Φωτ: «Αυγά πάγου» στη Φινλανδία… (φωτό Risto Mattila)

Μέρος Δ΄

(Διαβάστε το μέρος Α’ μέρος Β’ μέρος Γ’)

Με τη λήξη του «Μεγάλου Πολέμου», το 1918, στην Ευρώπη υπήρχε επαναστατικός αναβρασμός. Η ήττα, αλλά και ο θρήνος από τα εκατομμύρια των νεκρών και από τη μιζέρια της καταστροφής που είχε πλήξει και τους λαούς που ήταν με τους νικητές, είχε κάνει πολλούς ανθρώπους να ζητούν ευθύνες και να ανακαλύπτουν ότι οι πρώην εχθροί τους, οι Ρώσοι, είχαν πρώτοι σταματήσει τον πόλεμο και είχαν αμέσως αποτινάξει τις παλιές ηγετικές τάξεις που βαρύνονταν με τον πόλεμο και όλα τα δεινά που επακολούθησαν, από τον θάνατο και την αιχμαλωσία μέχρι την πείνα και την ατίμωση. Οι στρατιώτες που αρνούνταν να πειθαρχήσουν στο μέτωπο, οι στρατιώτες που λιποτακτούσαν και όσοι γύριζαν τσακισμένοι στα σπίτια τους ή σε ό,τι είχε απομείνει απ’ αυτά, ήταν απογοητευμένοι και θυμωμένοι. Οι λαοί είχαν πληρώσει τον πόλεμο πολύ ακριβά, ενώ η πλουτοκρατία που έκανε τον πόλεμο παρέμενε η ίδια συνεχίζοντας να κυριαρχεί αλλάζοντας μόνο τους πολιτικούς της εκπροσώπους. Αλλά στη Ρωσία κάτι καινούργιο, κάτι ριζικά διαφορετικό είχε ανατείλει, που έδινε ελπίδες και ενθάρρυνε τον ξεσηκωμό ενάντια στη χρεοκοπημένη τάξη πραγμάτων.

 Στην Αυστρία

«Η πλήρης κατάρρευση της στρατιωτικής πειθαρχίας έγινε ολοφάνερη στις 30 Οκτωβρίου 1918 όταν ακόμη και οι γερμανόφωνοι Αυστριακοί στρατιώτες βγήκαν στους δρόμους της Βιέννης, κάποιοι φορώντας κόκκινες κονκάρδες και κάποιοι άλλοι κονκάρδες με μαύρο, κόκκινο και χρυσό χρώμα, τα χρώματα της φιλελεύθερης παγγερμανικής επανάστασης του 1848. Όλο και περισσότεροι στρατιώτες και κατώτεροι αξιωματικοί προσχωρούσαν στα επαναστατικά κινήματα στη Βιέννη και τη Βουδαπέστη, τις κύριες πόλεις της αυτοκρατορίας.»

Αλλά αν χιλιάδες στρατιώτες «καθημερινά επέστρεφαν στη Βιέννη και σε άλλες αυστριακές πόλεις, πολλοί απ’ αυτούς πολιτικοποιημένοι και βαριά οπλισμένοι», οι ανώτεροι κυρίως αξιωματικοί του ηττημένου αυτοκρατορικού στρατού έβλεπαν με αποστροφή την απειλή που οι πρώην στρατιώτες τους αποτελούσαν για την καθεστηκυία τάξη.

