του Γκέοργκ Βίλχελμ Φρήντριχ Χέγκελ
Έναα από τα μεγαλύτερα πνεύματα στο χώρο της φιλοσοφίας ο Γκέοργκ Βίλχελμ Φρήντριχ Χέγκελ (1770–1831) παρακολουθεί την εξέλιξη των ιδεών, του πνεύματος, μέσα στην ιστορία. Υποσημειώνει ορισμένες ειδικές περιόδους περάσματος από μιαν εποχή στην άλλη και το πώς οι αλλαγές αυτές συλλαμβάνονται στο πνεύμα των ανθρώπων, στη νόηση, στην επιστήμη, στη συνείδηση. Επιλέξαμε από το έργο του «Η φαινομενολογία του πνεύματος» ορισμένα αποσπάσματα ειδικά για το ζήτημα αυτό γιατί διαισθανόμαστε ότι περνάμε μια περίοδο κυοφορίας και μετάβασης σε μια νέα πολύπλοκη εποχή που η κατανόηση δεν είναι τόσο απλή διαδικασία.
Το ξεκίνημα του νέου πνεύματος είναι το προϊόν μιας εκτεταμένης ανατροπής πολλών μορφών πολιτισμού, το έπαθλο μιας πορείας πολλαπλά περίπλοκης όσο και μιας πολύμοχθης προσπάθειας
§11
Εξάλλου δεν είναι δύσκολο να δούμε ότι η εποχή μας είναι μια εποχή γέννησης και μετάβασης σε μια νέα περίοδο. Το πνεύμα έχει αποκοπεί από τον μέχρι τώρα κόσμο της συγκεκριμένης του ύπαρξης και της παράστασης του, και είναι έτοιμο να τον βυθίσει μέσα στο παρελθόν και στην εργασία του δικού του μετασχηματισμού. Πράγματι το πνεύμα δε βρίσκεται ποτέ σε ηρεμία, αλλά τελεί σε μια διαρκή προχωρητική κίνηση. Αλλά, όπως στην περίπτωση του παιδιού, μετά από μακρά και σιωπηρή διατροφή, η πρώτη αναπνοή διακόπτει εκείνη τη βαθμιαία πορεία μιας ποσοτικής ανάπτυξης –πρόκειται για ένα ποιοτικό άλμα– και το παιδί είναι τώρα πια γεννημένο, έτσι και το πνεύμα στην πορεία της διαμόρφωσης του ωριμάζει αργά και σιωπηρά, ώσπου να φθάσει στη νέα του μορφή, διαλύει τμηματικά το οικοδόμημα του προγενέστερου κόσμου του, τα τραντάγματα του οποίου παρεμφαίνονται μόνο από σποραδικά συμπτώματα η ακρισία και η πλήξη που κατακλύζουν καθετί το υφιστάμενο ακόμη, η ακαθόριστη προαίσθηση τίνος άγνωστου, προαγγέλλουν ότι κάτι άλλο επίκειται. Αυτό το βαθμιαίο καταθρυμματίζειν, που δεν αλλοίωσε τη φυσιογνωμία του όλου, διακόπτεται από την ανατολή του ηλίου, που με μια λάμψη ιχνογραφεί μεμιάς την όψη του νέου κόσμου.
§12
Αλλ’ αυτός ο νέος κόσμος είναι τόσο λίγο εντελής πραγματικότητα όσο και το μόλις γεννημένο παιδί· και είναι ουσιώδες να λαμβάνουμε υπόψη το σημείο αυτό. Η εμφάνιση είναι αρχικά η αμεσότητα του ή η έννοια του. Όσο λίγο είναι περατωμένο ένα οικοδόμημα, όταν έχουν τεθεί τα θεμέλια του, άλλο τόσο λίγο η επιτευχθείσα έννοια του όλου είναι το ίδιο το όλο. Εκεί που επιθυμούμε να δούμε μια δρυ στην ευρωστία του κορμού της, στο άπλωμα των κλάδων της και στο πύκνωμα της φυλλωσιάς της, δεν είμαστε ευχαριστημένοι, αν στη θέση αυτών μας παρουσιάζεται ένα βελανίδι. Έτσι και η επιστήμη, η κορωνίδα ενός κόσμου του πνεύματος, δεν είναι εντελής στην ύπαρξή της. Το ξεκίνημα του νέου πνεύματος είναι το προϊόν μιας εκτεταμένης ανατροπής πολλών μορφών πολιτισμού, το έπαθλο μιας πορείας πολλαπλά περίπλοκης όσο και μιας πολύμοχθης προσπάθειας. Αυτό το ξεκίνημα είναι το όλο, το οποίο από τη διαδοχή του και την εξάπλωση του επανήλθε στον εαυτό του, είναι η προσκτηθείσα απλή έννοια αυτού του όλου. Η πραγματικότητα δε αυτού του απλού όλου βρίσκεται σε κείνη τη διαδικασία, διά της οποίας εκείνες οι διαμορφώσεις που έγιναν βαθμίδες, αναπτύσσονται εκ νέου και προσδίδουν στον εαυτό τους μια νέα μορφή, αλλά μέσα στο νέο τους στοιχείο, με το νέο νόημα που προσέλαβαν.
