Μια γαλλική (και ίσως αριστερή) ταυτολογία. Της Έλενας Πατρικίου
Επί μήνες ταλανίζει τη Γαλλία και την εξέλιξη της προεκλογικής εκστρατείας για τις προεδρικές εκλογές το βασανιστικό ερώτημα: «θα έρθει τελικά η Μέρκελ να στηρίξει τον Σαρκοζί;». Η θριαμβευτική βεβαιότητα με την οποία είχε προαναγγείλει ο σύζυγος της Κάρλας Μπρούνι την επικείμενη αυτή έκτακτη εμφάνιση κατέληξε για τον ίδιο θλιβερό μπούμερανγκ, όταν, μετά τις δηλώσεις του περί εξόδου της Γαλλίας από τη συνθήκη Σένγκεν, το τευτονικό σκέλος του γαλλογερμανικού άξονα τα στήλωσε και τον παράτησε στο έλεος του πρώην συζύγου της Σεγκολέν Ρουαγιάλ. Αλλά αν αυτά τα καμώματα μοιάζουν σκηνές φαρσοκωμωδίας με ήρωα έναν κοντό εραστή υψηλών γυναικών, για την Γαλλία τόσο η αναγγελία της άφιξης όσο και η ματαίωσή της, αποτέλεσαν χειροπιαστή απόδειξη της ποδηγέτησής της μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Στη Γαλλία, το ζήτημα περί της εθνικής κυριαρχίας και των ορίων της μέσα στις σύγχρονες υπερεθνικές δομές δεν είναι σημερινό. Ήδη από την εποχή της παθιασμένης δημόσιας συζήτησης που είχε προκαλέσει το δημοψήφισμα για το ευρωσύνταγμα, το θέμα της εθνικής και της λαϊκής κυριαρχίας είχε τεθεί με μία ένταση που κανείς δεν φανταζόταν για μία κοινωνία τόσο «ευρωπαϊκή», για μία κοινωνία που, επί δεκαετίες, ενσάρκωσε την ίδια την έννοια του ευρωπαϊσμού, σε σημείο να (αυτο)προβάλλεται ως το απόλυτο λογικό παράδειγμα της ίδιας της ιδέας της «ευρωπαϊκότητας». Τότε, το γαλλικό «κόμμα του ευρωσυντάγματος» (αντίστοιχο του στα καθ’ ημάς «κόμματος του Μνημονίου»), κατάφερε να επιβάλει ως δεδομένη και «προοδευτική» την ιδέα μίας παραίτησης από την εθνική κυριαρχία και την εθνική δημοκρατία προς όφελος της παράδοσης σε απρόσωπες, ολιγαρχικές και τεχνοκρατικές δομές που θα εξυπηρετούν τον μοναδικό παράγοντα της ευτυχίας μας: την αγορά. Κάθε διεκδίκηση εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας παραδόθηκε στη γραφικότητα μίας ξεπερασμένης Αριστεράς ή στην αρχαϊκότητα μίας μικροαστικής Ακροδεξιάς. Η γενικευμένη κρίση που ακολούθησε ξαναφέρνει στην επιφάνεια την κρισιμότητα του ζητήματος της εθνικής και της λαϊκής κυριαρχίας τόσο στα «αποτυχημένα» όσο και στα «επιτυχημένα» κράτη-μέλη της Ευρώπης.
Αλλά, μέσα στις (ζηλευτές) ιδιαιτερότητες της Γαλλίας είναι και η ειδική της σχέση με τον ίδιο της τον πολιτισμό: μέρος της εθνικής κυριαρχίας στη Γαλλία, σ’ αυτήν την πρώτη (και εν πολλοίς μοναδική) χώρα όπου ο πολιτισμός, μέσω του υπουργείου Πολιτισμού, αποτελεί τμήμα της κρατικής δομής, νοείται και η γλώσσα της, και η παιδεία της, και η λογοτεχνία της, και η ιστορία της. Νομίζοντας πως η διαφήμιση της απαιδευσιάς του τον φέρνει κοντά στον μέσο Γάλλο ψηφοφόρο, ο Σαρκοζί προκάλεσε το κοινό αίσθημα, για το οποίο ένας αγράμματος πρόεδρος είναι εξίσου επικίνδυνος για την εθνική αυτοτέλεια με έναν πρόεδρο που σέρνεται στο οικονομικό άρμα της Γερμανίας.
