«Να μερικές γενικεύσεις για την Αγγλία που θα γίνονταν αποδεκτές σχεδόν από κάθε παρατηρητή. Μία είναι ότι οι Άγγλοι δεν έχουν καλλιτεχνικά χαρίσματα. Δεν έχουν το μουσικό αυτί των Γερμανών και των Ιταλών, η ζωγραφική και η γλυπτική ποτέ δεν άνθισαν στην Αγγλία όπως στη Γαλλία…»
(Τζορτζ Όργουελ «Η Αγγλία, η Αγγλία σου»)
Η μεταπολεμική Αγγλία είχε χάσει τις μεγαλύτερες αποικίες της, την Ινδία πρωτίστως από την οποία είχε απομυζήσει τεράστια οφέλη∙ είχαν ψαλιδιστεί δραστικά τα φτερά της και ήταν μια πρώην αυτοκρατορία που παρέδιδε χώρες στους Αμερικάνους για τα περαιτέρω, όπως την Ελλάδα∙ είχε αναγκαστεί να αποσυρθεί από άλλες, π.χ. από την Αίγυπτο και την Παλαιστίνη∙ ακόμα και η μικρή Κύπρος είχε αυθαδιάσει, ενώ μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960 είχαν κηρύξει την ανεξαρτησία τους και οι αποικίες στην Αφρική.
Οι λευκοί των βρετανικών αποικιών στη βόρεια Αμερική που είχαν επαναστατήσει το 1778-83, στα μέσα του 20ου αιώνα είχαν υποσκελίσει το βρετανικό στέμμα. Μάταια ο Τσόρτσιλ μετά την ήττα του στις εκλογές του 1945 περιφερόμενος στις ΗΠΑ προσπαθούσε να πείσει τον πρόεδρο Τρούμαν να επιτεθεί σύσσωμη η Δύση στη Σοβιετική Ένωση, να τελειώνει με τους κομμουνιστές και να κάνει νέο πλιάτσικο.
Η αυτοκρατορία έχανε τα πλουτοπαραγωγικά εδάφη και το υπόδουλο εργατικό δυναμικό που εκμεταλλευόταν, έχανε και το λούστρο που ήταν απόρροια της παντοδυναμίας της. Στη δεκαετία του 1950, η Βρετανία με δανεικά από τις ΗΠΑ προσπαθούσε να ξαναχτίσει τα βομβαρδισμένα της κτήρια και να ξαναβάλει μπρος την υποβαθμισμένη οικονομία της.
Ανέχεια
Αυτά που έγραφε ο Τζορτζ Όργουελ, ο συγγραφέας του «1984», για την πολιτισμική φτώχεια, τη λιτότητα και τη γραφειοκρατία της Βρετανίας, ήταν έντονα και στη δεκαετία του ’50. Η Αγγλία ήταν από τους νικητές του Β΄ΠΠ, αλλά το μερίδιο της ήταν πύρρειο, το είχε πληρώσει πάρα πολύ ακριβά. Η Μεγάλη Βρετανία είχε γίνει η Μικρή Βρετανία. Οι λόρδοι και οι γαιοκτήμονες εξακολουθούσαν να κατέχουν τη γη και τα παιδιά των λαϊκών στρωμάτων αναζητούσαν δουλειά στα ανθρακωρυχεία και τις φάμπρικες, ενώ οι γονείς τους με κουπόνια περίμεναν ώρες για βούτυρο, κρέας, τσάι και κάρβουνο. Απ’ όλο τον ασύλληπτο πλούτο που είχε συγκεντρωθεί με το δουλεμπόριο και με τη λεηλασία των πόρων από εκατοντάδες αποικίες, δεν είχε τίποτα περισσέψει για τον βρετανικό λαό που έπρεπε να επιβιώσει με παροχές και με βαριές δουλειές σε εργοτάξια, βιομηχανίες, υπόγειες στοές, σιδηρόδρομους και λιμάνια μέσα σε θανατηφόρα ρύπανση. Ψυγεία και σπίτια δεν είχαν οι εργαζόμενοι, αλλά η ελίτ ξόδευε το 6,6% του κρατικού προϋπολογισμού, το ανώτερο στον κόσμο, για εξοπλισμούς! Στο Λονδίνο, το 1952, σε πέντε μέρες πέθαναν 4.000 κάτοικοι από το νέφος της αιθαλομίχλης! Η ψυχαγωγία ήταν πολυτέλεια και κανένα ευφάνταστο πολιτιστικό προϊόν δεν παραγόταν ούτε για εσωτερική κατανάλωση ούτε για εξαγωγή.
