Παραμένει ζητούμενο η σύνδεση με την κοινωνία και τα λαϊκά στρώματα
Του Γιώργου Παπαϊωάννου
Συνεχίζεται στο εσωτερικό και στα όργανα του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ ο διάλογος για την πορεία και τον πολιτικό προσανατολισμό του φορέα. Στην τελευταία συνεδρίαση της Κ.Ε. διατυπώθηκαν ξανά αρκετές απόψεις για την πολιτική και την τακτική του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ. Ένα πρώτο ερώτημα θα αφορούσε τη σχέση που έχει αυτός ο διάλογος, η θεματολογία του και ο τρόπος που διεξάγεται, με τα πραγματικά ερωτήματα και τους προβληματισμούς μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας αλλά και της ίδιας της βάσης του φορέα. Ξεπερνώντας αυτό το ερώτημα, ας προχωρήσουμε σε ορισμένες απόψεις και την επιχειρηματολογία που εκτίθεται.
Διατυπώνεται η άποψη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, μπροστά στον κίνδυνο μιας ενσωμάτωσης (ή και, σε πιο προχωρημένη εκδοχή, απέναντι σε μια ήδη συντελεσμένη ενσωμάτωση) χρειάζεται να προχωρήσει σε μια δεύτερη ριζοσπαστικοποίησή του. Ποια, ακριβώς, ήταν η πρώτη ριζοσπαστικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, πώς συντελέστηκε, ποια ήταν η εξέλιξή της και γιατί εξαντλήθηκε; Ας ξεπεράσουμε και αυτό το ερώτημα.
Είναι υπαρκτός ο κίνδυνος ενσωμάτωσης ή συστημικής προσαρμογής του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ; Ποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί το αντίθετο, ότι δηλαδή καθόλου δεν υπάρχει αυτός ο κίνδυνος; Εδώ, όμως, πρέπει να τεθεί ένα άλλο μεγάλο ερώτημα: Με τι θέλουμε να αναμετρηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ; Ποιες προκλήσεις έχει μπροστά του και ποιος πρέπει να είναι σήμερα ο πολιτικός του προσανατολισμός;
Πολλές φορές αυτή η συζήτηση αναδεικνύει μια συγκεκριμένη άποψη που όμως δεν διατυπώνεται με σαφήνεια. Η άποψη αυτή είναι ότι στόχος του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ σήμερα δεν αρκεί να είναι μια μεγάλη πολιτική αλλαγή-μετάβαση προς μια νέα πολιτική, οικονομική, κοινωνική κατάσταση με την ανατροπή του τροϊκανού, μνημονιακού καθεστώτος. Ότι δεν είναι σημαντικός ο στόχος της σύγκρουσης με το υπαρκτό πολιτικό σύστημα με στόχο την ανατροπή του και την οικοδόμηση μιας νέας πολιτικής κατάστασης με πραγματική δημοκρατία και νέες πολιτικές-πολιτειακές σχέσεις. Οι φορείς της άποψης αυτής φαίνεται να υποτιμούν και την αναγκαιότητα αυτών των στόχων, ίσως να τους θυμίζει κάποια «θεωρία των σταδίων» επιζήμια για το κίνημα και μάλλον δεν αξιολογούν ότι μια τέτοια αλλαγή θα άνοιγε δρόμους για ευρύτερες προοδευτικές εξελίξεις προς την ανθρώπινη χειραφέτηση και το σοσιαλισμό.
Ως συνέπεια αυτής της άποψης, για παράδειγμα, η ανάδειξη όλων των ζητημάτων της διαπλοκής, της διαφθοράς του πολιτικού συστήματος, η καταγγελία της κλεπτοκρατίας στην οποία είναι βουτηγμένοι οι μνημονιακοί σχηματισμοί και παράγοντες, φαίνεται σαν μια υποχώρηση από τη «συνεπή» θέση της γενικής καταγγελίας του καπιταλισμού και της δομικής κρίσης του. Σε αυτή τη θέση φαίνεται να ενώνονται διάφορες πτέρυγες εντός του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ – αλλά όχι μόνο. Είναι μια θέση που χρόνια προβάλλει το ΚΚΕ θεωρώντας ότι κάθε προσπάθεια συγκεκριμένης ανάδειξης και αποκάλυψης των σκανδάλων και της διαπλοκής οδηγεί σε αθώωση του καπιταλιστικού συστήματος και της «νόμιμης κλοπής» που είναι ο ίδιος ο καπιταλισμός και η ιδιοποίηση της υπεραξίας από τους κεφαλαιοκράτες.
