Από τους πιο διάσημους και αναγνωρίσιμους κινηματογραφικούς συνθέτες, ο Ένιο Μορικόνε έφυγε στα 91 χρόνια του, στις 6/7/2020, ολοκληρώνοντας μια καριέρα επτά και πλέον δεκαετιών, με μουσικές για πάνω από πεντακόσιες ταινίες. Καθιερώθηκε με τις ευφάνταστες ενορχηστρώσεις του για τις μουσικές στα σπαγγέτι γουέστερν, ενώ δημιούργησε ένα εξαιρετικά πρωτότυπο στυλ με ποικιλία εναλλαγών και σε άλλα κινηματογραφικά είδη, συνδυάζοντας διαφορετικές μουσικές από αβάν γκαρντ τζαζ έως κλασική και από φιούζον ροκ έως τζαζιζιστική ψυχεδέλεια, με παραδοσιακά ακούσματα σε μια εποχή με έντονη εθνογραφική δισκογραφική δραστηριότητα, ενώ παράλληλα, υπήρξε από τους λίγους συνθέτες που ταυτίστηκε μοναδικά με τον πολιτικό κινηματογράφο σε μια εκρηκτική εποχή.

Τα ιταλικά σπαγγέτι γουέστερν του Σέρτζιο Λεόνε διαφοροποιήθηκαν σημαντικά από τα αμερικάνικα, όπου οι ατσαλάκωτοι «καλοί και γεναίοι» καουμπόυδες κατατροπώνουν τους απολίτιστους «κακούς» Ινδιάνους, διαμορφώνοντας συλλογικά την εθνική αμερικανική συνείδηση, μέσα από το σινεμά. Στα σπαγγέτι αντίθετα, η σκιαγράφηση αμφιλεγόμενων πρωταγωνιστικών χαρακτήρων, σε μια «πειραγμένη» πειρατική υπόσταση, άγγιξε στερεοτυπικές μορφές της κουλτούρας των κόμικς. Αξύριστοι και βρώμικοι, οι περιπλανώμενοι τυχοδιώκτες παρουσιάζονται συχνά ως λιγομίλητοι γοητευτικοί κυνηγοί επικηρυγμένων, που αναζητούν θαμμένους θησαυρούς, πάντα όμως αδίστακτοι ντεσπεράντος πιστολέρος. Δοσμένοι μέσα από μια φορμαλιστική κινηματογράφηση που αντιπαραθέτει πολύ κοντινά πλάνα με μακρινές λήψεις, προοπτική που χωράει στο ίδιο κάδρο πρώτο και δεύτερο πλάνο, πάγωμα εικόνας και χρήση επιβραδυμένης κίνησης, βρίσκονται μακριά από την καθιερωμένη αισθητική του απέραντου νατουραλιστικού τοπίου της Άγριας Δύσης και των απλωμένων ουρανών των Χάουαρντ Χoκς και Τζον Φορντ. Αυτή η αλλαγή της αρχετυπικής εικόνας του καουμπόι συμπαρέσυρε και την κινηματογραφική μουσική. Αντί για κάντρι μελωδίες και μεγάλες συμφωνικές ορχήστρες, ο Μορικόνε επέλεξε μικρότερα μουσικά σχήματα και πλειάδα διαφορετικών μουσικών θεμάτων σε ενορχηστρωτικές παραλλαγές, που έμειναν στην ιστορία και χρησιμοποιήθηκαν αποσπασματικά στο σκηνοθετικό όραμα του Λεόνε, κυρίως στην περίφημη τριλογία του: «Για μια Χούφτα Δολάρια» (1964), «Μονομαχία Στο Ελ Πάσο» (1965), «Ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος» (1966), που καθιέρωσαν στο κινηματογραφικό προσκήνιο τον Κλιντ Ίστγουντ.

