Το νομοσχέδιο Κεραμέως –νόμος πλέον– πήρε δημοσιότητα για τον τρόπο που προωθήθηκε μέσα στις συνθήκες της καραντίνας. Στην πραγματικότητα, δεν είναι ιδιαίτερα διαφορετικό από αυτά που γνωρίσαμε την τελευταία δεκαετία.
Η Ν.Δ. προχωρά σε ξενόγλωσσα προπτυχιακά επί πληρωμή. Ο ΣΥΡΙΖΑ θεσμοποίησε τα δίδακτρα στα μεταπτυχιακά. Η Ν.Δ. αυξάνει τον αριθμό των μαθητών ανά τάξη ανταποκρινόμενη στην ανάγκη περικοπών σε δασκάλους και σχολεία. Ο ΣΥΡΙΖΑ «ανωτατοποίησε» τα ΤΕΙ, υποβαθμίζοντας δια των συγχωνεύσεων συνολικά την τριτοβάθμια εκπαίδευση, προσφέροντας όμως «αέρα» πανεπιστημίου σε σπουδαστές, γονείς και καθηγητές. Και οι δυο, αποδέχονται ότι το κράτος δεν μπορεί παρά να πληρώνει ολοένα και λιγότερα για το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα και προχωρούν με διάφορους τρόπους στην ιδιωτικοποίηση πολλών λειτουργιών του. Υπακούοντας στις εντολές του ΟΟΣΑ για μείωση των εκπαιδευτικών δομών προς εξοικονόμηση πόρων αδιαφορούν για τις συνέπειες στην ποιότητα της εκπαίδευσης.
Η Ν.Δ. εκτοξεύει τις πολλαπλές ταχύτητες και τη διαφοροποίηση μέσω της Τράπεζας Θεμάτων και της σχεδιαζόμενης αξιολόγησης, καθότι η αριστεία και τα καλά σχολεία δεν προορίζονται για όλους. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήθελε να επιβάλει τις σχολές «χαμηλής» και «υψηλής» ζήτησης, προωθώντας την ελεύθερη πρόσβαση μέσω απολυτηρίου (στις πρώτες μόνο) και μάλιστα με περιφερειακές εξετάσεις. Κοινώς, κατηγοριοποίηση μαθητών, σχολών και σχολείων μέσω της αυθόρμητης εδώ αξιολόγησης που θα κάνει η αγορά με τη ζήτησή της, χωρίς κανέναν κεντρικό σχεδιασμό. Κατά τα άλλα, «αγώνας ενάντια στην αριστεία και τον νεοφιλελευθερισμό». Και για τους δυο, τα φροντιστήρια ζουν και βασιλεύουν, είτε για να επιτευχθεί η περιβόητη «πρόσβαση», είτε για καλύτερη ανταπόκριση στις διαρκείς εξετάσεις για το «χαρτί». Για όσους κόβονται, υπάρχει ο υπέροχος κόσμος της ιδιωτικής κατάρτισης που αναμένει χωρίς κανένα προαπαιτούμενο τα πελατάκια του. Κάθε κυβέρνηση βέβαια εφευρίσκει τους δικούς της κόφτες. Στο τρέχον νομοσχέδιο, της Ν.Δ. είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι εμποδίζεται η πρόσβαση στα ΕΠΑΛ. Και στους δυο λοιπόν, όχι μόνο το «για όλους» πάει περίπατο, αλλά οι ανισότητες διευρύνονται.
Η Ν.Δ. προχωρά σε αλλαγές –επί το αντιδημοκρατικότερο– στον τρόπο λειτουργίας και διοίκησης των ΑΕΙ (εκλεκτορικό σώμα μόνο με καθηγητές, ηλεκτρονικές ψηφοφορίες κ.ά) κι όμως φαντάζει λογικό να μην κουνιέται φύλλο. Ο ΣΥΡΙΖΑ, πέραν του τι προώθησε, λειτουργώντας στο όνομα της Αριστεράς και των αγώνων αφόπλισε πολιτικά το όποιο εκπαιδευτικό κίνημα. Δείχνει κάτι αυτό για την ποιότητα του κινήματος, τις εξαρτήσεις του ειδικά στα πανεπιστήμια κλπ. Πάντως, η νηνεμία που «επεβλήθη» την ώρα που νομοθετούσε ήταν τόσο μεγάλη που το θέμα «πολιτική μέσα στα πανεπιστήμια» μοιάζει σήμερα με παρωνυχίδα.
