Το γενικό τοπίο στο οποίο διεξήχθηκαν οι ευρωεκλογές ήταν και είναι φορτισμένο από πολύ μεγάλα θέματα (άσχετα αν στη χώρα μας υπήρξε σιωπή γι’ αυτά), που αφορούν την πορεία της Ευρώπης γενικά (οικονομικά, πολιτικά, στρατιωτικά, πολιτισμικά). Ταυτόχρονα δεν μπορούσε να λείπει μια γενική δυσφορία λαϊκών στρωμάτων και ευρωπαίων πολιτών για τη νεοφιλελεύθερη «συναίνεση» που τους φτωχαίνει διαρκώς, και φυσικά εξαιτίας του φόβου από την εξέλιξη του πολέμου στην Ουκρανία (και τη Μέση Ανατολή), και των ιαχών της Κομισιόν και σχεδόν όλων των δυνάμεων που κυβερνούν μέχρι σήμερα την Ευρώπη για περισσότερη στρατιωτικοποίηση και οικονομία πολέμου. Οι ευρωεκλογές επομένως δεν διεξήχθησαν σε κλίμα γενικής αδιαφορίας όπως τις προηγούμενες φορές. Υπήρξε αυξημένο ενδιαφέρον, μεγάλη έκφραση της δυσφορίας και μεγάλες ανακατατάξεις σε ορισμένες χώρες.

Πριν περάσουμε στις τρεις κεντρικές ιδέες για τις ευρωεκλογές, ας σημειώσουμε ακόμα πως σε όλο τον κόσμο, που περιτυλίγεται με πιο συγκρουσιακά χαρακτηριστικά και όπου η αβεβαιότητα περί των εξελίξεων είναι βασικό δεδομένο, το Πολιτικό στοιχείο παραμένει ένα επίδικο. Σε όλο τον κόσμο, σχεδόν ταυτόχρονα, διεξάγονται σοβαρές εκλογικές διαδικασίες (Ν. Αφρική, Ινδία, λίγο πριν στη Ρωσία, Μεξικό, Ιράν σε λίγο, στην Αγγλία τον Ιούλιο, στις ΗΠΑ τον Νοέμβριο). Δεν ψηφίζουν μόνο οι ελίτ (παρόλο που ελέγχουν τις διαδικασίες και διαμορφώνουν το κλίμα), και η κρίση που τις διαπερνά εκφράζεται και από τις «εκπλήξεις» ή τις ανατροπές που φέρνουν οι εκλογικές διαδικασίες: από το Πολιτικό, έστω έτσι όπως έχει συρρικνωθεί.

Πρώτη κεντρική ιδέα: Η βαθιά απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα

Αυτό που αποκάλεσαν «λαό της αποχής» και «κόμμα της αποχής» θεωρήθηκε ο «νικητής» των ευρωεκλογών. Δεν είχαμε απλά μια έλλειψη ενδιαφέροντος και μια απάθεια των πολιτών προς το τι συμβαίνει πολιτικά. Είχαμε σε μεγάλο βαθμό μια σε έκταση και βάθος πιο συνειδητή άρνηση να πάρουν μέρος στην εκλογική διαδικασία πολίτες προερχόμενοι από όλους τους ιδεολογικούς και πολιτικούς χώρους. Η αποχή (αλλά και τα άκυρα και λευκά δεκάδων χιλιάδων πολιτών που πήγαν μέχρι τις κάλπες) είναι ένα μεγάλο μήνυμα, επειδή συνοδεύεται ή φέρνει μαζί της ένα άλλο αποτέλεσμα: τη μείωση σε αριθμό ψήφων σχεδόν σε όλα (εκτός από ένα κόμμα, του κ. Βελόπουλου) τα κόμματα της σημερινής Βουλής. Η μείωση είναι θηριώδης για τα μεγάλα συστημικά κόμματα (Ν.Δ., ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ), που το συνολικό τους ποσοστό (στο 41% που πήγε να ψηφίσει) φτάνει το 55%. Αν μετρήσουμε την πραγματική τους δύναμη σαν ποσοστό στο εκλογικό σώμα, η Ν.Δ. αντιπροσωπεύει το 12%, ο ΣΥΡΙΖΑ το 6,5%, το ΠΑΣΟΚ το 5,5%. Σύνολο: 24%. Αυτή είναι η πραγματική δύναμη των τριών πρώτων κομμάτων σε ένα σύνολο 9 εκατομμυρίων ψηφοφόρων.

