Μια συζήτηση που έχει ήδη ανοίξει από τη ζωή και σπάει αλλοτινές «βεβαιότητες». Του Νίκου Λάιου
Τον τελευταίο καιρό ξυπνάει στο εσωτερικό της Αριστεράς η συζήτηση γύρω απ’ το έθνος. Υπάρχει και μια συζήτηση μέσα στη συζήτηση, σύμφωνα με την οποία το ανασκάλεμα αποδίνεται σε διαφορετικούς λόγους: από ψηφοθηρία και συστημική στροφή τμήματος της Αριστεράς, μέχρι σταυροφορία της αστικής προπαγάνδας και συντηρητικοποίηση της κοινωνίας.
Το άρθρο συντάσσεται με την άποψη ότι η συζήτηση για το έθνος ανοίγει για τους ίδιους λόγους που η Αριστερά κερδίζει δύναμη στην ελληνική κοινωνία – κι ένας βασικός λόγος γι’ αυτό είναι η αποκάλυψη της πραγματικής εξάρτησης της χώρας απ’ τους λογής «εταίρους», «δανειστές» και κάθε άλλης ποικιλίας κεφαλαιοκράτες των μεγάλων ιμπεριαλιστικών κέντρων. Και το πιο σημαντικό μ’ αυτό το φανέρωμα είναι ότι δεν έγινε απ’ την Αριστερά –όχι όσο και όπως θα έπρεπε– αλλά απ’ την ίδια τη ζωή. Πολλοί άνθρωποι συζητούν, πια, στην καθημερινότητά τους για την εξάρτηση της χώρας – σίγουρα με διαφορετικούς τρόπους, σίγουρα με αντιφατικές ιδεολογικές και άλλες καταβολές/αναφορές. Αλλά με το κέντρισμα ερχόμενο απ’ το εξόφθαλμο γεγονός ότι οι μεγάλοι καρχαρίες βγαίνουν απ’ το βυθό, να κυνηγήσουν στον αφρό, που μέχρι χτες έμοιαζε ασφαλής.
Ο Μάρξ και ο Λένιν για το έθνος
Χώρος για ανάλυση των εννοιών του «έθνους» και του «εθνικού» δεν υπάρχει εδώ. Αλλά και να υπήρχε, δεν θα ’ταν δουλειά για τις δυνάμεις του γράφοντα. Το άρθρο δεν σκοπεύει να λύσει το ζήτημα. Σκοπεύει, όμως, να δείξει ότι η μελέτη του ζητήματος από γωνιά διαφορετική απ’ τη δεσπόζουσα, είναι αναγκαία για τη σημερινή ελλαδική Αριστερά. Αναφερόμαστε εδώ σε μια ειλικρινή, ριζοσπαστική Αριστερά που θέλει αληθινά να υπηρετεί τις εργαζόμενες κοινωνικές τάξεις του τόπου, βοηθώντας τις στην απελευθέρωσή τους από τις λογής σκλαβιές, πλέκοντας τις εμπειρίες τους με τις δικές της. Στην επιδίωξη αυτού του σκοπού το άρθρο θα απευθυνθεί στο βιβλίο του Λένιν Κράτος και Επανάσταση για διάφορους λόγους – και κάποιοι θα αναφέρονται στη ροή του γραψίματος.
Το υποκεφάλαιο 4 του κεφαλαίου II του βιβλίου έχει τίτλο Η οργάνωση της ενότητας του έθνους. Ξεκινά με την παράθεση ενός αποσπάσματος του βιβλίου του Μαρξ Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία. Στο τελευταίο αυτό, ο Μαρξ συμπυκνώνει την πείρα της ένοπλης εργατικής εξέγερσης του 1871, που έμεινε στην ιστορία ως Παρισινή Κομμούνα, και εξάγει συμπεράσματα. Αντιγράφουμε εδώ το απόσπασμα με δική μας υπογράμμιση:
«… Σε ένα σύντομο πρόχειρο σχέδιο για την εθνική οργάνωση, που η Κομμούνα δεν πρόλαβε να το επεξεργαστεί παραπέρα, καθορίζεται ρητά ότι η κομμούνα θα αποτελούσε την πολιτική μορφή ακόμα και του πιο μικρού χωριού… Από τις κομμούνες θα εκλεγόταν και η “Εθνική αντιπροσωπεία” στο Παρίσι.