Οι σύντομες βασικές μελωδίες του Μορικόνε γίνονται τα αναγνωριστικά μοτίβα των πρωταγωνιστών, υπογραμμίζοντας την παρουσία τους σε σκηνές καβάλα σε άλογα ή σε ηρωικές αναμετρήσεις με κοφτά πλάνα, όπου όλη η οθόνη γεμίζει μονάχα με τα αντιπαρατιθέμενα βλέμματά τους, πριν το πιστολίδι. Εντυπωσιάζει η εμπνευσμένη ενορχήστρωση, σήμα κατατεθέν του Μορικόνε, όπου η μοιραία μελωδία βασισμένη κυρίως στην μεξικάνικη παράδοση, εισάγεται με σφύριγμα, από τον μόνιμο συνεργάτη του Αλεσάντρο Αλεσαντρόνι και ενίοτε ακούγεται με ηλεκτρική κιθάρα, αυλούς του Πανός, φυσαρμόνικες, πρωτόγονα πνευστά, ισπανικά κιθαριστικά ακόρντα και κρουστά, ήχους καμπάνας, γλωσσόφωνη άρπα εβραίου, κόντρα ρυθμούς με κρουστά που παράγουν ξεκούρδιστους ήχους, με χιουμοριστική διάθεση ταιριαστή στην αίσθηση παρωδίας των σπαγγέτι γουέστερν. Τα αντρικά φωνητικά ηχούν πότε σαν κραυγές Ταρζάν, πότε σαν αγγλικές λέξεις, ενώ τα χωρίς λόγια φωνητικά της Έντα Ντελ Όρσο προσδίδουν μοιραία αίσθηση. Ο συνδυασμός μεξικάνικων παραδόσεων, ινδιάνικων ρυθμών και λατινοαμερικάνικων πνευστών δίνει έμφαση στις μουσικές παραδόσεις των κατακτημένων αυτοχθόνων. Ο Μορικόνε τυποποίησε μοναδικά με τη μουσική υπογραφή του την αίσθηση των σπαγγέτι γουέστερν σε τέτοιο βαθμό, που τις επόμενες δεκαετίες πλήθος ταινίες, εκτός από γουέστερν, χρησιμοποίησαν αντίστοιχη ενορχηστρωτική δυναμική, για να προσδώσουν αύρα σκληροτράχηλων πιστολέρος. Στο αξιόλογο παιχνιδιάρικο θέμα του σπαγγέτι γουέστερν «Κάτω τα κεφάλια!» (1971/Σέρτζιο Λεόνε), που διαδραματίζεται στην εποχή της μεξικανικής επανάστασης, υπερισχύουν μπάντζο, πίκολο φλάουτο και φωνητικά, πότε να θυμίζουν βατράχους ή πάπιες, πότε να αναδύουν ηρωική αυτοπεποίθηση, με την τριπλή επανάληψη του επιφωνήματος «σομ», που συνοδεύεται από μια σφυριχτή μελωδία, που θυμίζει τον περιπατητικό ρυθμικό χαρακτήρα του My favorite things (1961) του Κολτρέιν, και γυναικεία φωνητικά στα φλασμπάκ του πρωταγωνιστή. Ο εύσωμος Μεξικάνος λήσταρχος Χουάν (Ροντ Στάιγκερ) συναντά τον ξερακιανό Ιρλανδό Τζον (Τζέιμς Κομπέρν), που κυκλοφορεί με μοτοσυκλέτα και διαβάζει Μπακούνιν. Πρόκειται για πρώην επικηρυγμένο επαναστάτη του ΙΡΑ, που διέφυγε στο Μεξικό, εξπέρ στα εκρηκτικά. Εντυπωσιασμένος ο Χουάν τον πλευρίζει για να ληστέψουν μαζί μια τράπεζα, καταλήγοντας επεισοδιακά στο πλευρό των επαναστατών του Πάντσο Βίλα, με ολόκληρο στρατό στο κατόπι τους. Η δίχως λόγια γνωριμία των πρωταγωνιστών γίνεται μέσα από ήχους πυροβολισμών, εκρήξεων αλλά και των μουσικών φράσεων του Μορικόνε σε μια αντιπαραθετική μουσική μονομαχία. Σε μια εποχή έντονων πολιτικών ζυμώσεων, όπου τα επαναστατικά κινήματα υιοθετούν ένοπλο αγώνα, αυτή η ταινία ξεκινάει με τη ρήση του Μαο: «Η επανάσταση δεν είναι κοινωνικό δείπνο… είναι μια πράξη βίας».