Η άρχουσα τάξη ήταν υποχρεωμένη να ανοικοδομήσει και να εκσυγχρονίσει τη χώρα. Ο φόβος της επικράτησης των κομμουνιστικών ιδεών ήταν μεγάλος. Αφενός γιατί η αυτοκρατορία κουτσουρευόταν, το κράτος λειτουργούσε με ξένα δεκανίκια και ο πολύς κόσμος ζούσε στο όριο και αφετέρου γιατί το κύρος της Σοβιετικής Ένωσης μετά την κατατρόπωση των γερμανικών στρατιών και την κατάληψη του Βερολίνου από τον Κόκκινο Στρατό, σε συνδυασμό με την εντυπωσιακή ανάπτυξη του σοσιαλιστικού κράτους, ήταν στα ύψη. Οι πιο άμεμπτοι διανοούμενοι και καλλιτέχνες πίστευαν στη Σοβιετική Ένωση και την εκθείαζαν.
Οι μαύροι
Σ’ αυτή την κρίσιμη για τη Βρετανία φάση, η διέξοδος για το πιο ανήσυχο και απείθαρχο κομμάτι της κοινωνίας, τη νεολαία, ήρθε από το εξωτερικό. Οι στενές σχέσεις με τις ΗΠΑ, η κοινή γλώσσα, η αγγλοσαξονική ρίζα και ο μοντερνισμός, δημιούργησαν τους όρους για το αντίδοτο στη θλιβερή πραγματικότητα.
Το κύμα της ποπ έβαλε πολιτισμικά την Αγγλία στον σύγχρονο κόσμο. Την εξωράισε δίνοντας την πλαστή εντύπωση ότι είναι η χώρα της ελευθερίας, της νεολαίας, της δημιουργίας, της καινοτομίας και της προόδου. Της έδωσε μια αναπάντεχη και προνομιακή ώθηση στο προσκήνιο ενώ έπασχε από συντηρητισμό και ανισότητα. Ώθηση όχι από το πνευματικό της κατεστημένο, αλλά από πιτσιρικάδες που είχαν σφοδρή τάση για ανυπακοή και απόδραση! Νέοι που απεχθάνονταν τη μικροαστική ρουτίνα και την ηθικοπλαστική υποκρισία της εκκλησίας και ήθελαν να διαφοροποιηθούν από τον συμβατικά κυρίαρχο τρόπο ζωής. Μιλιταρισμός και μπούλινγκ στα σχολεία, συμμορίες στους δρόμους, το σεξ εκτός γάμου και τα διαζύγια κατακριτέα ως ανήθικα και αντικοινωνικά, η ομοφυλοφιλία ποινικό αδίκημα, οι αμβλώσεις απαγορευμένες και τα «νόθα» παιδιά κλείνονταν σε ιδρύματα ή στέλνονταν σε άτεκνες οικογένειες στην Αυστραλία!
Αυτή η νεανική αντίσταση οδήγησε στο αμερικάνικο ρυθμ εντ μπλουζ και το μπλουζ παιγμένο από μαύρους μουσικούς, που δεν ήταν καν της μόδας στην Αμερική. Στην τζαζ είχαν επικρατήσει οι μεγάλες μπάντες, που άρεσαν σε ένα πιο ενηλικιωμένο ακροατήριο. Στον αντίποδα, την λαϊκή μουσική των μαύρων την είχαν μιμηθεί και αντιγράψει μερικοί λευκοί τραγουδιστές που ξεσήκωσαν σε βαθμό υστερίας τους νέους στα σχολεία και τα κολέγια. Οι Μπίλ Χάλεϊ, Έλβις Πρίσλεϊ, Καρλ Πέρκινς, Μπάντι Χόλι, Τζιν Βίνσεντ, Έντι Κόχραν και Τζέρι Λι Λιούις άνοιγαν ένα δρόμο πρόσφορο και για τους νέους στην Αγγλία.