»…Οι λίγες, μα σπουδαίες λειτουργίες που θα απέμεναν για την κεντρική κυβέρνηση, δεν θα καταργούνταν, όπως σκόπιμα το παραποίησαν, αλλά θα μεταβιβάζονταν στους υπαλλήλους της Κομμούνας, δηλαδή σε αυστηρά υπεύθυνους υπαλλήλους…
»… Η ενότητα του έθνους δεν θα έσπαζε, μα αντίθετα, θα οργανωνόταν με το καθεστώς της Κομμούνας και θα γινόταν πραγματικότητα με την εκμηδένιση της κρατικής εκείνης εξουσίας, που παρουσιαζόταν σαν η ενσάρκωση αυτής της ενότητας, που ήθελε όμως να είναι ανεξάρτητη και ανώτερη από το έθνος. Στην πραγματικότητα, η κρατική εξουσία δεν ήταν παρά ένα παρασιτικό καρκίνωμα στο σώμα του έθνους. Ενώ το ζήτημα ήταν να περικόψουν απλώς τα καταπιεστικά όργανα της παλιάς κυβερνητικής εξουσίας, ν’ αποσπάσουν τις δικαιολογημένες λειτουργίες της από μιαν εξουσία που είχε την αξίωση να στέκεται πάνω από την κοινωνία, και να τις ξαναδόσουν στους υπεύθυνους υπηρέτες της κοινωνίας.»
Οι λέξεις, που χρησιμοποιεί ο Μαρξ και ασπάζεται ο Λένιν στην πολεμική του απέναντι στους τοτινούς σοσιαλδημοκράτες (ανάμεσά τους τον Μπέρνσταϊν) και τους τοτινούς αναρχικούς προκαλούν αμηχανία, ίσως, σε πολλούς απ’ τους σημερινούς ντόπιους κομμουνιστές και σίγουρα σ’ όλους τους σημερινούς πολέμιούς τους (αρκετοί απ’ αυτούς, άλλωστε, χτεσινοί κομμουνιστές). Για να χρησιμοποιήσουμε τα επίκαιρα λόγια του ίδιου του Λένιν, ξανά με δική μας υπογράμμιση:
«Δεν μπορεί ούτε και να χωρέσει απλώς στο κεφάλι του Μπέρνσταϊν ότι μπορεί να υπάρξει θεληματικός συγκεντρωτισμός, θεληματική συνένωση των κοινοτήτων σε έθνος, θεληματική συγχώνευση των προλεταριακών κοινοτήτων στην υπόθεση της συντριβής της αστικής κυριαρχίας και της αστικής κρατικής μηχανής. Ο Μπέρνσταϊν, όπως και κάθε φιλισταίος, φαντάζεται το συγκεντρωτισμό σαν κάτι που μπορεί να επιβληθεί και να διατηρηθεί μόνο από τα πάνω, μόνο από την υπαλληλοκρατία και τη στρατοκρατία.»
Δυστυχώς, τα σημερινά ύψη συνταιριάσματος θεωρίας/πράξης σε μεγάλα κομμάτια της ελλαδικής Αριστεράς μάς αναγκάζουν να παρατηρήσουμε πως ο Μπέρνσταϊν είχε μάλιστα διαύγεια, φανταζόμενος αυτό. Διότι πολλοί σημερινοί αριστεροί στη χώρα μας είμαστε ικανοποιημένοι κιόλας, βάζοντας στόχο να σπάσει ο «συγκεντρωτισμός γενικά», μάλιστα «από τα πάνω» και, ακόμα χειρότερα, με την κατάληψη κρατικών θέσεων «από αριστερούς», μετά από αστικές εκλογές.
Πιο πίσω κι απ’ τον Μπέρνσταϊν, λοιπόν; Και δεν ξεμπερδεύουμε απ’ την υποχρέωσή μας ν’ απαντήσουμε, λέγοντας ότι «αυτό είναι άσχετο» με τη συζήτηση για το έθνος. Τουλάχιστον για τους Μαρξ και Λένιν δεν ήταν.
