του Βασίλη Γρετσίστα

Μέσα σε μια εβδομάδα, καλέστηκαν οι εργαζόμενοι να απεργήσουν δύο φορές, με πολλά και διαφορετικά καλέσματα από τις ηγεσίες του συνδικαλιστικού κινήματος, αλλά και ένα μεγάλο ενδιαφέρον από τα πολιτικά κόμματα της αντιπολίτευσης. Ειδικά η δεύτερη απεργία προκηρύχθηκε λόγω της επιτυχίας, κατά τους ιδίους τους προκηρύσσοντες, και ως κλιμάκωση του αγώνα. Η πραγματικότητα όμως ήταν εντελώς άλλη. Και στις δύο απεργίες η συμμετοχή ήταν μικρή, δεν υπήρχε παλμός, ενώ σαφώς δεν υπήρχε και ενιαίος στόχος.

ΜΕΣΑ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ, ο πρωθυπουργός επέλεξε να κάνει μια παρέμβαση μέσα από το διαδίκτυο, με μια δήλωση γύρω από τις μειοψηφίες των επαγγελματιών συνδικαλιστών που προκηρύσσουν και οργανώνουν απεργίες για τους λίγους, και ταλαιπωρούν τους πολλούς. Ορισμένοι έσπευσαν να απαντήσουν ότι τους βάζει όλους στην κουτάλα και ότι αυτό δεν είναι σωστό! Ενδιαφέρουσα πολιτική προσέγγιση…

Οι απεργίες έγιναν με αφορμή το Αναπτυξιακό «Πολυνομοσχέδιο» που κατατέθηκε προς διαβούλευση στις 11 Σεπτεμβρίου. Οι αντιδράσεις δεν αφορούσαν το βασικό πυρήνα των επιλογών του νομοσχεδίου, που αφορούν το θέμα της ανάπτυξης με πνεύμα εγκαινίασης μιας νέας περιόδου ξεπουλήματος, αλλά τα άρθρα του που αφορούσαν παρεμβάσεις στον τρόπο ύπαρξης και λειτουργίας των σωματείων, τις συλλογικές εργασιακές σχέσεις, αλλά και τις ατομικές εργασιακές σχέσεις, που επιθυμεί να επιβάλλει ο ΣΕΒ.

Όλες αυτές οι εξελίξεις αποτυπώνουν έναν κοινωνικό συσχετισμό, αρνητικό για τους πολλούς και αρκετά κοντά στις επιδιώξεις της εργοδοσίας και των επιχειρηματικών ομίλων. Ο δρόμος για την αποτύπωση αυτού του συσχετισμού δεν άνοιξε τώρα, με την αποτυχία των τελευταίων απεργιών, ούτε είναι μόνο αποτέλεσμα των διαδικασιών που είχε υιοθετήσει το ίδιο το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, με χαρακτηριστικό σύμπτωμα την ιστορία με τους μπράβους, τώρα τελευταία.

Υπάρχει ένα δυναμικό που βρίσκεται πέρα από τον συντεχνιασμό και το κομματικό φαινόμενο, και βρίσκεται μεταξύ των παρακάτω δύο πλευρών: Της συλλογικής δράσης, του κόπου και των δυσκολιών ξεπεράσματος των σημερινών εμποδίων και της νοσηρής κατάστασης του συνδικαλισμού – που είναι τόσο μεγάλη που φτάνει να δικαιολογεί την αδιαφορία και την απομάκρυνση

Πρόκειται για διαδρομή δεκαετιών παράλληλου εκπεσμού, στα μάτια του κόσμου, τόσο της πολιτικής όσο και του συνδικαλισμού. Οι συμπεριφορές που επέδειξαν ο πολιτικός και ο συνδικαλιστικός κόσμος, ειδικά την τελευταία δεκαετία, αλλά και οι ήττες που τις συνόδευσαν ήταν καθοριστικές για τη διαμόρφωση αυτού του συσχετισμού.