Σε παρόμοια ενορχηστρωτική διάθεση ο Μορικόνε έγραψε μουσική και στα βάναυσα σπαγγέτι γουέστερν του Σέρτζιο Κορμπούτσι. Παράλληλα, η μουσική του για τις ιταλικές κωμωδίες και τις ερωτικές κομεντί της εποχής εκφράζουν ανάλαφρο ερωτισμό μέσα από τη βραζιλιάνικη παράδοση. Στο «Metti una serra a cena» (1969/Τζουζέπε Πατρόνι Γκρίφι), για τα αμφισεξουαλικά ερωτικά παιχνίδια σαγήνης ανάμεσα σε ζευγάρια καλλιεργημένων μπουρζουάδων που πλήττουν, το αναγνωρίσιμο μουσικό θέμα είναι μια μπόσα νόβα, με γυναικεία φωνητικά, παραπέμποντας στο τραγούδι «Το κορίτσι από την Ιπανέμα» (1962) του Αντόνιο Κάρλος Τζομπίμ. Ρυθμοί και παιχνιδιάρικο στυλ της Βραζιλίας εμπνέουν τον Μορικόνε στη μουσική της ιταλικής κωμωδίας» Ο Ασυμβίβαστος» (1969/Αντόλφο Τσέλι), με τον Βιτόριο Γκάσμαν, όπου ρυθμοί σάμπα και σέικ συνοδεύουν τη συνάντηση τριών φίλων που ξανασμίγουν μετά από 15 χρόνια.

Πολύ διαφορετική μουσική αντιμετώπιση ανέπτυξε ο Μορικόνε στα «τζάλο θρίλερ», τα φορμαλιστικά ιταλικά σπλάτερ, όπου συνδύαζε με άνεση την αγάπη του για την αυτοσχεδιαστική φρι τζαζ, ταιριαστή στον φετιχιστικό αισθησιασμό των τζάλο, μουσική που ο ίδιος χαρακτήρισε «τραυματική», γεμάτη από ήχους που συνδυάζουν αυτοσχεδιαστικά επαναλαμβανόμενα ρυθμικά μοτίβα ή οστινάτο με κορυφώσεις από ουρλιαχτά, κραυγές και ανθρώπινους ήχους, γυναικείες ανάσες και καρδιακούς παλμούς, προκαλώντας απαράμιλλη ένταση.

Ξεκινώντας μια μόδα στο ιταλικό σινεμά με παρόμοιους ευφάνταστους ζωομορφικούς τίτλους, η θρυλική τριλογία του Ντάριο Αρτζέντο, «Το πουλί με τα κρυστάλλινα φτερά» (1970), «Ο Γάτος με τις 9 Ουρές» (1971), «Τέσσερις μύγες σε γκρι βελούδο» (1972), βρίθουν από τις ατονικές μουσικές του Μορικόνε με αυτοσχεδιασμούς σε ντραμς και τρομπέτα με σουρντίνα, αλλά και χρήση παιδιάστικων φωνητικών, καμπάνες και χαοτικές σιωπές που εντείνουν απειλή, σε μια τρομακτική ακουστική εικόνα που συμπληρώνεται από αισθησιακές ανάσες. Στο τζάλο «Η παγωμένη ματιά του τρόμου» (1971/ Έντζο Καστελάρι) η πρωτοποριακή αυτοσχεδιαστική μουσική του Μορικόνε εκτελείται από το δικό του μουσικό συγκρότημα Gruppo di Improvvisazione Nuova Consonanza (Νέα Συνήχηση).

Με τη μουσική δομή των γουέστερν ευθυγραμμίζονται περισσότερο οι μουσικές του Μορικόνε για τις αστυνομικές ταινίες του ’60, όπως «Η συμμορία των Σικελών» (1969/Ανρί Βερνέιγ), για μια ληστεία διαμαντιών, με τους Αλέν Ντελόν, Ζαν Γκαμπέν και Λίνο Βεντούρα, με ρυθμικό βασικό θέμα από κροταλισμούς κρουστών, που ακούγεται σε μετρημένες σκηνές. Στην αστυνομική γαλλική ταινία «Ο Επαγγελματίας» (1981/Ζώρζ Λοτνέρ), ο μυστικός πράκτορας Μπομόν (Ζαν-Πολ Μπελμοντό) έχει αποστολή να δολοφονήσει τον δικτάτορα μιας χώρας στην υποσαχάρια Αφρική. Όταν η γαλλική κυβέρνηση αλλάζει πολιτική ρότα, οι προϊστάμενοί του τον παραδίδουν στις Αρχές. Αστυνομική ταινία τεράστιας εισπρακτικής επιτυχίας, χάρη στον κωμικό αντιήρωα πρωταγωνιστή, που ενσαρκώνει ο πενηντάρης τότε Μπελμοντό. Ο Μορικόνε συνθέτει με άνεση το αναγνωρίσιμο μοιραίο μουσικό θέμα «Chi Mai», σε στυλ κλασικού κονσέρτου, με ορχήστρα εγχόρδων και ντραμς που προσδίδουν σύγχρονη αίσθηση, εκφράζοντας αρχικά τα βάσανα του ήρωα. Αντίστοιχη δραματική μουσική αίσθηση χαρακτηρίζει και τη μουσική του στο αριστουργηματικό θρίλερ κατασκοπίας «Φράντικ» (1988/Ρομάν Πολάνσκι).