Το επιχείρημα πως η αποχή (αλλά και το άκυρο και το λευκό) ευνοούν τα μεγάλα κόμματα ή το πρώτο κόμμα, πήγε περίπατο. Όταν ο όγκος μιας ορισμένης στάσης ενός τμήματος των εκλογέων είναι μεγάλος, αποκτά τη δική του «αυτονομία», στέλνει το δικό του μήνυμα, αποκτά μέχρι και ένα «δημοψηφισματικό» χαρακτήρα. Σε σχέση με τις εκλογές του 2023, ένα χρόνο πριν, τα κόμματα της Βουλής είδαν την εξής μείωση: Ν.Δ. 990.000 ψήφους, ΣΥΡΙΖΑ 337.000, ΠΑΣΟΚ 109.000 (σύνολο τα τρία συστημικά κόμματα: μείον 1.430.000 ψήφους), ΚΚΕ 33.000, Νίκη 19.000, Πλεύση Ελευθερίας 30.000. Η Ελληνική Λύση αύξησε τις ψήφους της κατά 138.000, παρά τον πόλεμο που της έγινε, ιδιαίτερα από τη Ν.Δ. και τα ΜΜΕ.

Πρόκειται για μια τεράστια απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος, και η πραγματικότητα είναι πως δεν υπάρχει το 41% του περσινού Ιουνίου (και τότε το ποσοστό αυτό ήταν πλασματικό σε ένα βαθμό). Η κυβέρνηση της Ν.Δ. είναι ο μεγάλος χαμένος, είναι η δύναμη που έφαγε το πιο μεγάλο χαστούκι. Είναι σαφές ότι αποδοκιμάστηκε, ακόμα και από μέρος της εκλογικής της βάσης, και είναι σίγουρο ότι δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι πήρε μήνυμα… «συνέχισης και επιτάχυνσης του μεταρρυθμιστικού έργου»! Η πορεία φθοράς της είναι αποτέλεσμα όλων των επιλογών της, και το περίφημο «επιτελικό κράτος» έχει σχεδόν καταρρεύσει. Ο Μητσοτάκης δεν κάνει ούτε καν για «διαχειριστής» ελλείψει άλλου.

Η απονομιμοποίηση είναι όμως βαθύτερη. Δεν είχαμε απλά ένα αντικυβερνητικό χαστούκι. Δεν υπάρχει αντιπολίτευση: έχουμε παράλληλη καθίζηση και του 2ου και του 3ου κόμματος. Η εικόνα μοιάζει αρκετά με αυτήν των εκλογών του 2012, όπου γκρεμίστηκε ο δικομματισμός (Ν.Δ. 18%, ΣΥΡΙΖΑ 16%, ΠΑΣΟΚ 13%, ΑΝΕΛ 10%, ΚΚΕ 8,5%, Χ.Α. 7%, ΔΗΜΑΡ 6%). Με μια μεγάλη διαφορά: τότε υπήρχε μια δυναμική του αντιμνημονιακού κινήματος και μια επιλογή ανάθεσης προς τον ΣΥΡΙΖΑ, που σε δυόμιση χρόνια πήρε την κυβέρνηση. Τώρα η κατάσταση 1ου, 2ου και 3ου κόμματος δεν παρουσιάζει καμία δυναμική. Κανένα από τα δύο κεντροαριστερά κόμματα δεν κατάφερε να εκφράσει ή να κερδίσει κάτι από τη φθορά της κυβέρνησης. Εισέπραξαν κι αυτά την απαξία του εκλογικού σώματος.

Η τεράστια έκταση της αποχής (πέρα από το ότι έχει πολλές και διαφορετικές «φέτες») σχετίζεται με μεγάλες και βαθιές διεργασίες που συντελούνται σε ένα σημαντικό τμήμα που δηλώνει ένα παρών, με ιδιόμορφο τρόπο, σε όλες τις εκδηλώσεις της κοινωνικής διαθεσιμότητας. Ιδιαίτερη θέση σε αυτή τη διαφοροποίηση έχει παίξει το «βαθύ και ενεργό ρήγμα» των Τεμπών, οι καταστροφές από τις φωτιές και τις πλημμύρες στη Θεσσαλία, η διάλυση των υποδομών, η εκτίναξη της ακρίβειας και η ανοικτή κοροϊδία των πολιτών.

