Μια ενδιαφέρουσα πρωτοβουλία από το σύλλογο αρχαιολόγων
και τους υπαλλήλους του υπ. Πολιτισμού.
Τους μετανάστες, τους άστεγους, τους ζητιάνους, τους τοξικομανείς ή όποιους άλλους παρίες του μητροπολιτικού περιθωρίου, κανείς από την αποδώ μεριά των «συνετών» δεν μπορεί να τους κοιτάξει στα μάτια… Οι οχλήσεις «έχεις 50 λεπτά ρε φίλε», «ένα τσιγάρο», «πεινάω» πάνε κι έρχονται, συναντώντας επί το πλείστον κατεβασμένα βλέμματα που είτε τους αποδιώχνουν μ’ ένα νεύμα ενοχλημένου εκνευρισμού, είτε, κάτι τους δίνουν, για να ξεφορτωθούν, όσο γίνεται πιο γρήγορα, την ενοχή και την ενόχληση.
Αυτοί, όμως επιμένουν ν’ αβγατίζουν, να γίνονται πιο φορτικοί, να καταλαμβάνουν τα κενά της πόλης που τους εκχωρούνται από την άτακτη φυγή πρώην κατοίκων κι επαγγελματιών, να «εκμεταλλεύονται» το φόβο του χαμηλωμένου βλέμματος. Ολόκληρα τετράγωνα του κέντρου κατακλύζονται πλέον από δυσοίωνες, νεκροζώντανες σκιές σακατεμένων παιδιών που τρέμουν, παραπαίουν, οργίζονται και εκλιπαρούν για την όποια «δόση» τους (πόσο κοντά να είναι άραγε μ’ εκείνους που ασυνείδητα κι εν μέσω κρίσης σκέφτονται ανάλογα με τη δόση της τρόικα;) όμως οι αποδώ, θέλεις απ’ τη δύναμη της συνήθειας, θέλεις απ’ μια συνείδηση που χόρτασε κι ατρόφησε, συνεχίζουμε να βλέπουμε μόνο το απλωμένο χέρι, αδυνατούμε να αντιληφθούμε τις αιτίες, που άφησαν «μισές» τις ψυχές και τα σώματά τους, αποφεύγουμε να εστιάσουμε στο τρομακτικό και τρομαγμένο βλέμμα που μέσα στις κόρες του προβάλλεται ολοκάθαρα η αλήθεια και οι ευθύνες μας: της Πολιτείας πρώτα απ’ όλα, της εφησυχασμένης κοινωνίας κατά δεύτερο λόγο.
Όλα αυτά τα παιδιά, τα περισσότερα έστω, κατέφυγαν στις «ουσίες» από περισσή ευαισθησία, καθώς πίστεψαν ότι έτσι θα ζωντάνευαν την γκρίζα κι άχαρη καθημερινότητά τους κι όχι γιατί ήθελαν να πεθάνουν. Τώρα στοιβάζονται σαν ζόμπι στ’ ανοίγματα της πόλης και με μια σύριγγα στο χέρι εκλιπαρούν τη δόση απ’ τους εμπόρους του… θανάτου. Κάθε γειτονιά που ζει το πρόβλημα, ασφυκτιώντας από τη φρίκη μιας ασυνήθιστης θέας, καταφεύγει στην ευκολία της δήθεν λύσης που συμπυκνώνεται στο «πάρτε τους από δω». Να πάνε όμως πού; Τους πήραν από την Πλατεία Θεάτρου κι απ’ τα στενά της Ομόνοιας κι αυτοί μετακόμισαν στην οδό Τοσίτσα. Ανάμεσα στα εθνικά τοπόσημα του Πολιτισμού και της Παιδείας, τουτέστιν του Αρχαιολογικού Μουσείου και του Πολυτεχνείου.
Είναι, βέβαια, πολλά τα ερωτηματικά στο γιατί και πώς έγινε στέκι εμπόρων και χρηστών η οδός Τοσίτσα και ποιους εξυπηρετεί η απαξίωση της συγκεκριμένης περιοχής. Αυτά, όμως, ξεφεύγουν από τις προθέσεις του σημειώματος αυτού, καθώς ο σκοπός που γράφεται είναι για ν’ αναγγείλει μια εβδομαδιαία δράση που συνδιοργανώνουν ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων και ο Ενιαίος Σύλλογος των υπαλλήλων του υπουργείου Πολιτισμού με θέμα «Επτά μέρες ζωής στην Τοσίτσα».
Αρωγοί τους στο επταήμερο ο πολιτιστικός οργανισμός του Δήμου της Αθήνας, το Εθνικό Θέατρο, η Εθνική Λυρική Σκηνή και η Αρχιτεκτονική Σχολή του ΕΜΠ. Με κεντρικό σύνθημα: «Οι εργαζόμενοι παίρνουμε την κατάσταση στα χέρια μας, δίνουμε ζωή στον πεζόδρομο της Τοσίτσα με πολιτιστικές δράσεις», οι διοργανωτές υπαινίσσονται, χωρίς να το ομολογούν, ότι στην Τοσίτσα υπάρχει πρόβλημα.
Σε πρώτη ανάγνωση η κινητοποίηση αυτή είναι παρήγορη, καθώς επιχειρεί να εμπλέξει στην ανάδειξη και την κατανόηση αυτού του τεράστιου προβλήματος -και εγκλήματος συνάμα- τη λαϊκή παρέμβαση και δημιουργικότητα. Μόνο έτσι θα αναδειχθεί η ουσιαστική έννοια του δημόσιου χώρου που δεν είναι και δεν πρέπει να μετατραπεί σε γκέτο κανενός. Ο περιορισμένος χώρος της σελίδας δεν επιτρέπει τη δημοσίευση του επταήμερου των εκδηλώσεων γι’ αυτό και όποιος θέλει να ενημερωθεί για το πλήρες πρόγραμμα δεν έχει παρά να επισκεφθεί τη διεύθυνση www.sea.org.gr
Στ. Μαυροειδής