Χρειάζονται στοχευμένες και άμεσες παρεμβάσεις

 

Ανεργία. Μειώσεις. Υποαπασχόληση. Απολύσεις. Ξήλωμα εργασιακών δικαιωμάτων. Επισφάλεια. Λέξεις που κυριαρχούν στη δημόσια, αλλά και στην επιστημονική συζήτηση για τη σύγχρονη και όχι μόνο κοινωνία. Μια λέξη, όμως, που θα έπρεπε να αναφέρεται εξίσου συχνά, και να συνδέει όλα τα παραπάνω, είναι η εξής: γυναίκα. Οι γυναίκες αντιμετωπίζουν όλα τα προβλήματα που συνδέονται με την εργασία, με την ανεργία, και τα κοινωνικοοικονομικά παρεπόμενά τους και, μάλιστα, σε μεγαλύτερο βαθμό. Και ειδικά όταν μπαίνουν στο κάδρο τα δομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει μια γυναίκα και ο θεσμοποιημένος η υφέρπων σεξισμός που διακατέχει, είτε φανερά είτε όχι, μεγάλο μέρος της κοινωνίας, τότε τα πράγματα γίνονται εκρηκτικά.

Παρ’ όλα αυτά, σπάνια εστιάζουμε στο συγκεκριμένο πρόβλημα, παρά την έκταση του και τις τεράστιες επιπτώσεις του. Παρακάτω θα επιχειρήσουμε να απαντήσουμε εξαιρετικά συνοπτικά στο ερώτημα «τι προβλήματα αντιμετωπίζει η Ελληνίδα εργαζόμενη σήμερα;», με στοιχεία αντλημένα από την ημερίδα με θέμα: Η αξιοπρεπής εργασία των γυναικών προϋπόθεση για την ισότητα των φύλων που οργάνωσε το τμήμα Φεμινιστικής Πολιτικής-Φύλου του ΣΥΡΙΖΑ και το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, αλλά και με στοιχεία από την Ετήσια Έκθεση της Ανεξάρτητης Αρχής του Συνηγόρου του Πολίτη για το έτος 2014, που είδε το φως της δημοσιότητας πριν από λίγες ημέρες. Έπειτα, θα εστιάσουμε στην σύζευξη δομικών και κρισιακών παραγόντων, εξετάζοντας το πώς αντιμετωπίζεται η μητρότητα στην εργασία, σήμερα. Η συζήτηση δείχνει να ξεκινά αλλά είμαστε ακόμη στην αρχή.

 

Πλήθος παραβιάσεων

Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία οι πολιτικές λιτότητας τόσο στην Ευρώπη όσο και ειδικότερα στην Ελλάδα τα τελευταία πέντε χρόνια είχαν ως αποτέλεσμα να αυξηθούν και να ενταθούν οι διακρίσεις σε βάρος των γυναικών σε ό,τι αφορά τα εργασιακά τους δικαιώματα, τους μισθούς, αλλά και την επαγγελματική τους ανέλιξη. Στη χώρα μας, το 65% της μερικής απασχόλησης αφορά γυναίκες εργαζόμενες, οι οποίες αντιμετωπίζουν τη λιγότερο εξασφαλισμένη ασφαλιστική τους πορεία. Σύμφωνα με έρευνες του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας, μολονότι οι γυναίκες αποτελούν το 50% των εργαζομένων στις χώρες του ΟΟΣΑ, εντούτοις μόλις το 5% καταλαμβάνει θέσεις διευθυντικής ευθύνης, την ώρα που στις ιδιωτικές επιχειρήσεις το ποσοστό των γυναικών που είναι διευθύνουσες σύμβουλοι δεν ξεπερνά το 2,4%. Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε στην εκδήλωση η Κατερίνα Μαλακού, μέλος του Δ.Σ. της Ομοσπονδίας Εργαζομένων ΙΚΑ, «χιλιάδες γυναίκες, ιδιαίτερα μητέρες ανήλικων τέκνων, προτιμούν μειωμένη σύνταξη υπό τον φόβο της διαθεσιμότητας και της κατάργησης των δικαιωμάτων τους. Οι γυναίκες δεν περιμένουν μισθολογική εξέλιξη. Αναμένουν τη σύνταξη». Σύνταξη που χρησιμοποιείται και ως εργαλείο, σύμφωνα με τον Συνήγορο του Πολίτη, καθώς μια σχετικά νέα έκφραση διακριτικής μεταχείρισης εις βάρος των γυναικών εργαζομένων είναι η ώθησή τους στη συνταξιοδότηση.