Έθνος, κράτος και «έθνος-κράτος»
Οι Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν, δυστυχώς για πολλούς απ’ τους σημερινούς «υπερ-αριστερούς» και για όλους τους σημερινούς «αντι-αριστερούς», δεν ήταν «πολέμιοι του έθνους» ούτε στόχευαν στην «κατάργησή του». Στόχευαν στην κατάργηση του κράτους. Διότι στο κράτος –και όχι στο έθνος– έβλεπαν μια συμπύκνωση των καταπιεστικών δυνάμεων, που η κάθε φορά κυρίαρχη κοινωνική τάξη, ως μειοψηφία, εξαπολύει ενάντια στην υποτελή κοινωνική πλειοψηφία – τουλάχιστο σ’ εκείνες τις κοινωνίες που και είναι εσωτερικά διαιρεμένες σε κοινωνικές τάξεις και οργανώνονται πολιτικά στη βάση κράτους.
Είναι, λοιπόν, η διάλυση κάθε τύπου ταξικής ανισότητας, άρα και κάθε μορφής κράτους, με το μεταβατικό πέρασμα από ένα εργατικό κράτος που «δεν είναι πια κράτος στην καθαυτό έννοιά του» [Ένγκελς, Γράμμα προς τον Μπέμπελ, Μάρτιος 1875], που επιδίωκαν οι τρεις. Και δικαιούμαστε μια γενίκευση: είναι αυτή η πορεία, που δίνει νόημα στο διεθνισμό των εργατικών τάξεων, τον οποίον οι τρεις πρέσβευαν και έκαναν πράξη στη ζωή τους. Και δεν είναι, λοιπόν, η «κατάργηση του έθνους» προϋπόθεση ή στόχος του εργατικού διεθνισμού.
Διεθνισμός χωρίς έθνη είναι αντίφαση στους όρους και οι Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν υπήρξαν πολύ προσεκτικοί στις διατυπώσεις τους, για να θαρρήσουμε πως γλίστρησαν σε αντίφαση, σ’ αυτό το κομβικής σημασίας ζήτημα. Ο Μαρξ δείχτηκε μάλιστα περίφημα καυστικός πάνω στο ζήτημα, περιγράφοντας μια διεθνιστική συνάντηση:
«Οι αντιπρόσωποι της “νεαρής Γαλλίας” (όχι εργατικοί) διατύπωσαν την άποψη ότι όλες οι εθνότητες και το ίδιο το έθνος είναι απαρχαιωμένες προλήψεις. Προυντονικός στιρνερισμός… […] Οι Άγγλοι γέλασαν πολύ, όταν άρχισα το λόγο μου λέγοντας ότι ο φίλος μας Λαφάργκ και οι άλλοι που κατάργησαν τις εθνότητες, απευθύνονται σε εμάς στα γαλλικά, δηλαδή σε μια γλώσσα που δεν την καταλαβαίνουν τα 9/10 της συνέλευσης» [Μαρξ, Γράμμα προς τον Ένγκελς, Ιούνιος 1866].
Αυτοί που πραγματικά πέφτουμε σε αντίφαση είμαστε όσοι σημερινοί αριστεροί απέναντι στο νεωτερικό «έθνος-κράτος» (σε κάποιες χώρες του πλανήτη έχει δεν έχει χρόνο ζωής δέκα χρόνων, στο Νότιο Σουδάν σκάρτα δύο) – απέναντι στην ειδική αυτή μορφή κρατικής εξουσίας και καταπίεσης κάνουμε το τριπλό λάθος: Πρώτα, να θεωρούμε ότι τα δύο συστατικά, έθνος και κράτος, είναι όντως ενιαία και αδιάσπαστα. Δηλαδή, να καταπίνουμε αμάσητη την αστική προπαγάνδα, πράξη που δεν έρχεται σε αντίθεση με τη δηλωμένη ετοιμότητά μας να «μην μασήσουμε». Ύστερα, κάνουμε το επόμενο λάθος, να βλέπουμε το έθνος ως όργανο καταπίεσης – το ίδιο ή και περισσότερο απ’ το κράτος. Συνδέοντας, τέλος, το έθνος μ’ ένα σύγχρονο φαινόμενο νομιμοποίησης της εξουσίας της αστικής τάξης πάνω στην υπόλοιπη κοινωνία (μέσω του «έθνους-κράτους» της) – με το φαινόμενο του εθνικισμού.