Η επιλογή της αποχής από ένα ενεργό τμήμα της κοινωνικής διαθεσιμότητας, η διατήρηση μιας σχετικής αυτονομίας από το πολιτικό σύστημα και τις εκδοχές που του προσφέρονταν (πέρα από τα 3 συστημικά κόμμα ή τα κόμματα της Βουλής υπήρχαν κι άλλες δεκάδες «προτάσεις» ψηφοδελτίων που δεν συγκίνησαν ούτε έπεισαν), μας δείχνουν και τη μεγάλη έλλειψη κάποιου αξιόλογου εγχειρήματος που να μπορούσε να δώσει φωνή στην κοινωνική διαθεσιμότητα. Η αποχή όμως δείχνει (πέρα από την απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος και τη μεγάλη κρίση εκπροσώπησης ή αντιπροσώπευσης) και την αποξένωση προς την πολιτική όπως αυτή προσφέρεται σήμερα, καθώς και τη γενική αναξιοπιστία που περιβάλλει όλους τους υπάρχοντες πολιτικούς σχηματισμούς.

Οι ευρωεκλογές επομένως δεν διεξήχθησαν σε κλίμα γενικής αδιαφορίας όπως τις προηγούμενες φορές: υπήρξε αυξημένο ενδιαφέρον, μεγάλη έκφραση της δυσφορίας και μεγάλες ανακατατάξεις σε ορισμένες χώρες

Δεύτερη κεντρική ιδέα: Ο πολιτικός σεισμός στην Ευρώπη

Η «Ευρώπη», δηλαδή οι 27 που συγκροτούν την Ε.Ε., γνωρίζουν έναν «πολιτικό σεισμό» με βάση τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών, χωρίς αυτό όμως να τροποποιεί την πορεία προς την «Ακραία Ευρώπη». Να εξηγηθούμε: Ο πολιτικός σεισμός αφορά την άμεση πολιτική κρίση σε Γαλλία και Γερμανία (τους δύο βασικούς πυλώνες της Ε.Ε.) και εν μέρει το Βέλγιο. Επίσης αφορά το «μερίδιο» που διεκδικεί το τμήμα που προέρχεται από ακροδεξιούς σχηματισμούς, οι οποίοι έχουν εισπράξει σε ένα βαθμό τη λαϊκή δυσαρέσκεια σε πολλές χώρες, και τη χρησιμοποιούν για να μπουν στο κλαμπ της διακυβέρνησης στις χώρες τους ή και συνολικά στην Ε.Ε. Το «ακραίο κέντρο», δηλαδή οι δυνάμεις που μέχρι τώρα κυβερνούσαν την Ε.Ε. και την πλειοψηφία των χωρών και αποτελείται από κυβερνήσεις κεντροαριστερές, κεντροδεξιές, κυβερνήσεις συνασπισμού και σε ορισμένες περιπτώσεις με κάποια συμμετοχή Πράσινων κομμάτων (οι Πράσινοι είναι στους μεγάλους χαμένους) είναι υποχρεωμένο να αποδεχθεί το νέο τοπίο. Η Μελόνι στην Ιταλία ανακηρύσσεται δύναμη συγκολλητική ανάμεσα στην παλιά διακυβέρνηση και αυτήν που θα εκκολαφθεί από τους νέους συσχετισμούς. Ο ελιγμός του Μακρόν μετά την εκλογική συντριβή προκηρύσσοντας εκλογές είναι μια επιχείρηση να καταστήσει συμμέτοχη και συνυπεύθυνη την Λεπέν σε μια ιδιότυπη συγκατοίκηση (εφόσον κερδίσει τις εκλογές και γίνει πρωθυπουργός).

Η «Ακραία Ευρώπη», δηλαδή μια πιο δεξιά Ευρώπη, μια πιο φιλοπόλεμη και εμπλεκόμενη στον πόλεμο Ευρώπη, μια Ευρώπη πιο υποτελής στις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, πιο αντεργατική και αντιδημοκρατική, πιο αντιρωσική και πιο ψυχροπολεμική, δεν αλλάζει ρότα με την είσοδο της ακροδεξιάς στο κλαμπ διακυβέρνησης (είτε σε ξεχωριστές χώρες είτε στη διοίκηση της Ε.Ε.). Το «ακραίο κέντρο» κρατά ακόμα τα κλειδιά και τα κρίσιμα πόστα. Οφείλει όμως να κάνει ανοίγματα προς τις δυνάμεις που ανέρχονται.