Κατακερματισμός, «ενιαίο» και κυριαρχία
Επιχειρείται μια πολυδιάστατη διάλυση της εκπαίδευσης και των δομών της. Για την ακρίβεια, πρόκειται για μια ρευστοποίηση που ακουμπά το σύνολο των πλευρών της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Με διάφορους τρόπους σπάει το «ενιαίο» και το «κοινό» –που σε κάποιο βαθμό χαρακτήριζε το δημόσιο και δημοκρατικό σχολείο– και προωθείται η κατηγοριοποίηση και οι πολλαπλές ταχύτητες. Αυτή αφορά συγχρόνως εκπαιδευόμενους, καθηγητές και φορείς. Η πλειοψηφία προορίζεται για το ελάχιστο μιας «απασχόλησης» –ανάλογα πάντα με τη βαθμίδα– με τα μορφωτικά και παιδαγωγικά στοιχεία να φθείρονται.
Με μοχλό την αξιολόγηση θα επεκταθεί –και θα νομιμοποιηθεί– η έτσι κι αλλιώς υπαρκτή ανισότητα εντός του εκπαιδευτικού συστήματος. Άλλο Εκάλη, άλλο Πέραμα, και με τη βούλα πια. Το κράτος, διά του συγκεντρωτισμού, της μοντελοποίησης και των «μετρήσιμων αποτελεσμάτων» της αξιολόγησης, θα αποσύρεται από τις υποχρεώσεις του, μειώνοντας κι άλλο τις δημόσιες δαπάνες για την Παιδεία, και θα προσφέρει κομμάτια της πίτας στους ιδιώτες, επικαλούμενο τις δυνατότητες προσαρμοστικότητας (σε τι όμως;) της περιβόητης «αυτονομίας» και «αποκέντρωσης». Η ρευστοποίηση βολεύει και εξυπηρετεί την ιδιωτικοποίηση. Τώρα μάλιστα με την τηλεκπαίδευση –η γνώση ως πληροφορία σε πακέτο– αυτή η κατεύθυνση θα διευκολυνθεί πολλαπλώς.
Το ερώτημα ποιοι τελικά θα ελέγχουν τα σχολεία και τα πανεπιστήμια δεν είναι όμως μόνο θέμα οικονομικού κέρδους. Αν το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο είναι προσανατολισμένο περισσότερο στη Διατροφολογία και λιγότερο στη Γεωργία δεν είναι αδιάφορο ζήτημα. Αν οι ανθρωπιστικές επιστήμες ή οι κλασσικές σπουδές υποτιμηθούν επίσης. Αν τα ΕΠΑΛ διαλυθούν εντελώς και η τριτοβάθμια τεχνολογική εκπαίδευση χτυπηθεί -«ανωτατοποιημένη» πια- παρομοίως. Αλλά και με το κομμάτιασμα που προωθείται, τα «παραρτήματα» είναι πολύ ευκολότερο να κουμπώσουν σε κάθε λογής σχεδιασμούς. Μια διαφορετική πορεία για την ελληνική κοινωνία είναι αδύνατη χωρίς να συμπεριλαμβάνει ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα και ένα εκπαιδευτικό κίνημα (τομείς και περιεχόμενα σπουδών, έρευνα, «ιδεολογία» κ.λπ.) που να την υποβαστάζει μέσω δημόσιων θεσμών. Εκτός βέβαια αν αποδεχτούμε ότι η εκπαίδευση συμβάλλει μονομερώς και άτεγκτα στην προσαρμογή των νέων στον υπαρκτό κόσμο. Όντως, η «διαχείριση πληθυσμών» φαίνεται να έχει ρουφήξει κάθε συζήτηση για τους σκοπούς και το ρόλο της Παιδείας. Το σπάσιμο του «ενιαίου» έχει και αυτή τη διάσταση. Ο κοινωνικός χαρακτήρας της εκπαίδευσης απομένει κούφιος όταν αυτή καταντά απλά πάροχος προσόντων και εφοδίων στο κάθε άτομο, αποσυνδεδεμένος από τη μοίρα του τόπου. Με αυτή την έννοια, η Παιδεία έχει μια εθνική διάσταση και οφείλει να καλλιεργεί μια εθνική συνείδηση.
Η ρευστοποίηση αφορά και την ίδια την εκπαιδευτική διαδικασία με διαφορετικό βέβαια τρόπο σε κάθε βαθμίδα. Στη δευτεροβάθμια, θεματικές βδομάδες και θεματικοί φάκελοι, προγράμματα, επισκέψεις και εξετάσεις, χορηγίες και διευκολύνσεις από διάφορους φορείς. Σαν το «κανονικό» μάθημα να χάνει κάπως την αξία και τη συνοχή του, ενώ οι δυνατότητες και η ζωή του σχολείου κυμαίνονται αναλόγως τις «βοήθειες». Στα πανεπιστήμια, φθείρεται το ενιαίο των επιστημονικών κλάδων και η αυθυπαρξία των επιστημονικών ειδικεύσεων και το πτυχίο τείνει να αποτελεί προϊόν «παρακολούθησης» σεμιναρίων και σκόρπιων διαλέξεων, κάτι σαν «βεβαίωση συμμετοχής».