Έχει, όμως, ειδικά χαρακτηριστικά στην Ελλάδα ο καπιταλισμός; Έχει μήπως κάποιες διαφορές από τις ΗΠΑ, τη Γερμανία ή το Λουξεμβούργο; Είναι αναγκαία η ανάδειξη και η πάλη ενάντια στα ειδικά αυτά χαρακτηριστικά, τον παρασιτισμό, τον κρατικό μηχανισμό έτσι όπως αυτός έχει οικοδομηθεί, την κλεπτοκρατία και τη διαπλοκή; Ή αρκεί η γενική αντικαπιταλιστική καταγγελία; Το κοινό αίσθημα του λαού ενάντια στο οργανωμένο σύστημα της διαφθοράς, της αδικίας, ενάντια σε όλο το σύμπλεγμα κομμάτων, μεγαλοεπιχειρηματιών, ΜΜΕ, τραπεζοκρατίας μας λέει κάτι ή πρέπει να απορριφθεί ως καθυστερημένο ένστικτο που πρέπει (μαζί με το «καθυστερημένο» σύνθημα «κλέφτες-κλέφτες!») να παταχθεί και οι φορείς του να αναδιαπαιδαγωγηθούν;
«Αριστερές αξίες» και πραγματικό κίνημα
Εδώ φτάνουμε στη ρίζα ενός προβλήματος και σε ένα ακόμα δίλημμα: Αναπτύχθηκε στην ελληνική κοινωνία, όλη την τελευταία περίοδο, ένας λαϊκός ριζοσπαστισμός ή όχι; Και αν ναι, ποια ήταν τα χαρακτηριστικά του; Αν η απάντηση είναι καταρχήν θετική, τότε είναι ζητούμενη η σύνδεση της Αριστεράς με αυτόν αλλά και τα καθήκοντα που έχει απέναντί του. Αν είναι αρνητική, τότε η οργανωμένη Αριστερά είναι ο φορέας του ριζοσπαστισμού και θα πρέπει να διαπαιδαγωγήσει τα λαϊκά στρώματα στις δικές της παραδοσιακές αξίες (που σε αυτή τη λογική φαίνονται κάπως δεδομένες και κατοχυρωμένες) ώστε να τα διαπαιδαγωγήσει και να αποβάλουν το συντηρητισμό τους.
Σύμφωνα με μια άλλη παραλλαγή, ειδικά τα μεσαία και μικρομεσαία στρώματα έχουν έμφυτο συντηρητισμό ή ακόμα μπορεί και να ρέπουν περισσότερο προς το φασισμό και η Αριστερά πρέπει να στηριχτεί σε κάποια πιο καθαρόαιμα εργατικά στρώματα που είναι πιο κοντά στις «αριστερές αξίες» ή μπορούν πιο εύκολα να επηρεαστούν από αυτές. Άλλο επιχείρημα της ίδιας παραλλαγής είναι και ότι η μισθωτή εργασία στην Ελλάδα καλύπτει ένα πολύ μεγάλο ποσοστό του λαού, άρα ίσως να μην έχει και πολύ σημασία η ενασχόληση με ενδιάμεσα, μικροαστικά κ.λπ. στρώματα.
