Το μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας «Ο Πόλεμος των Κόσμων» (1898), του Χ. Τζ. Γουέλς, για την εισβολή Αρειανών στην Αγγλία, διαβάστηκε απ’ τον Όρσον Γουέλς, πριν ακόμα γίνει διάσημος με τον «Πολίτη Κέιν» (1941), σε μια ραδιοφωνική εκπομπή το 1938, με τέτοιο ζωντανό τρόπο, που κατάφερε να πείσει τους Αμερικανούς, ότι η Γη δέχεται πραγματικά επίθεση από Αρειανούς. Έκτοτε, η εξωγήινη εισβολή, υπήρξε από τα αγαπημένα θέματα της αμερικάνικης λαϊκής υποκουλτούρας, που χρησιμοποιήθηκαν ως εργαλείο επικείμενης απειλής, κατά την ψυχροπολεμική περίοδο. Το σινεμά καταπιάστηκε με τη θεματική αυτή σε ευφάνταστες εμπορικές ταινίες, στις δεκαετίες του ’40 και του ’50, που το Χόλυγουντ δεν παύει να ανακυκλώνει. Σε αυτή την κατηγορία ανήκει το πετυχημένο δίπτυχο ταινιών επιστημονικής φαντασίας «Ένα ήσυχο μέρος» (2018 και 2020), σκηνοθετημένες από τον Τζον Κρασίνσκι, με πρωταγωνιστή τον ίδιο, δίπλα στην Έμιλι Μπλαντ, σύζυγό του στην πραγματική ζωή. Το σενάριο βασίζεται στην εξωγήινη εισβολή από τυφλά τέρατα, εξαιρετικά ευαίσθητα στους ήχους, με επίκεντρο τον αγώνα επιβίωσης μιας οικογένειας στην επαρχεία, μήνες μετά την εισβολή, που έχει μάθει να επικοινωνεί και να κάνει τα πάντα υπό σιωπή. Οι πρωταγωνιστές αντικατοπτρίζουν τον μέσο πολίτη της αγροτικής Αμερικής, που κατέχει γη και όπλα, έτοιμος να υπερασπιστεί την αυτάρκεια και την ασφάλεια της οικογένειάς του, αλλά και όσων προετοιμάζονται στην επιβίωση από πυρηνικό όλεθρο. Σε αυτό το πλαίσιο εξελίσσονται οι δυο πρώτες ταινίες, με την τρίτη ταινία επιστημονικής φαντασίας της σειράς που ακολουθεί, «Ένα ήσυχο μέρος: ημέρα πρώτη», σκηνοθετημένη από τον Μάικλ Σαρνόσκι, να αποτελεί το προοίμιο της ιστορίας, πίσω, στην πρώτη μέρα της εισβολής των εξωγήινων στη Νέα Υόρκη.
Η νεαρή Αφροαμερικανίδα Σαμ (Λουπίτα Νιόνγκο), ποιήτρια που πάσχει από καρκίνο σε τελικό στάδιο και διαμένει σε νοσηλευτικό ίδρυμα, πασχίζει να αντέξει τον πόνο, με τη βοήθεια του αξιολάτρευτου ασπρόμαυρου γάτου της Φρόντο, διαρκώς στην αγκαλιά της. Καταθλιπτική και πικραμένη, αποφασίζει να παραστεί σε μια προγραμματισμένη παράσταση κουκλοθεάτρου στο κέντρο της Νέας Υόρκης, κυρίως γιατί ονειρεύεται να φάει πίτσα, από μια ονομαστή πιτσαρία στο Χάρλεμ. Μετά την άφιξή τους, απανωτές εκρήξεις τραντάζουν την περιοχή, μετατρέποντας την πόλη σε εμπόλεμη ζώνη. Όσοι ουρλιάζουν, αρπάζονται από τέρατα και οι κάτοικοι αντιλαμβάνονται πως δεν πρέπει να προκαλούν ήχους. Η Σαμ βρίσκει καταφύγιο μαζί με άλλους στο θέατρο, ενώ πάνω από το κεφάλι τους δίνονται οδηγίες από τα μεγάφωνα ελικοπτέρων, να παραμείνουν σιωπηλοί, με διάσωση από τις αποβάθρες, όπου πλοιάρια απομακρύνουν τους εγκλωβισμένους. Η Σαμ είναι αποφασισμένη να παλέψει με τον πόνο που καίει το κορμί της για να ικανοποιήσει την τελευταία της επιθυμία για πίτσα. Συνοδευόμενη από τον αθόρυβο Φρόντο, συναντά έναν ευγενικό και τρομαγμένο νεαρό, τον Έρικ (Τζόζεφ Κουίν), φοιτητή νομικής, που την ακολουθεί πιστά, αναπτύσσοντας μια βαθιά σχέση αλληλοσυμπαράστασης και αληθινής φιλίας.