Εξαιρετική υπήρξε και η παρουσία του σε πολλές αριστουργηματικές ιταλικές πολιτικές ταινίες, ταυτίζοντας το μουσικό ταλέντο του με τα επαναστατικά ιδεώδη της εποχής. Η ασπρόμαυρη ταινία «Η Μάχη του Αλγεριού» (1966/Τζίλο Ποντεκόρβο), μεταξύ ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας, είναι γυρισμένη με ερασιτέχνες ηθοποιούς στα σοκάκια και τις ταράτσες της Κάζμπα, όπου διαδραματίστηκε ο ανταρτοπόλεμος του FLN (Απελευθερωτικό Μέτωπο Αλγεριού), από το 1954 μέχρι την ανεξαρτησία της Αλγερίας το 1962, μετά από 130 χρόνια γαλλικής κατοχής. Η ταινία είχε απαγορευτεί στη Γαλλία μέχρι το 1971, λόγω των βίαιων σκηνών που αποκαλύπτουν την ωμότητα των γαλλικών στρατευμάτων. Ο Μορικόνε συνδυάζει εδώ ριζοσπαστικά τη μουσική των αυτόχθονων Βεδουίνων, με παραδοσιακά κρουστά και πνευστά, πιανιστικά τζαζ στοιχεία της εποχής, ενώ πυροβολισμοί και εκρήξεις των βομβιστικών επιθέσεων, ουρλιαχτά και κραυγές πόνου συμπληρώνουν τη μουσική μιας ταινίας που καταγράφει τις επαναστατικές διαδικασίες, με τον σκηνοθέτη να επιλέγει Μπαχ στις σκηνές βασανιστηρίων, ως πένθιμη υπόκρουση της ιερής θυσίας των επαναστατών. Ο επικός εμβατηριακός ρυθμός τού βασικού θέματος, που μεταφέρει την αύρα των μιλιταριστικών επιχειρήσεων, με τύμπανα σε κόντρα τέμπο, οξείς ήχους από τρομπέτες και χάλκινα πνευστά, αποτέλεσε το σήμα κατατεθέν του Φεστιβάλ Βενετίας.

Παρόμοια επική ατονική αντιμετώπιση, δίχως εμβατηριακούς ρυθμούς, επαναφέρει ο Μορικόνε στην πολιτική σάτιρα «Η εργατική τάξη πάει στο παράδεισο» (1977/Έλιο Πέτρι), όπου ο εκπληκτικός Τζιαν Μαρία Βολοντέ ενσαρκώνει έναν υποδειγματικό εργάτη που υποκύπτει αδιαμαρτύρητα στους διαρκώς αυξανόμενους ρυθμούς παραγωγής των αφεντικών. Στα όρια νευρικής κατάρρευσης παθαίνει εργατικό ατύχημα, οπότε συνειδητοποιεί την ταξική του υπόσταση. Η καταιγιστική δυναμική της μουσικής του Μορικόνε, στο βασικό θέμα, απηχεί το μπρεχτικό μουσικό πνεύμα του Χανς Άισλερ, σε σκηνές στην πύλη του εργοστασίου, όπου κατά την είσοδο των εργατών ακούγονται συνθήματα αντίστασης, από φοιτητικές οργανώσεις.

Δυναμική συνεργασία με τον Ποντεκόρβο είχε σημειωθεί και στην αριστουργηματική πολιτική ταινία «Κουεμάντα» (1969), με πρωταγωνιστή τον Μάρλον Μπράντο, στο ρόλο ενός μυστικού πράκτορα των Βρετανών, σε πορτογαλική αποικία. Εξαιρετική ταινία που κάνει κατανοητούς τους μηχανισμούς ελεγχόμενης εξέγερσης και καταστολής, με τον Μορικόνε να μεγαλουργεί με μουσικές γεμάτες πρωτόγονα αφρικανικά κρουστά, με το βασικό θέμα σε παραλλαγές στις σκηνές που οι εξεγερμένοι σκλάβοι βγαίνουν στους δρόμους με όπλα διεκδικώντας ελευθερία και κατάργηση της δουλείας. Η επική αυτή μουσική εξευγενίζει τις σκηνές της επανάστασης με μορφή θρησκευτικού δοξαστικού, αρχίζοντας με μελωδία από αρμόνιο που καταλήγει σε μεικτή χορωδία να επαναλαμβάνει ως κανόνα σε διαφορετικές φωνές, τη λέξη, «Abolicao» (=καταργώ).