Οι πολίτες της Ευρώπης σε διάφορες χώρες, καταδικάζοντας με την ψήφο ή με την αποχή το «ακραίο κέντρο», αναζητούν μια «στέγη» που θα απαντά διαφορετικά στα θέματα του πολέμου, της κοινωνικής συνοχής, της εργασίας, της μετανάστευσης. Σε ένα βαθμό ψάχνουν μια αντισυστημική έκφραση, άσχετα αν τη βρίσκουν ή όχι. Ψαχουλεύουν χωρίς καθαρή ορατότητα. Ορισμένες δυνάμεις κατορθώνουν να ξεχωρίσουν, όπως η Σάρα Βάγκενκνεχτ (6,2% και 2,5 εκατομμύρια ψήφοι) στη Γερμανία, που έχει θέσει ως κεντρικό ζήτημα τον πόλεμο και την κοινωνική φτωχοποίηση.

Στην ιδεολογική και πολιτική ατζέντα θα τεθεί το θέμα της κεντροαριστερής ανασύνθεσης, με παραδείγματα το Δημοκρατικό Κόμμα της Ιταλίας με επικεφαλής την 38χρονη Έλι Σλάιν, και φυσικά την απόπειρα «Λαϊκού Μετώπου» στη Γαλλία. Οι δυνάμεις που συγκροτούν τέτοιες απόπειρες ή σχέδια θα βρεθούν μπροστά σε κεντρικές επιλογές: πόλεμος Ουκρανίας, οικονομία πολέμου, Μέση Ανατολή, κοινωνική συνοχή.

Ήδη τα Διευθυντήρια δεν περιμένουν την επίλυση του πολιτικού σεισμού. Προχωρούν σε τετελεσμένα που πρέπει να πάρουν υπόψη τους όλες οι δυνάμεις που θέλουν να κυβερνήσουν. Πρώτα έγινε το G7 στην Ιταλία και πάρθηκαν σχετικές αποφάσεις για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Αμέσως μετά ο Στόλτενμπεργκ σε δηλώσεις στα πλαίσια της Συνόδου των Υπουργών Άμυνας του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες δεσμεύτηκε για βοήθεια 40 δισεκατομμυρίων προς Ουκρανία, και έκανε λόγο για αναβάθμιση του πυρηνικού σχεδιασμού του ΝΑΤΟ, χαρακτηρίζοντας τα πυρηνικά όπλα «απόλυτη εγγύηση ασφάλειας» του NATO και ένα μέσο για τη διατήρηση της ειρήνης. Μιλώντας για τη «συνεχιζόμενη προσαρμογή» του πυρηνικού οπλοστασίου του ΝΑΤΟ, ο Στόλτενμπεργκ ανέφερε ότι η Ολλανδία τον Ιούνιο αποκτά τα πρώτα μαχητικά αεροσκάφη F-35 ικανά να φέρουν πυρηνικά όπλα, και τόνισε ότι «οι ΗΠΑ εκσυγχρονίζουν τα πυρηνικά τους όπλα στην Ευρώπη»…

Στο φόντο ενός εγχειρήματος πρέπει να είναι το ίδιο το υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας σε όλες του τις διαστάσεις, κι όχι μια μονοθεματική ή μερική πρόταση ξεκομμένη από το όλον πρόβλημα

Τρίτη κεντρική ιδέα: Η ανάγκη ενός άλλου εγχειρήματος

Ξαναγυρνώντας στην ελληνική πραγματικότητα, οφείλουμε να εκτιμήσουμε πως η απονομιμοποίηση και η αναξιοπιστία του πολιτικού συστήματος δεν δημιουργεί κάποιο γενικό κενό που πρέπει να καλυφθεί, αλλά μια πραγματικότητα με πολλές αντιφατικές καταστάσεις και δεδομένα που πρέπει να συνυπολογίσουμε, αν μας ενδιαφέρει κάτι σημαντικό. Τι μπορεί να είναι το «κάτι σημαντικό»;