Την ώρα που οι πολίτες που είχαν χύσει αίμα και είχαν υποστεί απερίγραπτες κακουχίες στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, βρίσκονταν σε επαναστατική έξαρση και ήθελαν μια πραγματική αλλαγή και όχι απλή αντικατάσταση του αυτοκράτορα Καρόλου, οι παλιές πολιτικές δυνάμεις προσπαθούσαν μέσα στα επιβλητικά κτήρια της διοίκησης να μεθοδεύσουν τη χειραγώγηση της επαναστατικής έξαρσης των απλών ανθρώπων. «Δεν βλέπεις και δεν ακούς καμιά δραστηριότητα των ηγετών του Χριστιανοκοινωνικού Κόμματος ή του Γερμανικού Εθνικού Κόμματος. Σαν να άνοιξε η γη και να τους κατάπιε! Οι Κόκκινοι ελέγχουν την κατάσταση!» έγραφε στις 11 Νοεμβρίου 1918 ο Φραντς Μπραντλ, επιθεωρητής της αστυνομίας της Βιέννης. Από τον Ιανουάριο είχαν ξεκινήσει πελώριες απεργίες σε όλη την αυστροουγγρική επικράτεια, που μέχρι τον πόλεμο αποτελούσε το τρίτο πολυπληθέστερο κράτος της Ευρώπης, πολυεθνοτικό και πολυγλωσσικό και με τη λήξη του πολέμου αντιμετώπιζε μεγάλη κοινωνική αναστάτωση, αλλά και τις εθνικές αποσχίσεις των στοιχείων της αυτοκρατορίας. Οι νέοι κυβερνήτες ήθελαν η Δημοκρατία τους να είναι τμήμα του Γερμανικού Ράιχ…

Οι άνθρωποι λιμοκτονούσαν. «Οι απεργίες στην Αυστρία πήραν αρχικά τη μορφή διαμαρτυριών για της υψηλές τιμές και την ανεπαρκή διανομή τροφίμων… Μέσα σε λίγες μέρες σχεδόν ένα εκατομμύριο εργάτες απεργούσαν». Έγινε και μία ανταρσία ναυτών.

«Ο Χανς Άλμπιν Ράουτερ, ο μελλοντικός Αρχηγός των Ες-Ες και της Αστυνομίας στην κατεχόμενη Ολλανδία κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, τόνιζε ότι η πρώτη επαφή του με τον “κόκκινο όχλο” του “άνοιξε τα μάτια”: “όταν έφθασα τελικά στο Γκρατς, διαπίστωσα ότι οι κομμουνιστές είχαν καταλάβει τους δρόμους”.»

Με το φόβο των ιδεών της Οκτωβριανής Επανάστασης, οι σοσιαλδημοκράτες σε αγαστή συνεργασία με τους συντηρητικούς του Χριστιανοκοινωνικού Κόμματος και με καγκελάριο τον σοσιαλδημοκράτη Καρλ Ρένερ  σχημάτισαν κυβέρνηση και με τον Φρήντριχ Άντλερ επικεφαλής αντιτάχθηκαν στην επανάσταση ρωσικού τύπου.

Η φίμωση της επανάστασης στην Αυστρία περιόρισε αποφασιστικά την άμυνα στην επερχόμενη άνοδο του ναζισμού.

 Στην Ουγγαρία

Η Ουγγαρία διέρρηξε τους δεσμούς της με την Αυστρία στις 16 Νοεμβρίου 1918 και έγινε ανεξάρτητη για πρώτη φορά από το 1526 που την εξουσίαζαν οι Αψβούργοι. Στις 22 Μαρτίου 1919, ο επικεφαλής του νεοσύστατου Κομμουνιστικού Κόμματος Μπέλα Κουν ανακήρυξε τη Σοβιετική Δημοκρατία της Ουγγαρίας.

Στην ηττημένη Ουγγαρία, της οποίας τα εδάφη διαμοιράζονταν από τους νικητές συμμάχους στις γύρω χώρες, το πρόγραμμα των κομμουνιστών που είχαν συμμαχήσει με τους σοσιαλδημοκράτες ήταν ριζοσπαστικό και δίκαιο. «Όλα τα μεγάλα αγροκτήματα θα διαιρούνταν και θα μοιράζονταν στους αγρότες. Οι βιομηχανικές επιχειρήσεις που απασχολούσαν πάνω από είκοσι πέντε άτομα θα εθνικοποιούνταν. Η ιδιοκτησία της εκκλησίας θα απαλλοτριωνόταν. Τα σχολεία θα αναδιοργανώνονταν έτσι ώστε να δίνεται έμφαση στη διδασκαλία των επιστημών και των αρχών του σοσιαλισμού. Η κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών απαγορεύτηκε. Οι αριστοκρατικοί τίτλοι καταργήθηκαν. Τα αποθέματα τροφίμων στην ύπαιθρο επιτάχθηκαν για να τραφεί η λιμοκτονούσα πρωτεύουσα. Επιβλήθηκε η σοβιετική πολιτική δομή των συμβουλίων των στρατιωτών, των ναυτών και των εργατών, ολόκληρη η δικαστική εξουσία του κράτους πέρασε στα χέρια των συμβουλίων και δημιουργήθηκαν ειδικά επαναστατικά δικαστήρια για τις πολιτικές δίκες.»