Κορυφαία όμως πολιτική ταινία που έμεινε στην ιστορία όχι μόνο για το θέμα της αλλά και για την εξαιρετική μουσική του Μορικόνε, αποτελεί αναμφισβήτητα το «Σάκο και Βαντσέτι» (1971/Τζουλιάνο Μοντάλντο), για την πραγματική ιστορία των δύο Ιταλών αναρχικών μεταναστών στις ΗΠΑ, που μετά από στημένη δίκη καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν στην ηλεκτρική καρέκλα, μετά από 7χρονη φυλάκιση, παρά την παγκόσμια κατακραυγή, περνώντας έκτοτε στη σφαίρα των θρύλων του εργατικού κινήματος. Σε μια ταινία με έμφαση στο πολιτικό διακύβευμα των διαλόγων, η μουσική είναι περιορισμένη, έμειναν όμως τα δύο συγκλονιστικά τραγούδια του Μορικόνε με την Τζόαν Μπαέζ, η «Μπαλάντα των Σάκο και Βαντσέτι» με εισαγωγή από τσέμπαλο και στίχους από γράμμα του Βαντσέτι, που ανοίγει την ταινία και το πασίγνωστο «Here’s to You», σε στίχους της Μπαέζ και εισαγωγή με πιάνο και εκκλησιαστικό όργανο, που παραδόξως θυμίζει αμυδρά το «When a man loves a woman» (1966/Πέρσι Σλέτζ), ακούγεται στους τίτλους τέλους, και έκτοτε αποτελεί αγωνιστικό ορόσημο.

Ο Μορικόνε όμως αποθέωσε με τη μουσική του σύλληψη και το θέμα της συντριβής του επαναστατικού οράματος, όπως το κινηματογράφησαν οι Πάολο και Βιτόριο Ταβιάνι στο περίφημο «Αλοζανφάν» (1974), με τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι ως έκπτωτο επαναστάτη ιδεαλιστή στην εποχή του Γκαριμπάλντι, που χάνει τα ιδανικά του μετά από χρόνια στη φυλακή και με κλονισμένη υγεία. Το χαρακτηριστικό ρυθμικό μοτίβο του Μορικόνε με ορχήστρα εγχόρδων και πιάνο εξελίσσεται με ντέφι, πνευστά και αυξανόμενο ρυθμό που προδίδει συγγένειες με τις ταραντέλες της Κάτω Ιταλίας, σε μια μοιραία εφιαλτική και συνάμα χορευτική μελωδία, που ηχεί κάθε φορά που η αδελφότητα των επαναστατών εμφανίζεται ως άτακτο μπουλούκι, κατηφορίζοντας το λόφο, ένδειξη υπαρξιακής επαναστατικής ματαιότητας.