Οι μουσικές αυτές περνούσαν γρήγορα τον Ατλαντικό με τα μικρά δισκάκια, ερεθίζοντας τις ευαισθησίες των εφήβων που έψαχναν τρόπο να εκφραστούν. Ήταν εύληπτες, πολύ ρυθμικές και δεν άρεσαν σε πολλούς γονείς, δάσκαλους, ακαδημαϊκούς και πολιτικούς. Ούτε οι στίχοι και η ασυνήθιστη γλώσσα τους, ούτε ο ήχος τους, ούτε η εξαλλοσύνη και η σεξουαλικότητα που απέπνεαν. Οι νεαροί ξέφευγαν από τα κοινώς αποδεκτά και συγκρούονταν με τον καθωσπρεπισμό. Ο Πρίσλεϊ προκαλούσε επειδή κουνούσε τους γοφούς του και ο Τζέρι Λι Λιούις γιατί ανέβαινε με τα παπούτσια πάνω στο πιάνο! Οι δε μαύροι γιατί ήτανε μαύροι! Μεγαλώνοντας, ο Μικ Τζάγκερ θα γινόταν ακόμα πιο προκλητικός!
Έτσι, οι νέοι ξέφευγαν από τη γκριζάδα των συνοικιών δημιουργώντας τον παράλληλο τους κόσμο. Η Βρετανία δεν είχε κάτι φρέσκο να τους προσφέρει. Ούτε οι πίπιζες από τη Σκωτία ούτε τα φολκλορικά της Αγγλίας και της Ιρλανδίας τους συγκινούσαν. Ούτε το calypso που άρεσε ως εξωτικό στους μεγάλους ούτε η μουσική που έπαιζε το BBC. Ευτυχώς έπιαναν το Ράδιο Λουξεμβούργο και έβρισκαν μοντέρνα τραγούδια στα τζουκ μποξ. Οι νεαροί μουσικοί ήθελαν να μπουν στον σύγχρονο κόσμο με κάτι που δεν θα το μοιράζονται με τους ενήλικες, κάτι δικό τους. Και το ήθελαν ηλεκτρικό!
Στους μαχαλάδες
Έτσι, μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1950, διαμορφώθηκε ένα ρεύμα, ένα κίνημα, με στοιχεία πρωτοτυπίας και φαντασίας, νεανικό, πολύμορφο, απλό, εύχρηστο και πολύ μεταδοτικό. Αθώο και εκρηκτικό ταυτόχρονα. Δεν χρειαζόταν ούτε κουπόνια της πρόνοιας, ούτε κρατικές χορηγίες και σπόνσορες, ούτε τα μέσα ενημέρωσης, ούτε την έγκριση και συμβολή των γονιών, των ακαδημαϊκών, των πολιτικών και των πλουσίων. Όχι μόνο ήταν αυθόρμητο και ακηδεμόνευτο, αλλά ήταν και αντίθετο στην αισθητική της καθεστηκυίας τάξης. Ξεπηδούσε από τις γειτονιές του Λονδίνου και του Λίβερπουλ, από οικογένειες εργατών και υπαλλήλων. Ούτε ένας από τους πρωτεργάτες του δεν ανήκε στις ανώτερες τάξεις!