Οι δυο προηγούμενες ταινίες, με επίκεντρο την επιβίωση μιας οικογένειας μετά από εισβολή εξωγήινων, τοποθετούνται στην επαρχία σε ένα πλαίσιο αυτάρκειας και επάρκειας αγαθών, ενώ αναπτύσσονται τα καθιερωμένα έμφυλα πρότυπα, με έναν πατέρα που ξέρει να επιβιώνει, έτοιμος να θυσιαστεί για την οικογένειά του και μια δυναμική μητέρα, που μάλιστα στην πρώτη ταινία είναι έγκυος και επιχειρεί να γεννήσει υπό σιωπή, η οποία παρουσιάζεται έτοιμη να κάνει τα πάντα για τα παιδιά της. Μόνο στη δεύτερη ταινία διερευνάται η βία και η παράνοια που επικρατούν. Η τρίτη ταινία αδιαφορεί για το θεσμό της οικογένειας, επιλέγοντας μια καρκινοπαθή πρωταγωνίστρια, που δεν αναζητά την επιβίωση, αλλά βρίσκει καταφύγιο στις αναμνήσεις του αγαπημένου πατέρα που έχει χάσει. Στις προηγούμενες ταινίες το ζητούμενο ήταν πόσο κάποιος μπορεί να αντέξει τον οξύ πόνο δίχως τσιμουδιά. Εδώ η πρωταγωνίστρια βιώνει σιωπηρά έναν διαρκή και παρατεταμένο πόνο. Αυτή η μακάβρια υπαρξιακή διάσταση, παρά τον πεσιμισμό, φέρνει γνήσιο ρομαντισμό, πνιγμένο στη νοσταλγία, που εύστοχα διανθίζεται από μια παλιωμένη ατμόσφαιρα παραμυθιού με γοτθικά και αρ νουβό στοιχεία, όπως το παλιό κτίριο όπου παίζεται το κουκλοθέατρο, η ορθόδοξη εκκλησία που καταφεύγουν οι πρωταγωνιστές και η συγκινητική παράσταση μαριονετών, που ανακαλεί την ευαίσθητη μελαγχολία της «Διπλής ζωής της Βερόνικα» (1991/Κριστόφ Κισλόφσκι). Στα παραμυθένια στοιχεία συμπεριλαμβάνεται η σκηνή στο σιντριβάνι με τα δυο παιδιά, που επικοινωνούν δίχως λόγια, όπως στις βουβές ταινίες, ενώ στο τζαζ κλάμπ, ο Έρικ διασκευάζει σε παντομίμα τα ταχυδακτυλουργικά του κόλπα. Οι επιζώντες που κατέφυγαν στο παλιό θέατρο θυμίζουν τις «Περιπέτειες του βαρόνου Μυγχάουζεν» (1988/Τέρι Γκίλιαμ), οι σκηνές καταδίωξης στους υπονόμους ανακαλούν την ταινία «Οι ήρωες της Βαρσοβίας» (1957/Αντρέι Βάιντα), ενώ το ακροβατικό σκαρφάλωμα στις σιδεροδοκούς κάποιας οικοδομής παραπέμπει στην εμβληματική νεοϋορκέζικη φωτογραφία «Γεύμα στην κορυφή ενός ουρανοξύστη» (1932).
Με παντελώς διαφορετικούς συντελεστές, σκηνοθέτη και ηθοποιούς, το κέντρο βάρους της τρίτης ταινίας δεν δίνεται στην επιβίωση, αλλά στη φιλία και στη συντροφικότητα σε έκτακτες καταστάσεις, δίνοντας στην ταινία διαφορετική συγκινησιακή τροπή, που υποστηρίζεται από επιμελημένη ρομαντική αισθητική.