Στο μεταξύ, ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν συνεχίζει να ανεβαίνει στις δημοσκοπήσεις διαβάζοντας στους συσπειρωμένους Γάλλους αριστερούς αποσπάσματα από τους Αθλίους του Ουγκώ. Και η συσπειρωμένη γαλλική Αριστερά ξαναθέτει ευθαρσώς το ζήτημα της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας ως ζήτημα που, επιτέλους, οφείλουμε να πάρουμε πίσω από την Ακροδεξιά και να το επανατοποθετήσουμε με τους όρους της δημοκρατίας, της ανεξαρτησίας, της επαναστατικής παράδοσης, ιστορικής συνείδησης και, εντέλει, της γλωσσικής και λογοτεχνικής συνείδησης που θα πρέπει να χαρακτηρίζουν την Αριστερά.
Στη Γαλλία, το ζήτημα περί της εθνικής κυριαρχίας και των ορίων της μέσα στις σύγχρονες υπερεθνικές δομές δεν είναι σημερινό. Ήδη από την εποχή της παθιασμένης δημόσιας συζήτησης που είχε προκαλέσει το δημοψήφισμα για το ευρωσύνταγμα, το θέμα της εθνικής και της λαϊκής κυριαρχίας είχε τεθεί με μία ένταση που κανείς δεν φανταζόταν για μία κοινωνία τόσο «ευρωπαϊκή», για μία κοινωνία που, επί δεκαετίες, ενσάρκωσε την ίδια την έννοια του ευρωπαϊσμού, σε σημείο να (αυτο)προβάλλεται ως το απόλυτο λογικό παράδειγμα της ίδιας της ιδέας της «ευρωπαϊκότητας». Τότε, το γαλλικό «κόμμα του ευρωσυντάγματος» (αντίστοιχο του στα καθ’ ημάς «κόμματος του Μνημονίου»), κατάφερε να επιβάλει ως δεδομένη και «προοδευτική» την ιδέα μίας παραίτησης από την εθνική κυριαρχία και την εθνική δημοκρατία προς όφελος της παράδοσης σε απρόσωπες, ολιγαρχικές και τεχνοκρατικές δομές που θα εξυπηρετούν τον μοναδικό παράγοντα της ευτυχίας μας: την αγορά. Κάθε διεκδίκηση εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας παραδόθηκε στη γραφικότητα μίας ξεπερασμένης Αριστεράς ή στην αρχαϊκότητα μίας μικροαστικής Ακροδεξιάς. Η γενικευμένη κρίση που ακολούθησε ξαναφέρνει στην επιφάνεια την κρισιμότητα του ζητήματος της εθνικής και της λαϊκής κυριαρχίας τόσο στα «αποτυχημένα» όσο και στα «επιτυχημένα» κράτη-μέλη της Ευρώπης.
Αλλά, μέσα στις (ζηλευτές) ιδιαιτερότητες της Γαλλίας είναι και η ειδική της σχέση με τον ίδιο της τον πολιτισμό: μέρος της εθνικής κυριαρχίας στη Γαλλία, σ’ αυτήν την πρώτη (και εν πολλοίς μοναδική) χώρα όπου ο πολιτισμός, μέσω του υπουργείου Πολιτισμού, αποτελεί τμήμα της κρατικής δομής, νοείται και η γλώσσα της, και η παιδεία της, και η λογοτεχνία της, και η ιστορία της. Νομίζοντας πως η διαφήμιση της απαιδευσιάς του τον φέρνει κοντά στον μέσο Γάλλο ψηφοφόρο, ο Σαρκοζί προκάλεσε το κοινό αίσθημα, για το οποίο ένας αγράμματος πρόεδρος είναι εξίσου επικίνδυνος για την εθνική αυτοτέλεια με έναν πρόεδρο που σέρνεται στο οικονομικό άρμα της Γερμανίας.
Στο μεταξύ, ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν συνεχίζει να ανεβαίνει στις δημοσκοπήσεις διαβάζοντας στους συσπειρωμένους Γάλλους αριστερούς αποσπάσματα από τους Αθλίους του Ουγκώ. Και η συσπειρωμένη γαλλική Αριστερά ξαναθέτει ευθαρσώς το ζήτημα της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας ως ζήτημα που, επιτέλους, οφείλουμε να πάρουμε πίσω από την Ακροδεξιά και να το επανατοποθετήσουμε με τους όρους της δημοκρατίας, της ανεξαρτησίας, της επαναστατικής παράδοσης, ιστορικής συνείδησης και, εντέλει, της γλωσσικής και λογοτεχνικής συνείδησης που θα πρέπει να χαρακτηρίζουν την Αριστερά.
Σχόλια