του Ειδικού Ανταποκριτή
Όταν η Μέρκελ έλεγε ότι δεν αρκούν οι ψήφοι αλλά χρειάζεται και η «εμπιστοσύνη των αγορών» για να κυβερνηθεί μια χώρα, εξέφραζε εύσχημα την ουσία της συστημικής γραμμής: η λαϊκή βούληση μπορεί να αγνοείται αν αντιστρατεύεται τις επιθυμίες των απρόσωπων αλλά πανίσχυρων «αγορών». Αυτό γίνεται σήμερα φανερό και στην ιταλική περίπτωση, όπου οι παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις (από την Φόρτσα Ιτάλια του Μπερλουσκόνι ως την Κεντροαριστερά των Ρέντσι και Σία) δεν έχουν χωνέψει την εκλογική ήττα τους. Ή, ορθότερα, δεν την αποδέχονται. Αυτό το νόημα έχουν οι διαρκείς επιθέσεις τους ενάντια στον «sovranismo» (εκ του sovranità, ελληνιστί «κυριαρχία») και τον «λαϊκισμό» της συγκυβέρνησης Λέγκας και 5 Αστέρων, την οποία επιχειρούν να απονομιμοποιήσουν και να εμφανίσουν ως αντίθετη στις «ευρωπαϊκές αξίες».
Δυστυχώς για όλους αυτούς, είναι τόση η αναξιοπιστία τους και η απέχθεια που προκαλούν σε ευρέα λαϊκά στρώματα λόγω των αντιδραστικών πολιτικών που εφάρμοσαν τα προηγούμενα χρόνια, ώστε όσο επιτίθενται στην κυβέρνηση, τόσο αυτή αυξάνει τη δημοφιλία της! Εξίσου… ευεργετική επίδραση στη δημοφιλία της κυβέρνησης έχουν και οι επιθέσεις του «σκληρού πυρήνα» των ευρωπαϊστών και του Διευθυντηρίου της Ε.Ε. Έτσι, ακόμη και σε επίπεδο δημοσκοπήσεων (που πάντα «φούσκωναν» τις παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις), το 50% που συγκέντρωσαν μαζί τα δύο κυβερνώντα σήμερα κόμματα στις εκλογές του περασμένου Μαρτίου, σήμερα έχει εκτιναχθεί στο 60% – κι αυτό παρόλο που στην πραγματικότητα δεν έχουν υλοποιήσει μέχρι στιγμής σχεδόν καμία από τις προεκλογικές υποσχέσεις τους!
Η «παραδοσιακή» αντιπολίτευση σε κρίση
Έτσι εμφανίζεται το παράδοξο, η όποια αντιπολίτευση και αντιπαράθεση να ασκείται κυρίως εντός του… κυβερνητικού στρατοπέδου, καθώς κανείς δεν παίρνει στα σοβαρά την «κανονική» παραδοσιακή κεντροαριστερή και κεντροδεξιά αντιπολίτευση. Εξάλλου οι δημοσκοπήσεις δείχνουν το κόμμα του Μπερλουσκόνι να κατρακυλά στο 10% και το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα κάτω από το 17%. Αντίθετα, η Λέγκα φαίνεται να ξεπερνά αρκετά το 30% (από 17,3% στις εκλογές) και οι 5 Αστέρες να πέφτουν ελαφρά, γύρω στο 30% (από 32,7% στις εκλογές). Δηλαδή το κόμμα του υπουργού Εσωτερικών Σαλβίνι μαζεύει όλο τον αφρό, εις βάρος του κόμματος του Ντι Μάιο, που ως τώρα δεν έχει καταφέρει να προωθήσει τα βασικά σημεία του προγράμματός του.