Εδώ, πλέον, η συζήτηση ξεφεύγει κάπως και τα ερωτήματα πολλαπλασιάζονται. Μερικά, λοιπόν, ερωτήματα και κάποιες απόψεις βοηθητικά στον προβληματισμό:
Η εκτόξευση του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ ήρθε ως αποτέλεσμα όχι κάποιας πρώτης δικής του ριζοσπαστικοποίησης ή πρώτης διαπαιδαγώγησης των μαζών, αλλά λόγω της συνάντησής του με ένα τεράστιο ρεύμα ριζοσπαστισμού της ελληνικής κοινωνίας. Κορυφαία εκδήλωση αυτού του ριζοσπαστισμού υπήρξε το κίνημα των πλατειών. Εκεί αναδείχτηκαν μια σειρά μαζικά αιτήματα όπως η πραγματική δημοκρατία, το γκρέμισμα του πολιτικού συστήματος και η τιμωρία όσων μας έφτασαν εδώ, η ανατροπή των μνημονίων και το διώξιμο της τρόικας, η εθνική ανεξαρτησία, η λαϊκή ενότητα. Η Αριστερά ώς τότε δεν αναγνώριζε αυτές τις προτεραιότητες, είχε άλλο πρόγραμμα, άλλες στοχεύσεις. Ένα κομμάτι της που επέμεινε να υποτιμάει εξόφθαλμα αυτά τα αιτήματα (ΚΚΕ και μικρότερες δυνάμεις) αποκόπηκε από το λαϊκό αίσθημα και είδε την επιρροή του να μειώνεται ραγδαία. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, για λόγους που δεν θα αναλυθούν εδώ, στοιχειωδώς αφουγκράστηκε ορισμένα βασικά αιτήματα και προβάλλοντας μια διέξοδο (κυβέρνηση Αριστεράς) συναντήθηκε με αυτό το ριζοσπαστισμό βλέποντας την επιρροή του να πολλαπλασιάζεται.
Στην πορεία των τελευταίων χρόνων διαμορφώνονται όροι μιας μεγάλης κοινωνικής συμμαχίας εργατικών και μεσαίων στρωμάτων που καταστρέφονται και φτωχοποιούνται ραγδαία. Υπάρχει κοινή προοπτική αυτών των στρωμάτων στη σημερινή Ελλάδα της τροϊκανής επικυριαρχίας: Μνημόνια ή καταστροφή. Αυτή δεν είναι μια θεωρητική προσέγγιση, αλλά συνείδηση της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας. Στις πλατείες δεν βρέθηκαν κάποια μικρομεσαία στρώματα μόνο, βρέθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι, εργάτες, άνεργοι, νέοι μισθωτοί. Δεν βρέθηκαν «με τα σωματεία τους» βάζοντας ένα άλλο πρόγραμμα, φωνάζοντας «Χωρίς εσένα γρανάζι δεν γυρνά», δεν έθεσαν θέμα εργατικών συμβουλίων, δεν ζήτησαν εργατική κυβέρνηση. Αν μείνουμε σε κλειστά θεωρητικά σχήματα και φαντασιώσεις, αν αποκοπούμε από την πραγματικότητα και τους πραγματικούς όρους με τους οποίους διεξάγεται η ταξική πάλη στη σημερινή Ελλάδα, λίγα πράγματα θα μπορέσουμε να συνειδητοποιήσουμε και ακόμα λιγότερα να κάνουμε.
Ποιες απαντήσεις στην ενσωμάτωση;
Γυρνώντας στο αρχικό ζήτημα, αν είναι βάσιμη η άποψη ότι είναι υπαρκτοί οι κίνδυνοι ενσωμάτωσης και προσαρμογής του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, ποιος είναι ο τρόπος να αντιμετωπιστούν αυτές οι τάσεις; Αρκεί η «επανεπιβεβαίωση» κάποιων βασικών θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ; Είναι φανερό ότι αυτό δεν αρκεί. Αν αυτό αρκούσε, θα ήταν σχετικά εύκολο να προφυλαχτούμε από οποιαδήποτε λοξοδρόμηση. Αν αυτό αρκούσε δεν θα μπορούσαμε εύκολα να εξηγήσουμε πώς ολόκληρα μαζικά κινήματα και επαναστατικά κόμματα που πήραν την εξουσία, τις περισσότερες φορές ευκολότερα ή δυσκολότερα, σύντομα ή πιο αργόσυρτα υποχώρησαν, συμβιβάστηκαν, προσαρμόστηκαν.