Άλλες αφετηρίες, γονιμότερο έδαφος…
Είναι δυνατόν να πορευτούμε διαφορετικά; Όχι εύκολα. Αν όμως υπάρξει μια σωστή εκτίμηση του τι συμβαίνει και αν προσδιοριστεί το τι ζητάμε από την κάθε βαθμίδα της εκπαίδευσης, το έδαφος θα γινόταν πιο γόνιμο. Μα αυτό έχει προϋποθέσεις:
Πρώτον, το πού οδηγούν οι αλλαγές την πλειοψηφία των εκπαιδευόμενων και των αντίστοιχων δομών. Για παράδειγμα, το να διαφημίζεται η επέκταση των Πρότυπων σχολείων την ώρα που τα υπόλοιπα θα αφήνονται στην τύχη τους αποτελεί πρόβλημα.
Δεύτερον, να διακρίνουμε τις βασικές ορίζουσες των σχεδιασμών καθότι αυτές χτίζουν πρωτίστως το εκπαιδευτικό καθεστώς. Σήμερα λείπουν εξαιρετικά βασικά πράγματα στις εκπαιδευτικές δομές, τέτοια που η συζήτηση για καινοτομίες και η υιοθέτηση προχωρημένων (;) επιστημονικών πορισμάτων για την εκπαίδευση του 21ου αιώνα φαντάζουν κακόγουστο αστείο. Πόσο μάλλον όταν ο κατεξοχήν πόρος (!) της εκπαίδευσης, δηλαδή οι εκπαιδευτικοί, είναι είτε γερασμένος και κουρασμένος, είτε σε εργασιακή ανασφάλεια.
Να τεθεί στην ατζέντα το τι Παιδεία και τι Εκπαίδευση χρειαζόμαστε σήμερα. Όχι με ιδεολογικούς όρους άλλων εποχών αλλά με όραμα για τη μόρφωση των νέων και την προκοπή του τόπου μας
Τρίτον, να εντοπίσουμε αλλαγές που φαντάζουν μικρές είναι όμως ενδεικτικές για το τι επιχειρείται σε βάθος χρόνου. Τα Αγγλικά στο Νηπιαγωγείο έχουν μια τέτοια διάσταση. Παράλληλα, να ξεχωρίσουμε τα σημαντικά από τα πολιτικάντικα. Η εισαγωγή της «διαγωγής» είναι πρωτίστως τέτοιο παράδειγμα –δεξιά ρητορική νοικοκυρέματος– παρά διεργασία πειθάρχησης και επιστροφή στο «μαύρο» παρελθόν.
Τέταρτον, δεν υπάρχουν αλλαγές δίχως μια διαφορετική στάση των εμπλεκόμενων. Δημοσιοϋπαλληλικό πνεύμα, έλλειψη αναστοχασμού για το ρόλο των εκπαιδευτικών, συντεχνιασμός προς διατήρηση κάποιων δικαιωμάτων. Συνδικαλισμός που έχει καταντήσει υπηρεσία, δίνοντας συχνά κατά φαντασίαν αγώνες όταν δεν συμμετέχει πολιτικάντικα στο κομματικό και παραταξιακό παιχνίδι, «κυβερνητικά» ή «αντιπολιτευτικά». Αφασία στην τριτοβάθμια όσο και όπου τα «προγράμματα τρέχουν». Φοιτητές που αναγκασμένοι να τελειώσουν γρήγορα πια τις σχολές τους, καθορίζονται από το άγχος για το πτυχίο και τη «συλλογή προσόντων» όπως-όπως. Μέχρι και γονείς που με τρόπο περιοριστικό και στενά ατομοκεντρικό ανησυχούν για το παιδί τους.
Πέμπτον, να τεθεί στην ατζέντα το τι Παιδεία και τι Εκπαίδευση χρειαζόμαστε σήμερα. Όχι με ιδεολογικούς όρους άλλων εποχών αλλά με όραμα για τη μόρφωση των νέων και την προκοπή του τόπου μας. Όσο γενικό κι αν ακούγεται αυτό, αποτελεί αφετηρία της σκέψης και της πράξης μας. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει αν κάτι απ’ όλα τα παραπάνω μπορεί να δώσει λαβή ή ρήγμα για να ξεδιπλωθεί ένας αγώνας. Ακόμα κι έτσι, η ανάγκη για μια πιο ολιστική ματιά παραμένει.