Γεννημένοι όλοι μέσα στον πόλεμο, από το 1940 μέχρι το 1945, πέρασαν την παιδική και εφηβική τους ηλικία με μεγάλη λιτότητα. Ενδεικτικά, ο πατέρας του Τζον Λένον ήταν ναυτικός, του ΜακΚάρτνεϊ πυροσβέστης και του Τζορτζ Χάρισον (Beatles) οδηγός λεωφορείου, του Μικ Τζάγκερ γυμναστής και του Κιθ Ρίτσαρντς (Rolling Stones) τυπογράφος, του Έρικ Μπάρντον (Animals) εργάτης, του Ρέι Ντέιβις (Kinks) μανάβης και του Τζίμι Πέιτζ (Led Zeppelin) υπάλληλος. Και ο Έρικ Κλάπτον (Cream), o Τζεφ Μπεκ (Yardbirds), o Μπράιαν Τζόουνς (Rolling Stones), ο Πιτ Τάουνσεντ (Who) και όλοι οι συνομήλικοι τους που έδωσαν μορφή σ’ αυτό το κύμα που έμελε να απλωθεί στην ανθρωπότητα με ταχύτητα αστραπής, προέρχονταν από τα εργατικά και μικροαστικά στρώματα της αυστηρά διαχωρισμένης ταξικής κοινωνίας της Αγγλίας και πήγαιναν σε δημόσια σχολεία. Ούτε ένας στους δέκα δεν πέρασε από πανεπιστήμιο.
Στα βιογραφικά τους, όλοι αναφέρουν ως επιρροές τους ίδιους μουσικούς και τραγουδιστές: Fats Domino, Chuck Berry, B.B. King, Willie Dixon, John Lee Hooker, Billie Holiday, Muddy Waters, Howlin’ Wolf, Elmore James, Robert Johnson, Little Richard, Louis Armstrong κ.ά. Αλλά σημαντικό ρόλο έπαιξαν και ο γεννημένος το 1928 Alexis Korner (κατά το ένα τρίτο ελληνικής καταγωγής) και ο γεννημένος το 1933 John Mayall (από το Μάντσεστερ) που νωρίτερα απ’ όλους είχαν καταπιαστεί με την τζαζ και το μπλουζ.
Αυτοσχέδιο
Όπως το περιγράφει στην αυτοβιογραφία του ο Κιθ Ρίτσαρντς, κάθονταν με τις ώρες πάνω από το πικάπ παίζοντας και ξαναπαίζοντας τους μικρούς δίσκους μέχρι να καταφέρουν, νότα-νότα, ακόρντο με ακόρντο, να μάθουν να παίζουν τα κομμάτια που τους άρεσαν. Κι από κει πολύ γρήγορα έκαναν τα δικά τους τραγούδια. Η μουσική δεν ήταν ποτέ υπόκρουση, ήταν αυτοσκοπός. Και το βασικό όργανο πάνω στο οποίο στηρίχτηκε όλη αυτή η δημιουργία ήταν η ηλεκτρική κιθάρα.
Έτσι γεννήθηκε ένα από τα μεγαλύτερα πολιτισμικά κινήματα της νεότερης ιστορίας, όχι από διανοούμενους και ειδικούς, αλλά από νεολαίους που βίωναν την μεταπολεμική δυστοκία κι ήθελαν να αλλάξουν τη ζωή τους παίρνοντας πρωτοβουλίες που τους διαφοροποιούσαν από τον τρόπο επιβίωσης των γονιών τους και το κλειστό περιβάλλον της άρχουσας τάξης, διεκδικώντας την ανεξαρτησία τους και το δικαίωμα να εκφράζονται με τη δική τους γλώσσα, το ντύσιμο, τα μαλλιά, τις σχέσεις, τα στέκια, τη διασκέδαση κ.λπ.. Πάντα, με τη μουσική στο επίκεντρο, ποτέ σε βάρος της. Γι’ αυτό τα τραγούδια τους είναι ανθεκτικά και αναντικατάστατα. Αδιάφοροι για την τύχη της αυτοκρατορίας, αντίθετοι στον πόλεμο και τις φυλετικές διακρίσεις, υπέρ της ισότητας των φύλων και της σεξουαλικής ελευθερίας, συντελεστές μιας νέας πρωτότυπης αισθητικής. Γι’ αυτό λοιδορήθηκαν, σατιρίστηκαν και απορρίφτηκαν μέχρι η παγκόσμια απήχησή τους να εξουδετερώσει κάθε αντίδραση.