Η αναποτελεσματικότητα και η πολυδιάσπαση μαζί με την κομματοκρατία, η καλλιέργεια συντεχνιασμού και ο άκρατος διεκδικητισμός ήταν βασικά χαρακτηριστικά πολιτικής συμπεριφοράς όλη αυτή τη δεκαετία. Αυτά οδηγούσαν από τη μία σε ένα απίστευτο μαξιμαλισμό – π.χ. το ύψος του κατώτατου μισθού και αν θα είναι 1200 ή 1500 ευρώ και ποιος θα πει τα περισσότερα. Και από την άλλη οδηγούσαν σε απουσία ουσιαστικής (αντι-)πρότασης ή και σε ανοιχτή στήριξη των επιλογών του πολιτικού συστήματος και της ευρωκρατίας. Η ΓΣΕΕ ήταν αυτή που είπε «Ναι» στο δημοψήφισμα, ενώ το ΚΚΕ καλούσε σε άκυρο και αποχή. Όλοι σχεδόν στάθηκαν με καχυποψία και εχθρότητα γύρω από τα θέλω και την κίνηση του ριζοσπαστισμού.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, ο τρόπος με τον οποίο κυβέρνησε, βάθυνε ακόμα περισσότερο αυτά τα χαρακτηριστικά δημιουργώντας συνθήκες που οδήγησαν σε μεγαλύτερη αναξιοπιστία και ανυποληψία τόσο την αριστερά όσο και το συνδικαλιστικό κίνημα. Η μεγάλη του επιτυχία να περνάει μνημόνια χωρίς πεζοδρόμιο εγγράφεται στο δρόμο του προς την κεντροαριστερά.

ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ προχωράει με μεγαλύτερους ρυθμούς η αντιστοίχιση αυτής της διαδρομής και του συσχετισμού που άφησε με ένα νομοθετικό πλαίσιο ακόμα πιο κοντά στις επιδιώξεις των ισχυρών.

Παρόλα αυτά, υπάρχει ένα δυναμικό που πιέζεται από αυτή την κατάσταση και πασχίζει να βρει χαραμάδες και ρωγμές για μια διέξοδο. Δυναμικό που βρίσκεται πέρα από το κόμμα του, την οργάνωσή του και τον συντεχνιασμό ή πολύ περισσότερο μακριά από το κομματικό φαινόμενο, που βρίσκεται συχνά-πυκνά μέσα σε ένα ερώτημα με δύο πλευρές, συνδεόμενες μεταξύ τους.

Τη μία πλευρά καταλαμβάνει η συλλογική δράση, ο κόπος και οι δυσκολίες ξεπεράσματος των σημερινών εμποδίων. Την άλλη πλευρά καταλαμβάνει η νοσηρή κατάσταση που επικρατεί σήμερα μέσα στους χώρους δουλειάς, σε επίπεδο συνδικαλισμού και που φτάνει να δικαιολογεί την αδιαφορία και την απομάκρυνση, άρα και την περαιτέρω υποβάθμιση.

Όσο το ερώτημα μένει μοναχικό, χωρίς την παραμικρή υποψία απάντησης, δεν ανακόπτεται η ανάπτυξη μιας ατομικής στάσης απομάκρυνσης από γενικές συνελεύσεις, παρατάξεις, συμμετοχή σε απεργίες και πολύ περισσότερο σε συγκεντρώσεις.

Συνεπώς, μιλάμε για προβλήματα μεγάλα, με διαδρομή και βάθος που δεν λύνονται με μια συνταγή και από τη μια μέρα στην άλλη. Χρειάζονται άλλες ποιότητες και σχέσεις μέσα στους εργασιακούς χώρους, ένα γενικό «βγάλσιμο» από λακκούβες και λάκκους, που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί ανεξάρτητα από τις ποιότητες σύνδεσης με το πολιτικό πεδίο.

Δύσκολο αλλά αναγκαίο.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!