Η απεύθυνση του Κουν στους αυστριακούς σοσιαλδημοκράτες που ήταν ισχυρότεροι και θα μπορούσαν να στηρίξουν το εγχείρημα των Ούγγρων που είχαν να αντιμετωπίσουν πολλούς εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς, δεν βρήκε ανταπόκριση. Μόνο οι αυστριακοί κομμουνιστές προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα ρεύμα αλληλεγγύης στην Ουγγρική Σοβιετική Δημοκρατία, αλλά αντιμετωπίστηκαν με τα όπλα, με συλλήψεις και φυλακίσεις. Καθολικοί παπάδες, αριστοκράτες κτηματίες, μερίδα των αγροτών και αστοί αντικομμουνιστές σχημάτισαν τον Μάη του 1919 δική τους κυβέρνηση στην κατεχόμενη από τα γαλλικά στρατεύματα πόλη Ζέγκεντ και ανέθεσαν στον αρχηγό του Ναυτικού της Αυστροουγγαρίας Μίκλος Χόρτυ να δημιουργήσει στρατό με εθνικιστές αξιωματικούς της ηττημένης αυτοκρατορίας για να ανατρέψει τη Σοβιετική Δημοκρατία της Ουγγαρίας. Αλλά επειδή ο Χόρτυ δεν μπορούσε να φέρει σε πέρας μια τέτοια αποστολή που επιθυμούσαν και οι Γάλλοι και οι Βρετανοί, εισβάλανε από τη μία πλευρά οι Τσέχοι καταλύοντας αιματηρά τη Σοβιετική Δημοκρατία της Σλοβακίας και από την άλλη οι Ρουμάνοι οι οποίοι τον Αύγουστο κατέλαβαν τη Βουδαπέστη και διέλυσαν τη Σοβιετική Δημοκρατία της Ουγγαρίας που είχε αντέξει επί 4,5 μήνες, στρώνοντας το έδαφος για τους μισθοφόρους του Χόρτυ. Ρουμάνοι και Ούγγροι αντεπαναστάτες, με τις ευλογίες και την υποστήριξη των Αγγλογάλλων, επιδόθηκαν σε ένα τρομακτικό πογκρόμ εναντίον των κομμουνιστών, των διανοουμένων, των δημοσιογράφων και των Εβραίων. Χιλιάδες άνθρωποι δολοφονήθηκαν, ακόμα περισσότεροι βασανίστηκαν, 75.000 φυλακίστηκαν και πάνω από 100.000 εξορίστηκαν.

Έτσι, στρώθηκε στην Ουγγαρία από τους Αγγλογάλλους το έδαφος για την ενίσχυση των παραστρατιωτικών ομάδων κρούσης, την άνοδο των φασιστών στην εξουσία και τη συμμετοχή της Ουγγαρίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της ναζιστικής Γερμανίας. Να σημειωθεί ότι με την επικράτηση των ναζί στη Γερμανία ο Χόρτυ ταυτίστηκε με τον Χίτλερ και συνέπραξε στα ναζιστικά εγκλήματα.