Αυτά τα παιδιά, με τις μουσικές και το στυλ τους, έδωσαν πλούσιους χυμούς σε μια κοινωνία που ήταν μουντή και άχρωμη. Δηλαδή, αυτό το ρεύμα που γιγαντώθηκε και άλλαξε τη μουσική και τη νεολαία παγκόσμια, άλλαξε και τη Βρετανία προσδίδοντας της μια εικόνα που δεν ανταποκρινόταν στα χαρακτηριστικά της βρετανικής κοινωνίας και στο κατεστημένο πλαίσιο ιδεών του βασιλείου. Ήταν ένα κίνημα από τα κάτω, αυτοσχέδιο και ακαθοδήγητο που με άξονα τη μουσική έκανε μια δραστική ένεση ζωής στην αποστειρωμένη Βρετανία.
Τελετή κάμψης
Η σημερινή οικονομική, πολιτική και πολιτιστική μιζέρια της Μεγάλης Βρετανίας είναι χειρότερη από τις δυσχέρειες της δεκαετίας του 1950 γιατί δεν συνοδεύεται από καμία «ανάσα» δημιουργικότητας. Δεν περιμένει κανείς να ξεπηδήσουν από τα έγκατα της κοινωνίας οι νέοι Beatles και οι νέοι Rolling Stones. Η κοινωνία πνίγεται στα απόνερα του αποικιοκρατικού μοντέλου που ναυάγησε και δεν δείχνει να έχει δυνάμεις που θα πυροδοτήσουν από τα κάτω ή από τα πάνω μια καινούργια πολιτιστική άνοιξη που θα την απογειώσει!
Η Μεγάλη Βρετανία δεν έχει από πού να πάρει στοιχεία που θα την αναζωογονήσουν, αφού ο δυτικός κόσμος εμφανίζει σοβαρά προβλήματα αφυδάτωσης. Ούτε οι ΗΠΑ έχουν κάτι αντίστοιχο μ’ αυτά που είχαν στη φαρέτρα τους το 1950. Ούτε ένα καινούργιο lifestyle, ούτε κάτι απελευθερωτικό σαν το ροκ εν ρολ και αυθεντικό σαν το μπλουζ, ούτε κάτι μοντέρνο κι επαναστατικό σαν την ποπ κουλτούρα και τη ροκ μουσική. Όλα έχουν ξεθυμάνει και τίποτα δεν είναι εναλλακτικό. Η Κόκα Κόλα και τα χάμπουργκερ παχαίνουν και ανεβάζουν το ζάχαρο, ο Σούπερμαν ξεφούσκωσε κι ο Τζέιμς Μποντ έχασε τη γοητεία του. Μπορεί η Βρετανία να αντικαταστήσει τον επιθεωρησιακό Μπόρις Τζόνσον και την άσχετη Λιζ Τρας με έναν Ινδό, όπως έχει αποδεχτεί την ινδική κουζίνα, γιατί η δική της δεν τρώγεται, αλλά ούτε το σιτάρ μπορεί να υιοθετήσει ούτε το Μπόλιγουντ. Κι ό,τι πολιτιστικό είναι εντόπιο, είναι από μέτριο έως αδιάφορο. Εδώ το Εργατικό Κόμμα απέρριψε και διέγραψε τον Κεν Λόουτς! Και στο ποδόσφαιρο ακόμα, οι καλύτεροι προπονητές στην Premier League είναι ξένοι!
Η τελετή στέψης δεν ήταν μια νέα αρχή. Ήταν η συνέχεια της νεκρώσιμης ακολουθίας των καταλοίπων της αυτοκρατορίας.
Η Βρετανία, όσο κι αν ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας νοσταλγεί τις παλιές δόξες, δεν θα ξαναγίνει αυτοκρατορία. Θα προσπαθεί, όμως, να συντηρεί το μεγαλείο με τα ανάκτορα και το μύθο με τα εκατομμύρια κλεμμένα απ’ όλο τον κόσμο έργα τέχνης που γεμίζουν τις προθήκες και τις αποθήκες του Βρετανικού Μουσείου. Οι βασιλιάδες έχουν πολύ ισχυρά ερείσματα, πολλούς πιστούς, και είναι συστατικό στοιχείο της βρετανικής κουλτούρας. Αλλά αποτελούν έναν εξόφθαλμο αναχρονισμό, γιατί η δημοκρατία είναι ασύμβατη με τη μοναρχία, το άκρο αντίθετό της, αλλά και γιατί ο βρετανικός θρόνος απέκτησε το κύρος, το μέγεθος και την επιρροή του, τον θεσμικό του ρόλο και την παγκόσμια ακτινοβολία του ως παράγωγο μιας πολύ μεγάλης αυτοκρατορίας.