Για να γίνει αυτό περισσότερο κατανοητό, χρειάζεται μια βαθειά ιστορικοπολιτισμική μελέτη της έννοιας του έθνους, την οποία κατά τη γνώμη μας δεν καλύπτει ούτε το έργο του Eric Hobsbawm ούτε το έργο του Benedict Anderson – των πιο δημοφιλών για τη σημερινή Αριστερά, πάνω στο θέμα. Αλλά αυτό δεν είναι στις δυνάμεις αυτού του άρθρου. Ενδεικτικά μόνο και για προβληματισμό, παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, που θεωρείται πως γράφτηκε μεταξύ 60μ.Χ. και 110μ.Χ., δηλαδή σε μια περίοδο γιγάντωσης και σκλήρυνσης των γραφειοκρατικών μηχανισμών του ρωμαϊκού κράτους, για χάρη της αυτοκρατορικής κυριαρχίας πάνω στους υποτελείς λαούς. Η λέξη «έθνος» αναφέρεται σ’ αυτό 10 φορές σε διάφορες πτώσεις και στους δυο αριθμούς. Η δε άποψη ότι με τον όρο «έθνη» στην Καινή Διαθήκη εννοούνται όλοι μαζί «οι ειδωλολάτρες», και δεν ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις και δεν απαντά ούτως ή άλλως στο ερώτημα γιατί όλοι μαζί «οι ειδωλολάτρες» να αποτελούσαν «έθνη» και όχι «έθνος». Παραθέτουμε, λοιπόν, το απόσπασμα ακουμπώντας νοερά στο τέλος ένα θαυμαστικό, με την έννοια της ομοιότητας των θέσεων των Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν και των Ιησού, Ματθαίου, παρά τους 17 αιώνες που τούς χωρίζουν, ως προς το θέμα τού ποιος καταπιέζει ποιον: το έθνος ή το κράτος;
Ματθ. 20, 25. Ο δε Ιησούς προσκαλεσάμενος αυτούς είπεν• οίδατε ότι οι άρχοντες των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών και οι μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αυτών. [Αλλά ο Ιησούς τούς προσκάλεσε και τούς είπε: «Ξέρετε ότι οι άρχοντες των εθνών ασκούν απόλυτη κυριαρχία πάνω στα έθνη κι εκείνοι με τα μεγάλα αξιώματα εξουσιάζουν τα έθνη, σαν να ’ναι υποζύγιά τους»].
Ανακεφαλαίωση
Είπαμε πως το άρθρο δεν αποβλέπει κι ούτε μπορεί να δώσει λύση στο ζήτημα του έθνους. Στο πλαίσιο αυτό, ελπίζουμε να φάνηκε απ’ την παράθεση των απόψεων των Μαρξ και Λένιν πως το ζήτημα του έθνους συνδέεται, γι’ αυτούς, άρρηκτα με το ζήτημα του κράτους. Όχι, όμως, με τον τρόπο που τό ’χει κατά νου η πλειοψηφία της σημερινής ελλαδικής Αριστεράς, μα εντελώς αλλιώς. Συγκεκριμένα, για τους Μαρξ και Λένιν, είναι ακριβώς το κράτος, ως όργανο καταπίεσης των υποτελών κοινωνικών τάξεων από την κυρίαρχη – είναι ακριβώς αυτό που κρατά τα έθνη διασπασμένα εσωτερικά σε κοινωνικές τάξεις.
Το κράτος δεν συμβιβάζει ταξικά συμφέροντα. Υπάρχει ακριβώς επειδή τα ταξικά συμφέροντα είναι ασυμβίβαστα, υπάρχει για να τα συντηρεί, να τα επιβάλλει, να τα βαθαίνει. Κι έτσι, η «ενότητα του έθνους», όπως την ονομάζει ο Μαρξ, δεν πραγματοποιείται. Αντίθετα, πάλι σύμφωνα με τον Μαρξ, χρειάζεται ν’ αρχίσει το ξήλωμα του κράτους με την ταυτόχρονη ανάπτυξη ενός κοινοτικού συστήματος, που θα το αντικαταστήσει. Και είναι μονάχα τότε και έτσι, που «η ενότητα του έθνους οργανώνεται» (πολιτικά/πολιτειακά), για να πραγματωθεί οριστικά με την «εκμηδένιση της κρατικής εξουσίας». Μ’ άλλα λόγια, το θρυμμάτισμα του κράτους –αυτού του «παρασιτικού καρκινώματος στο σώμα του έθνους» – όχι μόνο δεν απομακρύνει απ’ το έθνος, μα είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για να υπάρξει έθνος ουσιαστικά, ως πραγματικά ενιαίο, κοινά συμφωνημένο –από τις επιμέρους κοινότητες– κοινωνικό σώμα.