§13
Αν από τη μια η πρώτη εμφάνιση του νέου κόσμου είναι αρχικά μόνο το στην απλότητα του περικαλυμμένο όλο ή το γενικό του θεμέλιο, για τη συνείδηση αντίθετα ο πλούτος της προγενέστερης ύπαρξης είναι ακόμη παρών στην ανάμνηση [ = ως εσωτερίκευση]. Η συνείδηση αισθάνεται στη νεωστί αναδυόμενη μορφή την απουσία της ανάπτυξης και της ιδιαιτερότητας του περιεχομένου πολύ περισσότερο αισθάνεται ν’ απουσιάζει η επεξεργασία της μορφής, δυνάμει της οποίας οι διαφορές προσδιορίζονται με βεβαιότητα και διατάσσονται στις σταθερές τους σχέσεις. Χωρίς αυτή την επεξεργασία η επιστήμη στερείται της καθολικής ευληπτότητας και φαντάζει να είναι εσωτερικό κτήμα μερικών ατόμων· –ένα εσωτερικό κτήμα, γιατί αρχικά είναι παρούσα μόνο στην έννοια της ή στην εσωτερικότητα της μερικών ατόμων, γιατί η μη-διαδεδομένη εμφάνιση της καθιστά την ύπαρξη της κάτι το ενικό. Μόνο ό,τι είναι εντελώς προσδιορισμένο, είναι συνάμα εξωτερικό, κατανοητό και ικανό να γνωσθεί και να είναι κτήμα όλων. Η εύληπτη μορφή της επιστήμης είναι ο δρόμος προς την επιστήμη, ανοικτός και προσιτός σε όλους –και το να φθάσουμε στην έλλογη γνώση μέσω της διάνοιας, είναι η δίκαιη απαίτηση της συνείδησης, η οποία προσβαίνει προς την επιστήμη, γιατί η διάνοια είναι το νοείν, το καθαρό Εγώ εν γένει*(άνω τελεία) και το νοητό είναι το ήδη γνωστό, είναι το κοινό στοιχείο ανάμεσα στην επιστήμη και στη μη-επιστημονική συνείδηση, στοιχείο δια του οποίου η τελευταία μπορεί να εισχωρήσει άμεσα στην επιστήμη.
§14
Η επιστήμη, που βρίσκεται στο αρχικό της στάδιο και δεν έχει ακόμα φθάσει ούτε στην πληρότητα της λεπτομερούς αφήγησης ούτε στην τελειότητα της μορφής, είναι απ’ αυτή την άποψη εκτεθειμένη σε επικρίσεις. Αν όμως αυτές επρόκειτο ν’ αφορούν την ουσία της, θα ήταν τόσο άδικες, όσο και απαράδεκτο να μη θέλουν ν’ αναγνωρίζουν την απαίτηση για περαιτέρω ανάπτυξη της. Αυτή η αντίθεση φαίνεται να συνιστά το γόρδιο δεσμό, τον οποίο μοχθεί να λύσει η επιστημονική μόρφωση της εποχής μας, χωρίς ακόμη να επιτευχθεί η δέουσα κατανόηση του. Το ένα μέρος υπερηφανεύεται για τον πλούτο του υλικού και την ευληπτότητα, το άλλο περιφρονεί τουλάχιστο την ευληπτότητα και καυχάται για την άμεση λογικότητα και θεϊκότητα. Αν πάλι εκείνο το μέρος, είτε με τη δύναμη της αλήθειας μόνο είτε ακόμη από την ορμή του άλλου, αναγκάζεται να σιωπά, και αν αισθανόταν ηττημένο σε ό,τι αφορά το θεμέλιο του Πράγματος, αυτό δε σημαίνει ότι είναι ικανοποιημένο ως προς εκείνες τις απαιτήσεις· γιατί αυτές είναι δίκαιες, αλλά όχι εκπληρωμένες. Η σιωπή του οφείλεται μόνο κατά το ήμισυ στη νίκη του αντιπάλου, αφού κατά το άλλο ήμισυ οφείλεται στην πλήξη και αδιαφορία, η οποία συνήθως είναι το επακόλουθο μιας διαρκώς διεγερμένης αναμονής και μη συνακόλουθης εκπλήρωσης των υποσχέσεων.