Είμαστε μπροστά σε μια μπλοκαρισμένη χώρα με μεγάλο υπαρξιακό πρόβλημα, και σε μια μπλοκαρισμένη κοινωνία υπό τα δεσμά ενός πολιτικού συστήματος (κυβέρνηση, σύστημα κομμάτων, ΜΜΕ, δικαιοσύνη, διοίκηση, ψηφιακό κράτος, γιγάντωση μηχανισμών ελέγχου και καταστολής), με έντονα εκφρασμένα μέσα στα τελευταία 14 χρόνια σημάδια ριζοσπαστισμού και εκδηλώσεις κοινωνικής διαθεσιμότητας, χωρίς όμως φωνή και αποτελεσματικότητα (ή και με ήττες, όπως συνέβη με το αντιμνημονιακό κίνημα). Άρα είναι απαραίτητο να σκεφτούμε το «κάτι σημαντικό» με όρους πείρας και συμπερασμάτων που πρέπει να εξαχθούν, και με όρους δυναμικής (αν αυτή υπάρχει και πώς μπορεί να εκφραστεί) της υπαρκτής κοινωνικής διαθεσιμότητας, όπως και με όρους σύνθεσης του εθνικού και κοινωνικού στοιχείου. Βασικό κλειδί κάθε κίνησης προς αυτήν την κατεύθυνση είναι να υπάρχουν εξαρχής ορισμένες προϋποθέσεις:

α) η ανοικτότητα και ο διάλογος,

β) η συνειδητοποίηση της έλλειψης μιας συνολικής εναλλακτικής πρότασης, που πρέπει να οικοδομηθεί,

γ) η χωρητικότητα και η εμβέλεια, που είναι αναγκαία στοιχεία για ένα μεγάλο εγχείρημα,

δ) ο σεβασμός των ιδιαίτερων διαδρομών μέχρι σήμερα του κάθε μέρους ή τμήματος της κοινωνικής διαθεσιμότητας,

ε) ο ακηδεμόνευτος χαρακτήρας του εγχειρήματος, μακριά από τις «σειρήνες» του πολιτικού και μιντιακού συμπλέγματος,

στ) πρόσωπα που χαρακτηρίζονται από ανιδιοτέλεια και πνεύμα προσφοράς.

Στο φόντο ενός εγχειρήματος πρέπει να είναι το ίδιο το υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας σε όλες του τις διαστάσεις, κι όχι μια μονοθεματική ή μερική πρόταση ξεκομμένη από το όλον πρόβλημα. Η δικαιοσύνη, η δημοκρατία, η πολιτεία, η οικονομία, η εργασία, το περιβάλλον, ο πολιτισμός, η παιδεία, η υγεία, η ασφάλεια και η άμυνα σαν γενικό πλαίσιο σημαντικών ζητημάτων, δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν χωρίς ένα μεγάλο εγχείρημα-υποκείμενο που θα κινηθεί με όρους πληθυντικούς και πλειοψηφικούς, θα έχει ή θα προσπαθεί να πάρει δημοψηφισματικό χαρακτήρα στην κίνησή του και στις πρωτοβουλίες του, θα συγκεντρώνει υποστήριξη και δύναμη στη βάση των ιδεών και των περιεχομένων.

Αυτό το εγχείρημα είναι μέσα στο πλαίσιο των εν δυνάμει καταστάσεων που μπορούν να εμφανιστούν, είναι το «κάτι σημαντικό» που έχουμε ανάγκη. Κι αυτό σήμερα μπορούν να το αντιληφθούν περισσότεροι άνθρωποι, περισσότερες συλλογικότητες. Χρειάζεται όμως και δύο ακόμα προϋποθέσεις που θα ξεμπλοκάρουν μια κατάσταση: Έμπρακτα βήματα υπέρβασης του υποκειμενισμού, και δυνατότητα σύνθεσης γύρω από σημαντικούς ελάχιστους κοινούς προαγωγικούς παρανομαστές. Μια άλλη σχέση με την Πολιτική, σε αντίθεση με αυτό που αποκαλείται «πολιτική» και προσφέρεται από το σύστημα.

Από αυτή τη σκοπιά, το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών δεν αποθαρρύνει όπως εκείνο το «41-20» πριν ένα χρόνο, και αυτό οφείλεται σε βήματα και διεργασίες που γίνονται μέσα στην κοινωνία και μέσα στην κοινωνική διαθεσιμότητα. Αντίθετα, δείχνει ότι υπάρχουν δυνατότητες για ένα σημαντικό εγχείρημα. Με τον όρο πως κάποιοι θα το διαβάσουν, θα το αναλύσουν, θα το προσπαθήσουν με σοβαρότητα και γείωση. Δεν είμαστε χαζοχαρούμενοι. Απλώς επενδύουμε σοβαρά στην ανάγκη και στη δυνατότητα ενός σημαντικού άλλου εγχειρήματος!

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!