Το ότι αυτά πίστευαν οι Μαρξ και Λένιν δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι έτσι είναι τα πράγματα. Σημαίνει, όμως, ότι όσοι τους επικαλούμαστε άμεσα ή έμμεσα, όταν αναφέρονται ζητήματα γύρω απ’ το έθνος πρέπει ή να ξεκινάμε απ’ τις πραγματικές θέσεις τους ή να μην τους επικαλούμαστε, μάλιστα βροντερά. Διαφορετικά δεν είμαστε ειλικρινείς ούτε με τους άλλους ούτε με τον εαυτό μας.
Και, κοντά σ’ αυτό, δεν είμαστε ειλικρινείς όσοι με την πρώτη ξεσπαθώνουμε ενάντια στο έθνος, την ίδια στιγμή που προβάρουμε την κρατική περικεφαλαία: του βουλευτή, του περιφερειάρχη, του δημοτικού συμβούλου, του παρατρεχάμενου στο υπουργείο. Όσοι ντυνόμαστε ιππότες, για να κατοικήσουμε τον πύργο –αυτόν που βγαίνει ψηλά πάνω απ’ τα χαμόσπιτα, για να θυμίζει κι όλες τις άλλες αποστάσεις– κοιτάζοντας μην πέσουμε στο σκαρφάλωμα, αντί να βοηθάμε στο γκρέμισμά του. Κι όσοι, απ’ την άλλη, στο σκαρφάλωμα ίσα-ίσα επικαλούμαστε κι από πάνω «το έθνος» εκείνο, που δεν είναι παρά το λάφυρο και το υποζύγιο του αστικού κράτους, που πάμε να «στελεχώσουμε» – «το έθνος» στα μέτρα της αστικής τάξης και του σωβινισμού.
Δυο κρατούμενα
Όσο για το αν υπάρχει σήμερα ένα και μόνο έθνος, που ζει στην Ελλάδα, ας μην βιαστούμε ν’ απαντήσουμε. Ας γυρέψουμε την απάντηση εν πλω, με σταθερή ρότα σ’ αυτό που ο Λένιν περιέγραψε ως «θεληματική συνένωση των κοινοτήτων σε έθνος». Κι αυτό βρίσκεται μακριά από το κράτος – μάλιστα στον αντίποδά του, αφού στη θέση της επιβολής μπαίνει η θέληση, στη θέση του ταξικού κατακερματισμού η εθνική ενότητα (που έτσι δεν είναι «μια απάτη»…), στη θέση της γραφειοκρατίας οι κοινότητες.
Και όσο, τέλος, για τον όρο «κοινότητα», ας μην αγαναχτούμε οι «πολύ αριστεροί». Η γαλλική λέξη «κομμούνα» [commune] είναι, μεταφρασμένη στα ελληνικά. Μα η μετάφραση μιας λέξης δεν είναι σκέτη μεταφορά, κούφια μεταγραφή. Η μετάφραση αμέσως συνδέει ένα σύνολο εμπειριών με ένα άλλο, εδώ τις γαλλικές με τις ελληνικές. Κι αυτό δεν είναι εθνικισμός. Είναι διεθνισμός, εφαρμοσμένος πραχτικά. Γι’ αυτό ο Λένιν στο Κράτος και Επανάσταση καταγράφει τον προβληματισμό του πώς θα μεταφράσει τον όρο «κομμούνα» στα ρωσικά. Όχι για ν’ αποτυπωθεί σε λεξικά, μα για να τον πραγματώσει ο ρωσικός λαός σύμφωνα με τις δικές του, ιδιαίτερες εμπειρίες.
* Ο Νίκος Λάιος είναι Κοινωνικός Ανθρωπολόγος και Μέλος του Δ.Σ. του Σωματείου
των Εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης