Το πολιτικό θρίλερ«Εύκολος Στόχος», του Ζαν-Πολ Σαλομέ, αποτελεί κινηματογραφική μεταφορά του αυτοβιογραφικού βιβλίου της Ιρλανδής συνδικαλίστριας Μορίν Κίρνεϊ, που αποκάλυψε το σκάνδαλο της πυρηνικής ενέργειας στη Γαλλία, το 2012, με τη διάλυση τηςΓαλλικής πολυεθνικής εταιρείας πυρηνικής ενέργειας Αρεβά, το 2016, και το πέρασμα των αντιδραστήρων της στην Εταιρία Ηλεκτρικής Ενέργειας της Γαλλίας (EDF).

Η Μορίν Κερνέ (Ιζαμπέλ Υπέρ), αντιπρόσωπος των Συνδικαλιστών της Αρεβά, βρέθηκε τον Δεκέμβρη του 2012 φιμωμένη και δεμένη πισθάγκωνα στο υπόγειο του σπιτιού της, έχοντας χαραγμένο στην κοιλιά ένα Α και μπηγμένη τη λαβή ενός μαχαιριού στον κόλπο της. Ξετυλίγοντας το κουβάρι της σκοτεινής αυτής υπόθεσης, μεβιομηχανική κατασκοπία και τεράστιεςμίζες, η ταινία επιστρέφει λίγους μήνες πριν την επίθεση, ακολουθώντας χρονολογικά το νήμα των γεγονότων που μετέτρεψαν την Μορίν σε «εύκολο στόχο». Μετά την αντικατάσταση της Αν Λοβερζόν (Μαρινά Φόις), δυναμικής Διευθύντριας της Αρεβά, από τον νευρωτικό Λυκ Ουρσέλ (Υβάν Ατάλ), παραμονές της μετάβασης στην Προεδρία από τον Ρεπουμπλικάνο Σαρκοζί, στον Σοσιαλιστή Ολάντ, η Μορίν συνέχισε να υπερασπίζεται τους 50.000 εργαζόμενους. Ένας υπάλληλος της EDF, ο καθόλου τυχαία επονομαζόμενος «Τειρεσίας», προσεγγίζει την Μορίν με απόρρητα έγγραφα για τις κρυφές διαπραγματεύσεις του Ουρσέλμε Κινέζους, ώστε η EDF να μονοπωλήσει τον πυρηνικό τομέα της Γαλλίας, με χαμηλού κόστους πυρηνικά εργοστάσια. Προκειμένου να αποκαλύψει το σκάνδαλο, η Μορίν συναντά τον Υπουργό Οικονομικών, αποφασισμένη να φτάσει μέχρι τον ΠρόεδροΟλάντ, χωρίς να εγκαταλείπει τον αγώνα, ακόμα κι όταν δέχεται απειλητικά τηλεφωνήματα.

Με αφετηρία την επίθεση, η ταινία εστιάζει στη δικαστική οδύσσεια της Μορίν. Μετά την υποτυπώδη αστυνομική έρευνα και τις πιέσεις να κλείσει το συντομότερο η δική της υπόθεση, η Μορίν ταπεινώνεται και διαπομπεύεται, με την αποκάλυψη ότισε προηγούμενη υπόθεση βιασμού της, σε νεαρή ηλικία, είχε αμφισβητηθεί ως θύμα, επειδή δεν είχε προβάλει αντιστάσεις. Τα λεγόμενά της αμφισβητούνται ξανά, με βασικό επιχείρημα ότι δεν βρέθηκε στο σπίτι της κανένα ίχνος άγνωστου DNA, οπότε κλείνει με συνοπτικές διαδικασίεςη υπόθεση βιασμού, ενώ βρίσκεται κατηγορούμενη πως τα είχε σκηνοθετήσει η ίδια. Εξαναγκάζεται σε ομολογία και καταδικάστηκε για ψευδορκία, τέσσερα χρόνια μετά. Ανακτώντας τις δυνάμεις της, συγκεντρώνει τρανταχτά αποδεικτικά στοιχεία και κάνει έφεση, με νέο δυναμικό συνήγορο, σε έναν δικαστικό αγώνα που ολοκληρώθηκετο 2018.

Από πολιτικό θρίλερ, η ταινία καταλήγει σε δικαστικό δράμα, με διαλόγους που υπογραμμίζουν φαλλοκρατικές συμπεριφορές στο εργασιακό περιβάλλον, αναδεικνύοντας κυρίως τις σεξιστικές προκαταλήψεις που αντιμετωπίζειένα θύμα βιασμού. Ενδεικτική είναι η αγριότητα, στη σκηνή ανάκρισης, για την απόσπαση ομολογίας, με την εξαιρετική ερμηνεία της Υπέρ. Τον προσβλητικό Αστυνόμο διαδέχεται ένας αστυνομικός με αδίστακτο βλέμμα και βαθιά φωνή, που την απειλεί χτυπώντας το χέρι στο τραπέζι: «Αν δεν ομολογήσετε, ο μιντιακός και πολιτικός οδοστρωτήρας θα σας συνθλίψει». Η τρομοκρατημένη Μορίν αποστρέφει το βλέμμα και συμμορφώνεται.

Το συμβάν της επίθεσης παρουσιάζεται στην ταινία επαναληπτικά, καθιστώντας εμφανή την ψυχολογική φθορά του θύματος, που εξαναγκάζεται να ξαναζεί την τραυματική στιγμή. Ωστόσο, κάθε φορά επανέρχεται σε διαφορετική αφηγηματική εκδοχή, αποκαλύπτοντας σταδιακά τι συνέβη. Στην εισαγωγή, το συμβάν περιγράφεται ηχητικά, μέσα από την τηλεφωνική ειδοποίηση της καθαρίστριας στην αστυνομία. Με την επαναφορά στη μέρα της επίθεσης, ημέρα που ήταν το προγραμματισμένο ραντεβού με τον Πρόεδρο, το συμβάν περιγράφεται έμμεσα,για δεύτερη φορά, με την Μορίν να βάφεται μπροστά σε καθρέφτη, ενώ η κάμερα απομακρύνεται. Τα διαδοχικά κοφτά σταθερά πλάνα των χώρων του σπιτιού που ακολουθούν διακόπτονται από μαύρη οθόνη, υποδηλώνοντας τη στιγμή της επίθεσης. Μετά την άφιξη της καθαρίστριας, τα κοφτά πλάνα στους χώρους του υπογείου, όπου βρίσκεται δεμένη η Μορίν, διαδέχονται κοντινά στο πρόσωπό της, που συσπάται από οδύνη, σε μια πρώτη εικόνα του βιασμού. Τρίτη φορά η Μορίν επανέρχεται στο τραυματικό συμβάν, κατά την αναπαράσταση. Τέταρτη και τελευταία φορά, η επίθεση σε πλήρη απεικόνιση αποτυπώνεται μέσα από κοφτά πλάνα ως οδυνηρή ανάμνηση της Μορίν, που ξεμπλοκάρει, καθώς ακούει μια αντίστοιχη εμπειρία ενός άλλου θύματος βιασμού, σε παρόμοια υπόθεση. Έτσι, η εκτός κάδρου λεκτική περιγραφή ενός άλλου βιασμού συνδυάζεται με τις δίχως ήχο εικόνες της βάναυσης επίθεσης στην Μορίν, τεκμηριώνοντας τη μαρτυρία της, ενώ καθιστούν τον θεατή αυτόπτη μάρτυρα.

 

Το προφίλ της Μορίν, ως δυναμικής συνδικαλίστριας, δομείται εν δράσει, όπως όταν διαπραγματεύεται τις αποζημιώσεις απολυμένων εργατριών της Αρεβά στην Ουγγαρία, ενώ προβάλλονται και ανακουφιστικές οικογενειακές στιγμές, με την κόρη και τον αγαπημένο της σύζυγο στο πλευρό της. Ανακαλώντας την παθιασμένη κομμουνίστρια από «Τα καλύτερά μας χρόνια» (1973/Σίντνεϊ Πόλακ), η Μορίν απεικονίζεται να μοιράζει στοιχεία για το ξεπούλημα στους Κινέζους, παρά την αποκαρδιωτική αδιαφορία. Μετά το κλίμα τρομοκρατίας όμως και την εδραίωση του φόβου, με τις αυξανόμενες απειλές και επιθέσεις, η ρωγμή στον αγέρωχο χαρακτήρα της αποτυπώνεται έμμεσα σε μικρές χειρονομίες, μέσα από αντανακλάσεις, όπως όταν επιχειρεί μετά το σοκ της επίθεσης να στρώσει το κραγιόν μπροστά σε καθρέφτη, ως κίνηση ανάκτησης της χαμένης αξιοπρέπειας. Σημαδιακός και ο τραυματισμένος ώμος της, που ενισχύει την εύθραυστη εικόνα, παρομοιάζοντάς την με λαβωμένο σπουργίτι.

Η ατμόσφαιρα πολιτικού θρίλερ υποστηρίζεται από την πρωτότυπη μουσική του Μπρουνό Κουλέ. Όταν η Μορίν αναζητά στον υπολογιστή στοιχεία για σκοτεινούς συνεργάτες ή δέχεται απειλητικά τηλεφωνήματα, μυστήριο και αγωνία αμβλύνονται με ρυθμικά στακάτο πιανιστικά, συνοδεία κρουστών, που ενίοτε προειδοποιούν για επερχόμενο κίνδυνο, όταν πληθαίνουν οι επιθέσεις, σε ενορχηστρωτική αντιμετώπιση εμπνευσμένη από συνθέσεις του Μορικόνε, για πολιτικές ταινίες του ’70. Ωστόσο, στον ιδιωτικό της χώρο διαβάζει βιβλίο, ακούγοντας το κονσέρτο για πιάνο του Γκρίγκ, ενώ όταν μάταια επιχειρεί να δεθεί μόνη της, καταρρίπτοντας τις υποψίες πως ήταν όλα σκηνοθετημένα, ακούγεται κάποιο νυχτερινό του Σοπέν.

Το κλίμα τρομοκρατίας ενισχύεται και από την επιλογή των χώρων. Η απειλή του Ουρσέλ πως «έχει μέσα που αυτή δεν διαθέτει», έχει φόντο τα φουγάρα των πυρηνικών αντιδραστήρων, ενώ όταν η Μορίν δέχεται τηλεφωνική απειλή, στην υποδοχή μεγάλου τεχνοκρατικού κτιρίου από γυαλί και μέταλλο, τοποθετείται στη μέση του κάδρου, σε συμμετρία με τα αρχιτεκτονικά στοιχεία που την πλαισιώνουν, προκαλώντας δέος που μικραίνει την παρουσία της, διογκώνοντας την απειλή. Η περιστροφή της κάμερας γύρω απ’ τον χαρακτηριστικό της κότσο, ενώ ψάχνει στοιχεία στον υπολογιστή, ανακαλεί τον μυστηριακό αισθησιασμό στον «Δεσμώτη του ιλίγγου» (1958/Χίτσκοκ).

Χαρακτηριστική είναι η σκηνοθετική ποικιλία του έμπειρου Σαλομέ. Στο μονοπλάνο της εισαγωγής, με την άφιξη του συζύγου της Μορίν στο σπίτι, είναι εντυπωσιακή η μετάβαση από τον αναβρασμό των αστυνομικών που συλλέγουν πυρετωδώς στοιχεία, στην εκκωφαντική σιωπή της σοκαρισμένης Μορίν, σε άλλο δωμάτιο, προβάλλοντας δυο ξεχωριστούς κόσμους. Η δήλωση της Μορίν πως δεν θα καλούσε την αστυνομία, όπως έκανε η καθαρίστρια, καθώς η ίδια θα εγκατέλειπε τα πάντα, υπογραμμίζεται με γκρο πλάνο στο πρόσωπό της, από ψηλοκρεμαστή γωνία λήψης, που δημιουργεί ελαφριά παραμόρφωση, αναδεικνύοντας την ψυχολογική αναστάτωση.Βιώνοντας έναν δεύτερο βιασμό στη δίκη, η Μορίν κουρελιάζεται από τα εκτός κάδρου υποτιμητικά σχόλια, καθώς η κάμερα προσεγγίζει αργά στο δακρυσμένο πρόσωπό της. Αργή εστίαση επιλέγεται και όταν η Μορίν καταθέτει στη Γαλλική Εθνοσυνέλευση, με την κάμερα να προσεγγίζει αργά, καθώς αναφέρεται στις χιλιάδες χαμένες θέσεις εργασίας, με τη διάλυση της εταιρίας, ενώ όσο η κάμερα εστιάζει στο πρόσωπό της, δηλώνει «δεν είπα ψέματα και δεν επινόησα τίποτα», μέχρι να γυρίσει και να κοιτάξει απευθείας στο φακό, σε άμεσο διάλογο με τον θεατή, εκφράζοντας δικαίωση και αλήθεια.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου
[email protected]

info
Το 29ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας«Νύχτες Πρεμιέρας» (27/9 – 9/10/2023), που φιλοξενείται σε: Δαναό, Ιντέαλ, Άστορ και Άστυ, περιλαμβάνει φέτος διαγωνιστικά τμήματα με 16 ταινίες και 11 ντοκιμαντέρ, πολυαναμενόμενες πρεμιέρες των Σκορσέζε, Βέντερς κ.ά, αφιερώματα στο ScalaCinema, στα 100 χρόνια της Ντίσνεϋ και μάστερκλας του Φατίχ Ακίν. Περισσότερα: www.aiff.gr

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!