Στη Βουλγαρία

Στη Βουλγαρία ο Αλεξάνταρ Σταμπολίσκι απέκτησε με εκλογές τον έλεγχο της χώρας υποσχόμενος στους αγρότες δικαιότερη κατανομή της γης, απέφυγε όμως να καταργήσει τη μοναρχία που είχε σύρει τη Βουλγαρία στον καταστροφικό πόλεμο, υπέγραψε την ταπεινωτική συνθήκη του Νεϊγύ ακολουθώντας τις επιθυμίες των Δυτικών Συμμάχων και απέκλεισε από τις εκλογές με διάφορα προσχήματα πολλούς κομμουνιστές που είχαν μεγαλύτερη επιρροή στις πόλεις. Με όλα τα συν και πλην, ήταν η πρώτη δημοκρατική κυβέρνηση στη Βουλγαρία. Όμως, η συνασπισμένη δεξιά αντιπολίτευση, στρατιωτικοί, γαιοκτήμονες και μοναρχικοί, με την ανοχή των Συμμάχων οργάνωσαν τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο και πραγματοποίησαν πραξικόπημα το 1923. Αμέσως, εφαρμόζοντας τη «Λευκή Τρομοκρατία», συνέλαβαν και κατακρεούργησαν –στην κυριολεξία κομμάτιασαν- τον Σταμπολίσκι, κατέπνιξαν κτηνωδώς την αντίδραση των οπαδών του στην ύπαιθρο και κατέσφαξαν πάνω από 2.500 κομμουνιστές στις πόλεις, ενώ φυλάκισαν και πολλές χιλιάδες υποστηρικτές τους. Έτσι, πάλι με την κάλυψη των Συμμάχων εδραιώθηκε ένα ανώμαλο καθεστώς μέσα στο οποίο γονιμοποιήθηκε, όπως και στην Ουγγαρία, το σπέρμα του φασισμού που οδήγησε τη Βουλγαρία στον πλευρό του Χίτλερ.

 Στη Φινλανδία

Η Φινλανδία ήταν αυτόνομο δουκάτο μέσα στη Ρώσικη Αυτοκρατορία, αλλά ενώ δεν πήρε μέρος στις πολεμικές συγκρούσεις, πολλοί Φινλανδοί εθελοντές πολέμησαν άλλοι στο πλευρό των Ρώσων κι άλλοι στο πλευρό των Γερμανών. Όμως, από το 1917 η επιρροή της Οκτωβριανής Επανάστασης ήταν μεγάλη και οι κομμουνιστές μαζί με τους σοσιαλδημοκράτες σε συμμαχία με τα εργατικά συνδικάτα σχημάτισαν κυβέρνηση, το Συμβούλιο των Αντιπροσώπων του Λαού. Οι συντηρητικοί, έχοντας επικεφαλής τον τσαρικό πρώην στρατηγό του ρωσικού Αυτοκρατορικού Στρατού Καρλ Μάνερχαϊμ με τη συνδρομή ισχυρών γερμανικών στρατευμάτων που έφτασαν τις 40.000 άνδρες υπό τον στρατηγό Ρύντιγκερ φον ντερ Γκολτς, νίκησαν τις Κόκκινες Φρουρές που είχαν δημιουργήσει οι κομμουνιστές μαζί με τους σοσιαλιστές και εξαπέλυσαν πογκρόμ θανάτου κατά των «Κόκκινων». Μόνο στην πόλη Τάμπερε, μετά την κατάληψή της, οι «Λευκοί» εκτέλεσαν πάνω από 10.000 κόκκινους στρατιώτες. Οι διωγμοί συνεχίστηκαν ανεβάζοντας τον αριθμό των νεκρών σε 36.000 που ήταν εξαιρετικά μεγάλος, γενοκτονικός, για μια μικρή χώρα. Οι πρώην θανάσιμοι εχθροί που αιματοκύλησαν την Ευρώπη στον «Μεγάλο Πόλεμο», οι Γερμανοί και οι σύμμαχοί τους από τη μια και οι Άγγλοι, Γάλλοι και οι σύμμαχοί τους από την άλλη, συσπειρώθηκαν και ανέχονταν οι μεν τις θηριωδίες των δε, απέναντι στον κοινό εχθρό που ήταν οι κομμουνιστές, οι σοσιαλιστές και τα συνδικάτα. Μ’ αυτή τη μεθοδολογία κατασκευάστηκαν τα καθεστώτα του μεσοπολέμου που οδήγησαν με μαθηματική ακρίβεια στον δεύτερο «Μεγάλο Πόλεμο». Χαρακτηριστικό με την Φινλανδία είναι το γεγονός ότι ο φιλοναζιστής αρχιστράτηγος των Φινλανδικών Αμυντικών Δυνάμεων στην έναρξη του Β΄ ΠΠ, ο Καρλ Μάνερχαϊμ, ήταν ο ίδιος τσαρικός στρατηγός που είχε σφαγιάσει τους Φινλανδούς επαναστάτες το 1918! 

