Θα έπρεπε κανείς να θέσει ορισμένα κριτήρια για να σκεφτεί και να αξιολογήσει τα πεπραγμένα αυτής της περίεργης πανδημικής χρονιάς. Ειδικά όταν όλα μοιάζουν μπερδεμένα και δυσανάγνωστα και όταν ο δημόσιος λόγος –καλύτερα θόρυβος– περιφρουρεί ασφυκτικά το καθεστώς της συζήτησης. Όταν η πολυφωνία προσφέρει άπλετο χώρο για απόψεις και αποψάρες, σχόλια και καταγγελίες, αποκαλύψεις και αναθέματα επί παντός επιστητού, που όμως «στο τέλος της ημέρας» αποδεικνύονται προσωπικές και συλλογικές εκτονώσεις. Ένα τέτοιο κριτήριο θα ήταν να ανατρέξουμε στη στάση του «επίσημου κόσμου» απέναντι στους νέους ανθρώπους. «Επίσημο κόσμο», ας πούμε αυτόν που συμπεριλαμβάνει κυβερνώντες και κόμματα, θεσμούς, φορείς και ηγεσίες διαφόρων τύπων, συνδικαλιστικές ενώσεις κ.ά. Αυτούς που διαχειρίζονται εξουσίες και μικροεξουσίες, λαμβάνουν αποφάσεις, απολαμβάνουν πραγματικό ή κατασκευασμένο κύρος, εκπροσωπούν ή «εκπροσωπούν», τέλος πάντως έχουν λόγο και φωνή στη ζωή της κοινωνίας.
ΜΙΛΩΝΤΑΣ ΑΦΟΡΙΣΤΙΚΑ, αυτός ο κόσμος στάθηκε εχθρικός απέναντι στις ανάγκες της νεότητας –κι άλλο τσουβάλιασμα εδώ– εν μέσω μιας πραγματικά πρωτόγνωρης κατάστασης. Ίσως το πιο κραυγαλέο παράδειγμα είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν οι μαθητές και γενικά η εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες της. Το σχολείο μετατράπηκε αίφνης και αποκλειστικά σε «χώρο μετάδοσης» και όλες οι υπόλοιπες ιδιότητές του –αυτές που το καθιστούν κοινωνικά αναντικατάστατο– σαν να εξαφανίστηκαν. Η σημειολογική αποτύπωση αυτής της αδιαφορίας ήταν η απουσία από το σχεδιασμό της διαχείρισης και των μέτρων κάποιων ειδικών περί την Παιδαγωγική. Η Επιτροπή δεν είχε ανάγκη εκπαιδευτικούς και δασκάλους, αρκούσαν οι γιατροί. Το τεράστιο κόστος των κλειστών σχολείων δεν έγινε ποτέ πρώτο θέμα, ακριβώς για να μην πέσουν στο τραπέζι εναλλακτικές και προτάσεις που θα ξέφευγαν από το δίπολο «κλείσιμο ή τηλεκπαίδευση». Και δυστυχώς η αποδοχή του υπήρξε συντριπτική. Η επιστημονική κοινότητα σιώπησε σε τέτοιο βαθμό που είναι να απορεί κανείς αν έχει απομείνει κάποιο αίσθημα ευθύνης και χρέους όλων όσων διαπραγματεύονται (με) τη Γνώση. Παιδαγωγικά τμήματα, πανεπιστημιακές σχολές, ακαδημαϊκό προσωπικό που κατά τα άλλα μελετούν και πασχίζουν για τη βελτίωση της παρεχόμενης Παιδείας, λαλίστατα και παραγωγικότατα σε κανονικές περιόδους, «συντηρητικά» και «ριζοσπαστικά», τώρα δείλιασαν να μιλήσουν. Ενώ γνωρίζουν και γνώριζαν πολύ καλά, όχι σαν τον κάθε άσχετο του Υπουργείου, ότι οι συνέπειες θα είναι μεγάλες. Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες των εκπαιδευτικών παρομοίως. Είτε είπαν «αυτά που έπρεπε να ειπωθούν», χωρίς όμως νεύρο και τόνο προς μια μάχη που έπρεπε να δοθεί, αφήνοντας έστω παρακαταθήκες, είτε λειτούργησαν συντεχνιακά για να «προστατευτεί ο κλάδος», είτε πλειοδότησαν σε μικροπολιτική αξιοποίηση μιμούμενες το κεντρικό κομματικό παιχνίδι. Κοινώς, οι ανάγκες των παιδιών και του δημόσιου σχολείου φιλτραρίστηκαν αλλά και κατευθύνθηκαν για να χωρέσουν στα διάφορα σχεδιάκια, «αγωνιστικά», «αντιπολιτευτικά» και άλλα, την ώρα που η τηλεκπαίδευση προχωρούσε ακάθεκτη χωρίς αντίπαλο. Κι επειδή οι κοινωνίες και οι άνθρωποι συνηθίζουμε, αν το τηλεσχολείο μοιάζει σήμερα πιο ανεκτό απ’ όσο ήταν στην αρχή, αυτό θα είναι ένα μεγάλο, μόνιμο χτύπημα στη νεολαία, στην ίδια τη συγκρότησή της, κοινωνικά, μορφωτικά, ιδεολογικά.
