Οι παλαιότεροι θα θυμούνται το «πεντάλεπτο του Ζάχου Χατζηφωτίου». Ο Αθηναίος μπον βιβέρ κατακεραύνωνε τηλεοπτικά τον καθυστερημένο Νεοέλληνα και τις συνήθειές του. Αδυναμία του, οι «βλάχοι» που κατέκλυσαν την Αθήνα από τα χωριά τους με τις βάρβαρες συνήθειές τους.
Άσχετο αλλά το θυμήθηκα με όλο τον θόρυβο που σηκώθηκε, κυρίως στα σόσιαλ μίντια, για τα αποτρόπαια έθιμα, τις σούβλες και τους χορούς στα χωριά, τον ενοχλητικό ήχο από τις καμπάνες, τις απάνθρωπες κροτίδες και τα βαρελότα.
Σήμερα τη σκυτάλη από τους αγανακτισμένους αριστοκράτες τύπου Χατζηφωτίου, την έχουν πάρει φανατικοί υπέρμαχοι των ατομικών δικαιωμάτων και πολέμιοι του μικροαστού «Κυρπαντελή» και του συντηρητικού «Ελληναρά».
Το πρόβλημα σίγουρα δεν είναι η ενόχληση των ζώων από τα βαρελότα ή η απέχθεια για την κρεατοφαγία. Αυτά μπορεί να είναι υπαρκτές καταστάσεις, αλλά δεν δικαιολογούν τον θόρυβο που σηκώθηκε.
Γιατί μπορεί πράγματι τα βεγγαλικά να προξενούν πανικό στα ζωάκια, όπως κι ένα κακοεκπαιδευμένο κατοικίδιο να ενοχλεί τους δίπλα. Μπορεί οι καμπάνες της εκκλησίας να διατάραξαν τον ύπνο κάποιου που μένει κοντά, αλλά και το πάρτι στην Κυψέλη να ενόχλησε κάποιον άλλο. Οι επιλεκτικές αναφορές δείχνουν ότι μάλλον δεν μιλάμε για αυτό.
Η μεγάλη αποστροφή ειδικά ενός συγκεκριμένου «κοινού» για τις «παραδόσεις του Έλληνα» αντικατοπτρίζει την εναντίωση σε οτιδήποτε φαίνεται να συγκροτεί μια ευρύτερη ταυτότητα.
Δεν είναι τυχαίο ότι κραδαίνονται και «σοβαρές έρευνες» που αποδεικνύουν ότι οι Έλληνες είναι οι πλέον σοβινιστές, λαός καθυστερημένος σε αντίθεση με τους προηγμένους της δυτικής και βόρειας Ευρώπης.
Η ατομική επιλογή του καθενός αποτελεί κάτι ιερό και αδιαπραγμάτευτο. Απαγορεύεται όμως οτιδήποτε φαίνεται να ενοποιεί τον λαό πιο καθολικά, στο σύνολό του. Αυτό βρωμάει συντηρητισμό και τελικά εθνικισμό.
Η διαφορετικότητα είναι ευλογία, οι μεγάλες ταυτότητες αποτρόπαιες. Κατά βάθος, εκείνο που αποθεώνεται είναι το ατομικό απέναντι στο δημόσιο και σε τελική ανάλυση το άτομο-καταναλωτής απέναντι στη «μάζα», τον άνθρωπο όπως αυτός εντάσσεται και ταυτοποιείται μέσα σε ένα ευρύτερο σύνολο. Η εθνική ταυτότητα είναι σεβαστή μόνο όταν αφορά στον «άλλο», είτε ως έθνικ φολκλόρ είτε ως αντίβαρο στον «μη άλλο».
Το όποιο δημόσιο εννοείται μόνο ως άθροισμα περιφραγμένων ατομικοτήτων. Το έθιμο ως κάτι που κατεξοχήν δεν αποτελεί ελεύθερη επιλογή του ατόμου, αφού κληροδοτείται σε αυτό χωρίς ακριβώς τη θέλησή του, είναι καταδικαστέο και αναχρονιστικό.
Το έγραψε σε άρθρο της και η επικεφαλής της (αυτού του τύπου) αντιπολίτευσης, η Έλενα Ακρίτα (δεν είχε μόνο τον Χατζηφωτίου ο Λαμπράκης στον Ταχυδρόμο). Αφού ξεσπαθώνει για «σούβλες, δημοτικά τραγούδια, κρασί και μνήμες παιδικές που η νοσταλγία φτιασιδώνει κι ο Ελύτης αποθεώνει», καταλήγει ότι «δεν υπάρχει προκάτ Πάσχα» αλλά το ατομικό Πάσχα του καθένα, αυτό της καρδιάς μας που μπορείς και να το χαρείς στο σπίτι σου ή «κάτω από το πάπλωμά σου»…
Έτσι είναι, ο καθένας με το δικό του αποκούμπι, άλλο τώρα το Λονδίνο άλλο τα Γκράβαρα, τι να λέμε…