Στις Βαλτικές

Το τι έγινε στις βαλτικές χώρες δεν περιγράφεται. Έχοντας αποδοθεί στο Τρίτο Ράιχ με τη συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ που είχε υπογράψει αναγκαστικά η επαναστατική κυβέρνηση της Ρωσίας προκειμένου να βάλει τέλος στον «Μεγάλο Πόλεμο», στις Βαλτικές είχαν εισβάλει και αλώνιζαν οι Γερμανοί, οι παραστρατιωτικοί και οι εθνικιστές.

Με τη λήξη του «Μεγάλου Πολέμου», «οι Δυτικοί Σύμμαχοι ζήτησαν από τη νέα γερμανική κυβέρνηση υπό τον (σ.σ. σοσιαλδημοκράτη) Φρήντριχ Έμπερτ να σταματήσει την απόσυρση των στρατευμάτων της από τις Βαλτικές χώρες, καθώς ούτε το Λονδίνο ούτε το Παρίσι είχαν σημαντικές δυνάμεις στην περιοχή» προκειμένου να ανατρέψουν τις Σοβιετικές Δημοκρατίες Λετονίας, Λιθουανίας και Εσθονίας που είχαν δημιουργηθεί κατά τα πρότυπα της Οκτωβριανής Επανάστασης. «Εθελοντές από τη Γερμανία μαζί με τις εναπομείνασες δυνάμεις της γερμανικής 8ης στρατιάς συγκρότησαν τη Σιδηρά Μεραρχία, επικεφαλής της οποίας ήταν ο χαρισματικός και παρασημοφορημένος ταγματάρχης Γιόζεφ Μπίσοφ, του οποίου η μακρά και πολυτάραχη στρατιωτική σταδιοδρομία περιλάμβανε την άμεση συμμετοχή του στη γενοκτονία των Χερέρο και των Νάμα στη γερμανική Νοτιοδυτική Αφρική το 1904-6…»

Όλες οι δυνάμεις, Γερμανών και εντόπιων που είχαν συγκροτήσει την Baltische Landeswehr κατά των μπολσεβίκων, τέθηκαν υπό τη διοίκηση του Ρύντιγκερ φον ντερ Γκολτς που είχε προηγουμένως εκκαθαρίσει τη Φινλανδία από τους «Κόκκινους». Οι Γερμανοί στρατιώτες, εξαθλιωμένοι από τη συμμετοχή τους στον «Μεγάλο Πόλεμο» και εξοργισμένοι από την ήττα της Γερμανίας, εξαπέλυσαν ένα ασύλληπτο όργιο τρομοκρατίας και σφαγής σε βάρος κάθε υπόπτου. «Οι μάχες στα βαλτικά κράτη ήταν πιο κτηνώδεις και άγριες από οτιδήποτε είχα γνωρίσει προηγουμένως» έγραψε στις «αυτοβιογραφικές αφηγήσεις του ο Ρούντολφ Ες, ο μελλοντικός διοικητής του Άουσβιτς, ο οποίος υπηρέτησε ως εθελοντής στη Λετονία»!

Ιδιαίτερη ήταν η μανία των Γερμανών εναντίον των γυναικών αδιακρίτως. «Τώρα η οργή των ξεχύθηκε στους δρόμους της Ρίγας. Είναι φρικτό να το παραδεχτώ, αλλά στράφηκε κυρίως εναντίον νέων γυναικών, ηλικίας 16 έως 20 ετών… Οι Γερμανοί των βαλτικών χωρών δεν επέδειξαν κανένα έλεος. Δεν έβλεπαν τη νιότη ή τη χάρη αυτών των γυναικών. Έβλεπαν μόνο το πρόσωπο του διαβόλου όταν τις χτυπούσαν, τις πυροβολούσαν, τις μαχαίρωναν θανάσιμα, όπου κι αν εμφανίζονταν. Στις 22 Μαΐου 1919, τετρακόσιες γυναίκες με τουφέκι κείτονταν μέσα στο αίμα τους στους δρόμους της Ρίγας. Ασυγκίνητοι οι Γερμανοί εθελοντές πατούσαν πάνω τους φορώντας μπότες με καρφιά.» έγραψε, μεταξύ άλλων φρικαλεοτήτων, ο Γερμανός εθελοντής Έριχ Μπάλα στα απομνημονεύματά του. Και δεν χόρτασαν!

