα, που δεν πρέπει να μας φοβίζουν. Δείχνουν τις προσθαφαιρέσεις, τις φθορές, το πέρασμα του χρόνου, τι συμβαίνει όταν κείμενα τοποθετούνται σε νέο περιβάλλον. Το πρόσωπο αυτό αφήνει να φανούν οι ραφές διαφορετικών λόγων μέσα στον χρόνο σαν σημεία τομής –σαν ουλές– γιατί έτσι αποδίδεται η καρδιά της αλήθειας τους: εκείνο που μένει ακόμη κι όταν το προσπερνάμε. Ενώ όμως ξεκινά με την πρόθεση της πιστής αντιγραφής μιας συλλογικής ιστορίας του πόνου, που αφορά σύγχρονες μορφές δουλείας, την έμφυλη βία, τον ρατσισμό, πιθανές ιδεολογικές ψευδαισθήσεις, την οικολογική καταστροφή, εμπειρίες της απώλειας και άλλα, αλλάζει τη ροή της βέβαιης πτώσης, της αμετάκλητης φρίκης. Δεν θέλει να γίνει κομμάτι της. Γράφει με τη λαχτάρα μιας συνέχειας που δεν θα το περιλαμβάνει, γράφει λαχταρώντας «σαν ακριβό ενθύμιο» τη ζωή του. Ήθελα, ασχέτως αν τα κατάφερα, να αποδώσω τον απαρέγκλιτο σεβασμό προς τη ζωή, να θυμίσω την έννοια της φροντίδας, ότι αξίζει να μεριμνούμε για ό,τι έρχεται και φεύγει, αξίζει να χαραχθεί στον λόγο μας μόνο και μόνο γιατί συνιστά είδος υπό εξαφάνιση. Και οι λόγοι μας, με τη μορφή που αποκρυσταλλώνονται, ίσως είναι μορφές επικοινωνίας υπό εξαφάνιση.
Γράφεις:
«Μετά τη μνήμη, μετά τη γνώση, μετά τον πόνο
θα υπάρχει κάτι
σε ένα χωράφι με ξεριζωμένα στάχυα
σε ένα λιβάδι πανοραμικών απωλειών
μέσα στο βουβό δράμα της αμφιβολίας
με ρίζες
– κάτι
που να πιστεύουμε <για να αφηγηθούμε>
ότι
μένει»
Τι μένει να αφηγηθούμε, λοιπόν;
Η φράση «<για να αφηγηθούμε>» είναι κλεισμένη σε μια μυστηριώδη γωνιώδη αγκύλη, που επεξηγείται στο βιβλίο, όπως όλα τα σύμβολα· σημαίνει συχνά, στη γλώσσα των επιμελητών κειμένων, αυθαίρετη προσθήκη. Η προσθήκη αυτή, ας την πούμε προδοσία ενός υποτιθέμενου αυθεντικού κειμένου, υπάρχει για να αποδώσει με περισσότερη ακρίβεια την ενέργεια της πίστης. Πιστεύεις ώστε να πράξεις, όχι για να καταστήσεις πιο υποφερτή την αγωνία. Η πίστη στην πράξη της αφήγησης, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο των αφηγήσεων, προϋποθέτει την πίστη ότι η ανθρωπότητα δεν θα καταστραφεί ολοσχερώς (ακόμη). Θα υπάρξουν επόμενοι και επόμενοι, που θα αναζητήσουν ενθύμια για τη δική τους αρχαιολογία του μέλλοντος. Ακόμη κι αν επιβιώσουν οι μαρτυρίες των προηγούμενων, ως «μύθοι» απροσδιόριστης προέλευσης, η ανθρώπινη συνείδηση, έστω και χωρίς ονοματεπώνυμο, θα έχει προλάβει να ριζώσει σε αυτές.
Ποιο ποίημα-στίχο του βιβλίου θεωρείς πιο κοντά στον πυρήνα των «Μύθων» σου;
Δεν είμαι σίγουρη αν υπάρχει ή αν έχω την απάντηση αυτή τη στιγμή. Νομίζω πως το βιβλίο αποτελεί σύνθεση που διαβάζεται με μια ανάσα, χωρίς το βάρος της κεντρικής ιδέας.
Η ποίηση διαβάζεται από μικρό κοινό. Πιστεύεις πως αυτή η κατάσταση είναι αναστρέψιμη και πώς;
Αναστρέψιμη θα ήταν αν είχαμε ένα διαφορετικό μοντέλο ζωής ως προς τις προτεραιότητές μας και την αντίληψη του χρόνου, που έγινε ιλιγγιώδης, γεμάτος άχρηστα ερεθίσματα. Ίσως θα ήταν πιο αποδοτικό και πιο απολαυστικό να εστιάσουμε στους αποκαλυπτικούς τρόπους της ανάγνωσης και λιγότερο στην ποσοτικοποίηση των αναγνωστών.