Σε μια πολύ διαφορετική εποχή ο Μορικόνε ξαναπιάνει τις λατινοαμερικάνικες μουσικές, για τη μουσική του θρησκευτικού ιστορικού δράματος «Η Αποστολή» (1986/Ρόλαντ Τζοφέ), με τους Τζέρεμι Άιρονς και Ρόμπερτ Ντενίρο, που διαδραματίζεται στα τέλη του 18ου αιώνα στις ζούγκλες του Αμαζονίου, με μια ομάδα Ισπανών Ιησουιτών που προσπαθεί να προστατεύσει τους αυτόχθονες Γκουαρανί από τους Πορτογάλους αποικιοκράτες. Ο Μορικόνε, δημιουργεί συνθέσεις για μεγάλη συμφωνική ορχήστρα, εισάγοντας ενορχηστρωτικά μουσικά ηχοχρώματα αυλών του Πανός και άλλα πνευστά και λατινοαμερικάνικα κρουστά, φέρνοντας στο νου το εύρος του ηχητικού όγκου και του παραδοσιακού μουσικού αγγίγματος της «Μίσα Κριόλα», (1964/Άριελ Ραμίρεζ). Παρότι η χολιγουντιανή αντιμετώπιση της κινηματογράφησης δίνει έμφαση στο τοπίο με τις ζούγκλες και τους καταρράκτες, ο Μορικόνε αρνείται να χρησιμοποιήσει τη μουσική του ως συνοδευτικό ατμοσφαιρικό ηχοτοπίο. Βαθιά ουμανιστής συνδέει τις μουσικές του με τις ιδέες και το ανθρώπινο στίγμα των χαρακτήρων. Στην «Αποστολή» εμπνέεται από την ιταλική κλασσική παράδοση των κονσέρτων του 18ο αιώνα, δημιουργώντας το βασικό θέμα του Ιησουίτη μοναχού Γκάμπριελ, με πρωταγωνιστικό όργανο το όμποε, μαζί με τσέμπαλο, ενώ μπλέκει τη μελωδία αυτή, που φέρνει στο νου και τη μουσική της Καραϊνδρου στο «Τοπίο στην Ομίχλη» (1988/Θ.Αγγελόπουλου), με το δεύτερο αναγνωρίσιμο δοξαστικό θέμα της ταινίας το «Asuncion»(=ανάληψη), να εκφράζει τις αντίθετες θέσεις μη βίαιης και βίαης εξέγερσης, των πρωταγωνιστών. Στην εισαγωγή με όμποε, εισάγονται λατινοαμερικανικά κρουστά και πνευστά καταλήγοντας στο ρυθμικό χορωδιακό δοξαστικό που απηχεί την ηρωική αντίσταση και περιέχει μουσικές συγγένειες με το επικό χορωδιακό του Βαγγέλη Παπαθανασίου για το «1492: Χριστόφορος Κολόμβος» (1992/Ρίντλεϊ Σκοτ).

Μεταξύ μελοδραματικού ρομαντισμού και μαγικού ρεαλισμού, ο Μορικόνε αφήνει το αγωνιστικό στυλ του ’70, και πιο λυρικός από ποτέ, επιστρέφει στο ευαίσθητο ηχόχρωμα του βιολιού, βγάζοντας ρομαντικά θέματα και τις παραλλαγές τους, στο «Σινεμά ο Παράδεισος» (1988/Τορνατόρε). Κομβικής σημασίας στο σινεμά του Τορνατόρε η νοσταλγία ενισχύεται με τη μουσική του Μορικόνε. Πιάνο, βιολί και σαξόφωνο ξεχωρίζουν σε κοφτές μουσικές ρυθμικές φράσεις και άλλοτε σε θέματα που εξελίσσονται, αφήνοντας διάχυτη συγκίνηση με βιολιά, όπως στο ερωτικό θέμα. Το βασικό παιχνιδιάρικο μουσικό θέμα αρχικά με σόλο βιολί και μετά με φλάουτο σε ρυθμό παιδιάστικου βαλς αποτελεί τη χαρακτηριστική μελωδία στη σκηνή όπου ο Αλφρέντο (Φιλίπ Νουαρέ) ανεβάζει μαζί του στο ποδήλατο τον Τοτό, παρουσιάζοντας μουσικές συγγένειες με το θέμα που υπογράφει αργότερα ο Αργεντίνος Λουίς Μπακάλοφ, για την αντίστοιχης αισθητικής ταινία «Ο Ταχυδρόμος» (1994/ Μάικλ Ράντφορντ). Στη συνεργασία του με τον Τορνατόρε, ο Μορικόνε αφήνει καθοριστικά τα μικρότερα μουσικά σχήματα και πιάνει συμφωνικές ορχήστρες, δίνοντας έμφαση στη μελωδία και όχι τόσο στις ανορθόδοξες ενορχηστρώσεις που τον καθιέρωσαν. Για τις ταινίες του Τορνατόρε συνθέτει εκπληκτικά μουσικά θέματα που βραβεύτηκαν, μερικά ρομαντικά πιανιστικά και ραγκτάιμ για το παραμυθένιο «Ο θρύλος του 1900», (1998) αλλά και τη ναπολιτάνικης καταγωγής ρυθμική μελωδία για το «Μαλένα» (2000), όμως μετά το δραματικό «Η άγνωστη» (2007), και κυρίως στο αριστουργηματικό «Το τέλειο Χτύπημα» (2013) η ορχηστρική μουσική του, αποκλειστικά με συμφωνική ορχήστρα, δεν απηχεί θέματα που σχετίζονται με τους πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες, αλλά ανοίγονται στη βαθύτερη εννοιολογική υπόσταση της ταινίας.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή, θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!