Από την ύπαιθρο των δυο πρώτων ταινιών η δράση μετατοπίζεται στο πολυσύχναστο θορυβώδες κέντρο της Νέας Υόρκης. Η ταινία ανοίγει με πανοραμικό στην πολύβουη μητρόπολη, με αναγραφή στην οθόνη πως η ένταση του θορύβου είναι 90 ντεσιμπέλ. Το πρόσωπο της καλυμμένης από σκόνη Σαμ, παραπέμπει στην επίθεση στους Δίδυμους Πύργους (11/9/2001), ενώ το εμπόλεμο σκηνικό στην καρδιά της Νέας Υόρκης, με δρόμους γεμάτους αναποδογυρισμένα αυτοκίνητα και μισογκρεμισμένα κτίρια, παραπέμπει στις ταινίες καταστροφής με ζόμπι, «Ζωντανός θρύλος» (2007/Φράνσις Λόρενς) και «28 μέρες μετά» (2002/Ντάνι Μπόιλ).
Μασκότ της ταινίας γίνεται ο «εφτάψυχος» υδρόφιλος γάτος, που επιβιώνει παραδόξως από μακροβούτια, ενώ με το ήρεμο βλέμμα του μαγνητίζει τον χαμένο Έρικ, οδηγώντας τον στην Σαμ. Ο γάτος γίνεται ισχυρό στοιχείο της πλοκής, αναδεικνύοντας τη δίχως ομιλία επικοινωνία, ανθρώπων και ζώων, που εύλογα γίνεται η πρωτότυπη ιδέα της τρίτης ταινίας, σε αντιστοιχία με την πρώτη, όπου είχε εισαχθεί η νοηματική γλώσσα των κωφάλαλων, σε μια προσπάθεια συμπερίληψης των ΑΜΕΑ.
Στις δυο πρώτες ταινίες ο ήχος είχε αφαιρεθεί στις σκηνές από την οπτική γωνία της κωφής κόρης, εστιάζοντας στην οπτική διάσταση, ωστόσο, παρότι η σεναριακή συνθήκη σιωπής παραπέμπει στο βουβό σινεμά, προτιμήθηκε για μια ψυχαγωγική ταινία, η σιωπή να γεμίσει με μουσική. Και στην τρίτη ταινία, με συνθέτη τον γεννημένο στη Λευκάδα Αλέξη Γράψα, που ζει στο Λος Άντζελες, ο συναισθηματισμός ενισχύεται από τη μουσική ορχήστρας εγχόρδων, όπου ξεχωρίζουν τσέλο και πιάνο. Σκηνές εκρήξεων ή η επέλαση των εξωγήινων τεράτων με ποδοβολητά ακούγονται σε αυξημένη ηχητική ένταση, δημιουργώντας σοκαριστική αντίθεση με τις σιωπηρές σκηνές.
Η διάσταση της σιωπής και στις τρεις ταινίες σχετίζεται με τα κοντινά στα πόδια των πρωταγωνιστών, που προσέχουν πού πατούν για να μην κάνουν θόρυβο. Η Σαμ ανοίγει προσεκτικά την κονσέρβα του γάτου κοντά σε σιντριβάνι, σε αντιστοιχία με την πρώτη ταινία, όπου οι πρωταγωνιστές φωνάζουν κάτω από καταρράκτη. Η αδιαφορία της να διασωθεί οπτικοποιείται εύστοχα σε πλάνο κάτοψης, καθώς διασχίζει κόντρα στο ρεύμα, το ανθρώπινο ποτάμι από τους επιζώντες που κατευθύνονται σιωπηλά, προς το λιμάνι. Εύστοχη και η λύση μιας καθαρτήριας βροχής που προσφέρουν στους πρωταγωνιστές τη δυνατότητα να συνομιλήσουν ψιθυριστά, ενώ ουρλιάζουν μαζί υπό τον ήχο της βροντής. Αξιοσημείωτη είναι και η χρήση για άλλη μια φορά, μετά τις «Υπέροχες Μέρες» του Βέντερς, του «Feelin’ good» (1965), της Νίνα Σιμόν να σφραγίζει το σπαραξικάρδιο κλείσιμο της ταινίας.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]