Επιμέλεια: Βάννα Σφακιανάκη
Στην από 28.11.2018 ανακοίνωσή της με θέμα «Καθαρός πλανήτης για όλους», (1) η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καλεί τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να καταρτίσουν Εθνικά Σχέδια για την Ενέργεια και το Κλίμα. Στην ανακοίνωση αυτή μπορεί να μη γίνεται αναφορά στο περιβαλλοντικό αποτύπωμα του σχεδιασμού για την ενέργεια, αναφέρονται όμως λεπτομερώς τα κέρδη από μια αναδιαρθρωμένη αγορά ενέργειας.
Για το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο η συμφωνία του Παρισιού «αποτελεί στοιχείο –κλειδί για τον εκσυγχρονισμό της ευρωπαϊκής βιομηχανίας και οικονομίας».
Στην ανακοίνωση αναφέρεται: «Η επιδίωξη της Ε.Ε. να επιτύχει τους ποσοτικούς στόχους που έχει θέσει για το 2020 σχετικά με την ενέργεια και το κλίμα έχει ήδη δημιουργήσει νέους βιομηχανικούς κλάδους και νέες θέσεις εργασίας στην Ευρώπη, καθώς και αυξημένη τεχνολογική καινοτομία, μειώνοντας το κόστος της τεχνολογίας». Αναφέρεται επίσης ότι από το 1990 έως το 2016 το ΑΕΠ στην Ευρωπαϊκή Ένωση αυξήθηκε κατά 54 %, η δε μετάβαση που περιγράφεται έως το 2050 αφορά σε επενδύσεις «520-575 δισ. ευρώ ετησίως για να επιτευχθεί ο στόχος για μια οικονομία μηδενικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου». «Υπεύθυνες για τις περισσότερες από τις επενδύσεις αυτές θα είναι ιδιωτικές επιχειρήσεις και νοικοκυριά.». «Η οικονομία της Ε.Ε. αναμένεται να υπερδιπλασιαστεί έως το 2050 σε σύγκριση με το 1990» και «οι πράσινες θέσεις εργασίας υπολογίζονται σε 4 εκατομμύρια στην Ε.Ε.».
Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να δοθούν στοιχεία για το πώς κατανέμονται όλα αυτά ανά κράτος-μέλος αν και πάλι αυτό θα ήταν παραπλανητικό. Κι αυτό γιατί με τους δείκτες ανάπτυξης δεν αναδεικνύονται ούτε οι ανισότητες που προκαλούνται από την άσκηση μιας πολιτικής συσσώρευσης που ευνοεί όλο και περισσότερο ολιγοπωλιακές καταστάσεις, ούτε το περιβαλλοντικό και το κοινωνικό κόστος που συντελούν στην όλο και μεγαλύτερη εξάρτηση κρατών της περιφέρειας από τα «ανεπτυγμένα» κράτη του κέντρου, αλλά και στην όξυνση των ανισοτήτων στο εσωτερικό των κρατών του κέντρου.
Το αναγνωρίζει η ίδια η Ε.Ε. όταν λέει ότι «Οι προκλήσεις αυτές ενδέχεται να αυξήσουν τις κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες στην Ε.Ε. και να παρεμποδίσουν τις προσπάθειες απαλλαγής από τις ανθρακούχες εκπομπές.».
Η παραδοχή που γίνεται για «κίνδυνο» εμφάνισης ενεργειακής φτώχειας και ανάγκη άσκησης κοινωνικής πολιτικής είναι ενδεικτική, αλλά όχι και αρκετή για να περιγράψει όλα τα παραπάνω, ειδικά για τη χώρα μας που έχει χάσει τα τελευταία χρόνια το 25% του ΑΕΠ.
Ωστόσο αυτό που προέχει είναι: «να μπορέσει η Ε.Ε. να επωφεληθεί από τη μετάβαση σε καθαρές μορφές ενέργειας τόσο στο εσωτερικό της όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο» και προϋπόθεση αποτελούν «Οι ανοικτές αγορές, η παγκοσμιοποίηση και η πολυμερής προσέγγιση».
Σε τέτοιες συνθήκες η ελληνική κυβέρνηση καταρτίζει το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα ως άμεση προτεραιότητα, στο ιλιγγιώδες ύψος των 43,8 δις ευρώ, δηλώνοντας ότι το Σχέδιο αυτό θα υπερβεί τους στόχους της Ε.Ε. και μάλιστα πριν από το 2030.
Για να αντιληφθούμε το ποια θα είναι η συμβολή της χώρας μας στην καταπολέμηση της «κλιματικής κρίσης», που είναι το κυρίαρχο επιχείρημα για την πολιτική αυτή, να πούμε ότι η χώρα μας ευθύνεται για το 2,15% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου της Ε.Ε.
Είναι προφανές ότι το μοναδικό κριτήριο είναι η προτεραιότητα των «επενδύσεων» και η βεβαιότητα ότι αυτές θα χρηματοδοτηθούν. Με ακόμα χειρότερους όρους από αυτούς που χρηματοδοτήθηκαν μέχρι σήμερα όλα τα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης, δηλαδή την επιστροφή του μεγαλύτερου ποσοστού των πόρων στην κεντρική Ευρώπη, αφού οι περισσότερες από τις «επενδύσεις» θα γίνουν από ιδιωτικές επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Μήπως σήμερα που συνειδητοποιούμε ότι η υγεία θα πρέπει να μείνει «εκτός αγορών», είναι ευκαιρία να σκεφτούμε ότι το ίδιο ισχύει και για άλλα κοινωνικά αγαθά όπως είναι η ενέργεια; Με την κοινωνία και το περιβάλλον στο επίκεντρο!
(1) https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/HTML/?uri=CELEX:52018DC0773&from=en