Οι ανάγκες των παιδιών φιλτραρίστηκαν την ώρα που η τηλεκπαίδευση προχωρούσε ακάθεκτη χωρίς αντίπαλο. Κι επειδή οι κοινωνίες και οι άνθρωποι συνηθίζουμε, αν το τηλεσχολείο μοιάζει σήμερα πιο ανεκτό απ’ όσο ήταν στην αρχή, αυτό θα είναι ένα μεγάλο, μόνιμο χτύπημα στη νεολαία, στην ίδια τη συγκρότησή της, κοινωνικά, μορφωτικά, ιδεολογικά
ΈΝΑ ΔΕΥΤΕΡΟ χαρακτηριστικό γεγονός ήταν το ζήτημα «πλατείες», η συζήτηση και η αντιπαράθεση γύρω από τους «απερίσκεπτους και αδιάφορους για τη δημόσια υγεία νέους». Το θέμα έχει αρκετές πλευρές. Αφήνουμε εδώ κατά μέρος το ότι τα κρούσματα και οι νεκροί έπρεπε πάση θυσία να χρεωθούν στα κορωνοπάρτι και τις ανάλογες μαζώξεις ώστε να κρυφτεί η ανυπαρξία ουσιαστικής και αποτελεσματικής διαχείρισης. Η ενοχοποίηση και το ρίξιμο αποκλειστικά στην ατομική στάση υπήρξε βασικός πυλώνας στην πολιτική της κυβέρνησης. Εδώ όμως χτίζεται κάτι βαθύτερο. Είναι η αγνόηση της ανάγκης των νέων για κοινωνικότητα που πάει μαζί με το χτύπημα του δημόσιου χώρου. Μιλώντας λίγο σχηματικά, οι 20άρηδες αντιμετωπίστηκαν σαν 50άρηδες. Σαν να έχουν την ίδια ανάγκη και το ίδιο προφίλ κοινωνικότητας, συνεύρεσης αλλά και σωματικής κίνησης. Σαν οι νέοι να μην είναι νέοι, σαν να πρέπει οι επαφές τους να είναι ρυθμισμένες, λελογισμένες, προσεκτικές. Όχι, δεν υπερασπιζόμαστε μια νεανική ανεμελιά απέναντι σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση. Ούτε ένα δικαίωμα κοινωνικότητας που πρέπει να ασκηθεί με οποιοδήποτε τρόπο στις οποιεσδήποτε συνθήκες. Άλλωστε με τις τόσες στρώσεις αλλοτρίωσης και αντικοινωνικών συμπεριφορών με τις οποίες έχουν εκπαιδευτεί οι νέοι –και οι μεγαλύτεροι– τα πράγματα είναι αρκετά πιο περίπλοκα. Όμως το ότι στιγματίστηκαν οι πλατείες, το ότι εκεί και στα πανεπιστήμια –και όχι αλλού– υπήρξε καταστολή, το ότι επίσης έκλεισαν πάρκα και αθλητικοί χώροι δεν είναι τυχαίο. Φαίνεται ότι πρέπει να μειωθούν οι πολύ μεγάλες «παρέες» σαν εστίες μόλυνσης. Μαζί και οι θεσμοί συγκρότησής τους.
Οι νέοι άνθρωποι αποτελούν έναν μεγάλο βραχνά για το πολιτικό σύστημα. Πρέπει να τεθούν στο περιθώριο, να αποτελέσουν πεδίο κατεργασίας και διαχείρισης, αφού αναπόφευκτα θα είναι παρόντες. Δίχως την αναγνώριση των βασικών μοτίβων με τα οποία όλα αυτά θα προχωρούν –στις μεγάλες τους κλίμακες και όχι μόνο στα «παγόβουνα»– δεν είναι δυνατή μια εναντίωση ουσίας. Ούτε εκλογική πελατεία, ούτε «γλύψιμο». Ούτε «αντικείμενα», ούτε παραδομένοι στον εαυτό τους.
ΥΠΑΡΧΕΙ ΟΜΩΣ κι ένα ακόμα ερώτημα που δεν μπορεί να παρακαμφθεί. Γιατί ο ενήλικος κόσμος αποδέχτηκε όλα τα παραπάνω –του επίσημου κόσμου– για τα «παιδιά» του; Κι από το χουντικό «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια» έχουμε μια γενική επιταγή προς τους νέους «σπίτι-υπολογιστής-μοναξιά». Γιατί το «όλη μέρα σε μια οθόνη» πέρασε έτσι απλά όταν για χρόνια κατηγορούνται οι νέοι ακριβώς για το ίδιο πράγμα, το «κάψιμο»; Γιατί η οικογένεια ανησύχησε μάλλον περισσότερο για τον παππού και όχι για το νήπιο και τον έφηβο; Πώς έχουμε μάθει, οι «μεγαλύτεροι», να υπολογίζουμε το κοινωνικό κόστος; Ποια είναι η κατάσταση πνευμάτων που δεν επιτρέπει να κατανοηθεί και να δηλωθεί καθαρά ότι η τηλεζωή δεν είναι «μια αναγκαία συνθήκη» αλλά μια ήττα; Πώς χάθηκαν «βασικές αλήθειες», ότι δηλαδή τα παιδιά ανακαλύπτουν, μαθαίνουν, μεγαλώνουν, ζουν κυρίως με το σώμα τους – και μάλιστα σε μια εποχή που το αποθεώνει και τάχα μεριμνά γι’ αυτό. Γιατί σε πρωτόγνωρες συνθήκες έχει σημασία το να κοιτιέται κανείς και στον καθρέπτη. Τι έκανε και τι δεν έκανε. Πώς λειτούργησε στο χώρο του. Τι χλεύασε και τι ξεστόμισε με περίσσεια ευκολία και δίχως πολλή σκέψη και σοβαρότητα. Αν τελικά μπορεί να δει το μέλλον του παιδιού «του» όπως αυτό πραγματικά είναι, ως το μέλλον μιας ολόκληρης γενιάς.