Όταν ξεπάστρεψαν τους κομμουνιστές και ανακλήθηκαν στη Γερμανία, «14.000 βαριά οπλισμένοι στρατιώτες παρέμειναν στη Λετονία και ενώθηκαν με τον Ρώσικο Στρατό της Δύσης των Λευκών (σ.σ. που πολεμούσαν για την επαναφορά του τσάρου)» σφάζοντας, βιάζοντας και κάνοντας πλιάτσικο σε βάρος των άμαχων Λετονών και Λιθουανών τους οποίους υποτίθεται ότι είχαν κληθεί να απελευθερώσουν από τους μπολσεβίκους. «Πυρπολούσαν αγροκτήματα και μικρότερες κατοικίες και σκότωναν αμάχους… Ο εθελοντής Ερνστ φον Σάλομον, θυμόταν με περηφάνια τις τελετουργίες της βίας που κυριάρχησαν στις εμπειρίες του κατά την υποχώρηση: Πυροβολούσαμε ξαφνιασμένα πλήθη και ξεσπούσαμε πάνω τους, πυροβολούσαμε και καταδιώκαμε. Κυνηγούσαμε τους Λετονούς στα χωράφια σαν να ήταν κουνέλια, καίγαμε όλα τα σπίτια και καταστρέφαμε όποια γέφυρα κι όποιο τηλεγραφόξυλο βρίσκαμε μπροστά μας. Πετούσαμε τα πτώματα σε πηγάδια και μετά ρίχναμε χειροβομβίδες. Σφαγιάζαμε όποιον έπεφτε στα χέρια μας. Καίγαμε οτιδήποτε μπορούσε να αρπάξει φωτιά […] Δεν είχαν απομείνει ανθρώπινα αισθήματα  στην καρδιά μας […] Στο πέρασμά μας αφήναμε πίσω γιγαντιαία σύννεφα καπνού. Ανάψαμε φωτιά […] στην οποία καίγαμε τους νόμους και τις αξίες του πολιτισμένου κόσμου…» Αυτούς και τα Ες-Ες  του επόμενου πολέμου τιμούν σήμερα οι εθνικιστές εταίροι των άλλων Ευρωπαίων στις Βαλτικές.

«Όσοι άνδρες των Freikorps επιβίωσαν έφθασαν τελικά στην ασφάλεια της Γερμανίας στα τέλη του 1919. Μερικοί συνέχισαν τη βίαιη σταδιοδρομία τους σε παράνομες οργανώσεις της άκρας δεξιάς…»

Στην Ιταλία

Αλλά δεν ήτανε μόνο στις ηττημένες χώρες μεγάλη η επιρροή της Οκτωβριανής Επανάστασης και της κομμουνιστικής ιδέας. Αλλιώς δεν δικαιολογείται η αντικομμουνιστική υστερία που έπληξε τους νικητές του «Μεγάλου Πολέμου», όπως τη δημοκρατική Αμερική, την ουδέτερη Ισπανία, αλλά και τη φασιστική Ιταλία. Η ιστορία του αντικομμουνισμού στις ΗΠΑ απαιτεί μια ξεχωριστή θεώρηση, γιατί πήρε τεράστιες διαχρονικές διαστάσεις και έγινε η σημαία του συστήματος.

Στην Ιταλία, το 1919, η δυσαρέσκεια του κόσμου ήταν μεγάλη αφενός γιατί οι νεκροί είχαν ξεπεράσει τους 600.000, το δημόσιο χρέος είχε εκτοξευτεί στα ύψη από τα δάνεια των Βρετανών και των Αμερικάνων στη διάρκεια του πολέμου, οι πλούσιοι είχαν αθετήσει την υπόσχεσή τους να δώσουν γη στους άκληρους αγρότες και η ακρίβεια έκανε ακόμα και τα είδη πρώτης ανάγκης απλησίαστα.