Ορισμένοι εργοδότες προσπαθούν να τις απομακρύνουν χρησιμοποιώντας καταχρηστικά και χωρίς τη συναίνεσή τους ευεργετικές γι’ αυτές διατάξεις. Έτσι, αποζημιώνουν λόγω απόλυσης μόνο σε ποσοστό 40%, βάσει σχετικής νομοθετικής διάταξης, τις εργαζόμενες που θέτουν σε συνταξιοδότηση, ενώ οι ίδιες δεν έχουν εκδηλώσει την επιθυμία ή δεν έχουν αιτηθεί συνταξιοδότηση. Ακόμη, παρατηρείται συχνή αλλαγή των όρων εργασίας χωρίς τεκμηρίωση εκ μέρους του εργοδότη.

 

Μητρότητα και εργασία: «Δεν ταιριάζετε σου λέω»

Ποιες οι επιπτώσεις της αντεργατικής επίθεσης των τελευταίων ετών, στο νευραλγικό κομμάτι της μητρότητας; Σε όλη τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης φάνηκε ότι η γυναικεία παρουσία στο εργασιακό περιβάλλον είναι συνήθως το εύκολο και κυρίως το πρώτο θύμα της. Γυναίκες εργαζόμενες άλλοτε ωθούνται σε συνταξιοδότηση και άλλοτε αντιμετωπίζουν καταστάσεις που τις ωθούν να παραιτηθούν όταν γνωστοποιήσουν ότι βρίσκονται σε κατάσταση εγκυμοσύνης, την οποία οι εργοδότες αντιμετωπίζουν ως βάρος. Προβλήματα εμφανίζονται όμως και κατά την επιστροφή της εργαζομένης στην εργασία μετά από άδεια μητρότητας. Ορισμένοι εργοδότες αρνούνται να υπογράψουν έγγραφα αναφερόμενα είτε σε επιδόματα μητρότητας είτε στην ειδική παροχή προστασίας μητρότητας του ΟΑΕΔ.

Ακόμη, σε πολλές περιπτώσεις οι εργοδότες επιχειρούν να καταγγείλουν τη σύμβαση εργασίας παρά την αυστηρή προστασία που παρέχουν οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του νόμου κατά την περίοδο προστασίας λόγω εγκυμοσύνης ή μητρότητας. Μάλιστα, κάποιες φορές, όταν αντιλαμβάνονται τη δυσκολία απόλυσης, διαμορφώνουν ένα δυσμενές κλίμα που εξωθεί τις εργαζόμενες σε παραίτηση ή ακόμα, καταθέτουν δηλώσεις περί οικειοθελούς αποχώρησής τους, γεγονός του οποίου οι ίδιες λαμβάνουν γνώση μεταγενέστερα. Συνήθεις είναι μάλιστα οι προφορικές απολύσεις εργαζομένων σε περίοδο προστασίας μητρότητας και χωρίς την απαιτούμενη επίκληση σπουδαίου λόγου.

Επιπρόσθετα, ορισμένοι εργοδότες, ενώ αρχικά φαίνονται να συμμορφώνονται προς τη σχετική νομοθεσία, αναζητούν ευκαιρία να προβούν σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας. Ιδιαίτερα στον ιδιωτικό τομέα, η μητρότητα φαίνεται να αποτελεί για τους εργοδότες βάρος, από το οποίο προέχει να απαλλαγούν, και όχι πεδίο προστασίας.

Και στον δημόσιο όμως τομέα, τα πράγματα δεν είναι ρόδινα, και υπήρξε αύξηση των αναφορών στο πεδίο αυτό κατά το έτος 2014. Τα προγράμματα κινητικότητας και διαθεσιμότητας δημοσίων υπαλλήλων και η θεσμοθέτηση δικαιωμάτων των γονέων στις άδειες ανατροφής ανέδειξαν σοβαρά πρακτικά προβλήματα κατά την εφαρμογή τους, καταλήγοντας συχνά στην πράξη να δημιουργούν νέες ανισότητες. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η άδεια ανατροφής του Ν. 4075/2012, που δεν καταλαμβάνει στην πράξη όλες τις κατηγορίες εργαζομένων στο δημόσιο τομέα, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται μεγάλες αποκλίσεις στην πραγμάτωση του δικαιώματος αυτού.

Είναι φανερό ότι χρειάζονται στοχευμένες και άμεσες παρεμβάσεις. Όχι απλώς για τα εργασιακά προβλήματα. Αλλά για τα γυναικεία εργασιακά προβλήματα.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!