Ο λαϊκός ριζοσπαστισμός εκφράζεται, αλλάζει μορφές, επιταχύνει ή επιβραδύνει τους ρυθμούς εκδήλωσης και προχωρήματός του. Είναι φανερό ότι σήμερα απαιτείται ο μαζικός προσανατολισμός του, ζητάει διεξόδους και τρόπους έκφρασης και προαγωγής. Από αυτό θα κριθεί ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ. Όχι από το αν θα έχει ένα καθαρό σοσιαλιστικό πρόγραμμα (αυτό υπάρχει σε πληθώρα παραλλαγών σε άλλους χώρους), όχι από το αν θα ριζοσπαστικοποιηθεί ο ίδιος. Ειδικά όταν η ριζοσπαστικοποίησή του αναζητείται σε αμφίβολους δρόμους. Είτε αριστερής, σοσιαλιστικής «καθαρότητας» είτε μιας «δικαιωματικής», «αντιεθνικιστικής», «φιλοκινηματικής» ταυτότητας που χωράει πολλή συζήτηση. Και οι δύο «δρόμοι» υποτιμούν φανερά όσα κάπως αναπτύχθηκαν πριν, γύρω από τα χαρακτηριστικά και τις ανάγκες της σημερινής περιόδου.
Η μετάβαση στη μετατροϊκανή φάση δεν θα γίνει χωρίς προσκόμματα, δυσκολίες, ακόμα και υποχωρήσεις. Έχει όμως σημασία αν θα διατηρείται η φορά της. Εγγυήσεις γι’ αυτό δεν υπάρχουν κι αν υπήρχαν σίγουρα δεν θα χωρούσαν σε χαρτιά, προγράμματα και διακηρύξεις. Μόνο η ανάπτυξη ενός πολιτικού ρεύματος από τη βάση, ενός λαϊκού ρεύματος για τη διέξοδο της χώρας, που δεν θα περιορίζεται σε στενά κομματικά όρια, μπορεί να αποτελέσει μαζικό στήριγμα και να τροφοδοτεί τη μετάβαση.
Ο τρόπος που σήμερα φαίνεται να διαμορφώνεται ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ ως κομματικός φορέας έχει τεράστια ελλείμματα και δεν ανταποκρίνεται στις αυξημένες απαιτήσεις της περιόδου. Αν περιορίσουμε το πρόβλημα σε μια «εσωκομματική δημοκρατία», που αφορά κυρίως την ισοτιμία μηχανισμών, τάσεων και παραγόντων και δεν μιλήσουμε για τη δημοκρατία και τη λειτουργία συνολικά του οργανισμού, της σχέσης που έχει ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ με την κοινωνία και τα λαϊκά στρώματα που αναφέρονται ή ελπίζουν σε αυτόν, δεν προσεγγίζουμε ουσιαστικά το πρόβλημα.
Είναι αναγκαίες οι πολιτικές πρωτοβουλίες που θα καθορίζονται από προτεραιότητες, θα βάζουν τον πολιτικό αγώνα στο προσκήνιο και θα απαντάνε στην προσπάθεια ανασυγκρότησης του πολιτικού συστήματος. Εκεί θα μετρηθεί η αντισυστημικότητα του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ. Τι έχει, για παράδειγμα, μεγαλύτερη σημασία; Η επανεπιβεβαίωση της θέσης μας για το χρέος σε μια Κ.Ε. ή μια πρωτοβουλία για την ανθρωπιστική κρίση στην Ελλάδα που θα συγκέντρωνε τη διεθνή αλληλεγγύη και θα έθετε μαζικά τις συνέπειες της μνημονιακής πολιτικής; Το πρώτο είναι σχετικά εύκολο. Το δεύτερο θα συγκέντρωνε διεθνείς και εσωτερικούς όρους για πιο ριζοσπαστική αντιμετώπιση του ίδιου του προβλήματος του χρέους.