Σ’ αυτή την κατάσταση, επικρατούσε παντού αναταραχή, από τη Λομβαρδία που οι αγρότες κατέλαβαν μεγάλα αγροκτήματα και πήραν στο κυνήγι τους γαιοκτήμονες μέχρι την Απουλία που ανατίναξαν σιδηροδρομικές γραμμές, επιτέθηκαν στους αστυνομικούς και άρπαξαν τρόφιμα από τις αποθήκες. Τον Σεπτέμβριο του 1920, οι εργάτες είχαν καταλάβει 600 εργοστάσια, είχαν σχηματίσει εργατικά συμβούλια και το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ιταλίας που ήταν ριζοσπαστικό και είχε ενταχθεί στην Τρίτη Διεθνή, βγήκε πρώτο κόμμα στις εκλογές, τον Νοέμβριο του 1919. Η απόσταση από την επανάσταση δεν ήταν μεγάλη.  Αλλά οι βιομήχανοι, οι γαιοκτήμονες, η εκκλησία και η στρατιωτική ηγεσία επένδυσαν σε ένα πρώην στέλεχος του Σοσιαλιστικού Κόμματος  που είχε διαγραφεί γιατί είχε υποστηρίξει τη συμμετοχή της Ιταλίας στον πόλεμο με το όνομα Μπενίτο Μουσολίνι.

Η μεταστροφή του τυχοδιώκτη που είχε προσβληθεί από σύφιλη ήταν ραγδαία. Αμέσως άρχισε να οργανώνει φασιστικές ομάδες κρούσης παροτρύνοντας τους οπαδούς του σε πράξεις ακραίας βίας. Το Νοέμβριο του 1920, στην Μπολόνια, φασίστες πυροβόλησαν ένα συγκεντρωμένο πλήθος που γιόρταζε την εκλογή του σοσιαλιστή δημάρχου της πόλης με πολλά θύματα. Στην ύπαιθρο, χωρίς ισχυρή κεντρική εξουσία, οι φασίστες σκορπούσαν τον τρόμο συσπειρώνοντας τα πιο αντιδραστικά και εθνικιστικά στοιχεία μιας κοινωνίας με πολλούς πολίτες σε ηθική και οικονομική καχεξία. Χιλιάδες στελέχη και μέλη του Σοσιαλιστικού Κόμματος δολοφονήθηκαν. Ο βασιλιάς Βίκτωρ Εμμανουήλ αρνήθηκε να υπογράψει τη λήψη μέτρων εναντίον του φασιστικού φαινομένου και με τη συμβιβαστική ανοχή του φιλελεύθερου πρωθυπουργού Τζοβάνι Τζολίτι που εναγκαλίστηκε το φασιστικό κόμμα, ανέθεσε στον Μουσολίνι να σχηματίσει κυβέρνηση συνασπισμού!

«Σήμερα, οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν ότι οι ένοπλες δυνάμεις του ιταλικού κράτους θα μπορούσαν εύκολα να νικήσουν τις παραστρατιωτικές δυνάμεις του φασισμού.» Όμως, όπως γράφει στο «Και έγινε αμέσως καθεστώς: Ο φασισμός και η πορεία προς τη Ρώμη» ο Emilio Gentile «ούτε ο βασιλιάς ούτε η κυβέρνηση ούτε οι πολιτικές ελίτ της χώρας είχαν την πολιτική θέληση ή το θάρρος να επιβάλουν την τάξη η οποία θα μπορούσε να σώσει το κοινοβουλευτικό καθεστώς. Αντιθέτως φοβούνταν ότι η καταστολή της φασιστικής επίθεσης θα έδινε νέα πνοή στη σοσιαλιστική επανάσταση και έτρεφαν την αυταπάτη ότι η κυβερνητική ευθύνη θα αρκούσε για να πειστούν οι φασίστες να απαρνηθούν τη βίαιη παραστρατιωτική οργάνωσή τους.»

Κάθε φορά που έμπαινε το δίλημμα, αληθινό ή ψεύτικο, με την επανάσταση ή με το φασισμό, τα λεγόμενα δημοκρατικά καθεστώτα επέλεγαν άμεσα ή έμμεσα το φασισμό. Κι έτσι οδήγησαν την ανθρωπότητα όχι στη δημοκρατία, αλλά στην ασύλληπτη σφαγή του επόμενου παγκόσμιου πολέμου.

Διαβάστε το μέρος Ε’

(Εκτός όπου αναφέρεται, τα αποσπάσματα μέσα σε εισαγωγικά προέρχονται από το βιβλίο «Οι ηττημένοι» του Robert Gerwarth, μετ. Ελένης Αστερίου, εκδ. Αλεξάνδρεια)

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!