Μασκαριλίκια
Τώρα, με χιλιάδες κομπάρσους και πλούσια σκηνικά, προσπαθούν να δικαιολογήσουν το θεσμό κάνοντας πώς δεν καταλαβαίνουν ότι η υλική του βάση και υπόσταση δεν υφίσταται πλέον. Μπροστά στην ισχύ της Κίνας, της Ινδίας, της Ρωσίας, της Ινδονησίας, της Βραζιλίας και άλλων ανερχόμενων χωρών, ο Κάρολος είναι εκπρόσωπος ενός μινιμάρκετ. Χωρίς τις αποικίες, το μεγάλο πλήθος των υποτελών, την πλούσια λεία και την πραγματική εξουσία που είχαν οι προκάτοχοί του, ο βασιλιάς είναι νάνος. Και για τον υπόλοιπο κόσμο, τον περισσότερο τουλάχιστον, φοράει ένα στέμμα με διαμάντια και κάθεται σε ένα θρόνο που έχουν διακοσμηθεί με τον ιδρώτα και το αίμα εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων. Όσο η Μεγάλη Βρετανία ήταν μεγάλη και τρανή, οι υποτελείς λαοί αναγκαστικά υποκλίνονταν στο στέμμα. Τώρα, όλο το βασιλολόϊ, με τη χλιδή και τους θεατρινισμούς του, προκαλεί τα ειρωνικά σχόλια σε όλο τον κόσμο και την αγανάκτηση σε αρκετούς Βρετανούς που, όπως έγραφε ένα πανό τη μέρα της στέψης, θεωρούν τον βασιλιά παράσιτο.
Ουσιαστικά, με τα 125 εκατομμύρια που στοίχισε η τελετή και την σκανδαλώδη προβολή που είχε παγκόσμια, είναι σαν να κέρδισαν προκαταβολικά οι Βρετανοί με το βασιλικό ζεύγος την Γιουροβίζιον που θα ολοκληρωθεί απόψε στο Λίβερπουλ, η κακογουστιά της οποίας μόνο με την κακογουστιά της βασιλικής αυλής μπορεί να συγκριθεί.
Βέβαια, η βασιλεία μπορεί να είναι σεβαστή ως επιλογή μιας κοινωνίας. Όταν, όμως, συνδέεται άρρηκτα με τα τερατώδη κατά συρροήν και εξ επαγγέλματος εγκλήματα της αυτοκρατορίας, την κουλτούρα της οποίας προσπαθεί να διατηρήσει με πολύ φανφάρα και πολύ φρουφρού το βρετανικό κατεστημένο, δικαιολογημένα είναι αποκρουστική για τα θύματα και για τους απανταχού σκεπτόμενους ανθρώπους.
Σε διεθνές επίπεδο, η στέψη, χωρίς κάποια θετική πτυχή, καταγράφτηκε σαν ένα πολύ ακριβό ευτελές και παρωχημένο θέαμα. Για ένα βασιλιά που δεν έχει πια την αυτοκρατορία, αλλά συμπεριφέρεται σαν να την έχει, ενώ η πρώην πανίσχυρη κοσμοκράτειρα Μεγάλη Βρετανία λειτουργεί πλέον σαν υποκατάστημα των ΗΠΑ.
(Στοιχεία από: «Britain in 1950» του Roland Quinault, History Today 2001, «Το Λιοντάρι και ο Μονόκερως» του George Orwell, μετ. Χρ. Λιθαρή, εκδ. Στιγμός 2021 και «Life» του Keith Richards, Weidenfeld & Nicolson 2010)