Αυτή ακριβώς η κατάσταση τροφοδοτεί το παράδοξο, Λέγκα και 5 Αστέρες να λειτουργούν ταυτόχρονα ως συμπολίτευση και ως αντιπολίτευση – με τις μεγαλύτερες εσωκομματικές αναταράξεις να ταλανίζουν το κόμμα του Ντι Μάιο, τροφοδοτώντας δημόσιες αντιπαραθέσεις σχετικά με αυτή ή την άλλη κυβερνητική απόφαση. Χαρακτηριστική η περίπτωση του προέδρου της Βουλής Ρομπέρτο Φίκο, που θεωρείται ότι εκφράζει την αριστερή πτέρυγα των 5 Αστέρων και δεν διστάζει να κριτικάρει τον Σαλβίνι και άλλα στελέχη της κυβέρνησης. Την αφορμή δίνει όχι μόνο η τύχη των μεταναστών, αλλά και «δευτερεύοντα» μέτωπα, όπως η απόφαση για συνέχιση λειτουργίας του περιβαλλοντικά καταστροφικού χυλυβουργείου στο Τάραντο (απογοητεύοντας τους οικολόγους), η αντιπαράθεση για «μεγάλα έργα» όπως το τρένο υψηλής ταχύτητας (με το κίνημα NO TAV να συγκαταλέγεται στους δυσαρεστημένους) κ.ο.κ.
Στις καλένδες τα φιλολαϊκά μέτρα
Όμως τα μεγάλα θέματα, πέραν του μεταναστευτικού που μονοπωλεί τη συζήτηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο –και ταυτόχρονα ανεβάζει τις μετοχές του Σαλβίνι– είναι το τι θα γίνει με βασικές προεκλογικές υποσχέσεις τόσο της Λέγκας όσο και των 5 Αστέρων. Το κόμμα του Σαλβίνι θέλει να προωθήσει τον λεγόμενο flat tax, ελαφραίνοντας τη φορολόγηση των εύπορων, κι αυτό είναι βέβαια ένα από τα λίγα μέτωπα στα οποία δεν του επιτίθενται οι «ευρωπαϊστές». Αντίθετα, η άλλη σημαντική δέσμευσή του, δηλαδή η κατάργηση του αντισυνταξιουχικού νόμου Φορνέρο, συναντά την κάθετη αντίθεσή τους – καθώς θεωρείται, μαζί με τον εξίσου κακόφημο Jobs Act, το απαύγασμα των «εκσυγχρονισμών» που επιβλήθηκαν στην ιταλική κοινωνία στη διάρκεια της… χρυσής εποχής των κεντροαριστερών κυβερνήσεων.
Οι 5 Αστέρες βρίσκονται σε ακόμη δυσκολότερη θέση: η προεκλογική υπόσχεση για ελάχιστο βασικό εισόδημα σε όλους τους Ιταλούς πολίτες ναι μεν εγγράφηκε στο κυβερνητικό πρόγραμμα, αλλά παραπέμπεται στις καλένδες. Όλοι αντιδρούν, αρχής γενομένης από το εσωτερικό της κυβέρνησης, με πρώτο τον υπουργό Οικονομικών Τζιοβάνι Τρία. «Τα δημόσια έσοδα δεν επιτρέπουν την υιοθέτηση ελάχιστου εισοδήματος», «η Ε.Ε. διαφωνεί», αυτά είναι τα επιχειρήματα του κυβερνητικού οικονομικού επιτελείου, που σιγοντάρεται από τον πρωθυπουργό Τζιουζέπε Κόντε. Ο τελευταίος, που εμφανίστηκε ως άχρωμη, άοσμη και ακίνδυνη συμβιβαστική λύση μπροστά στο μετεκλογικό αδιέξοδο (όταν τόσο ο Ντι Μάιο όσο και ο Σαλβίνι διεκδικούσαν την πρωθυπουργία), φαίνεται να παίζει πια κι αυτός το δικό του παιχνίδι: όλα δείχνουν ότι έχει βρει διαύλους συνεννόησης με τον πρόεδρο της Δημοκρατίας Ματαρέλα, ο οποίος είχε βάλει πραξικοπηματικά βέτο στην ανάληψη του Υπουργείου Οικονομικών από τον «ευρωσκεπτικιστή» Σαβόνα**.
Το επόμενο επεισόδιο θα αφορά τον νέο προϋπολογισμό: αρχικά ο Ντι Μάιο, αλλά και ο Σαλβίνι, έλεγαν ότι θα αγνοήσουν το όριο που επιβάλλει η Ε.Ε. (να μην ξεπερνά το δημοσιονομικό έλλειμμα το 3% του ΑΕΠ) ώστε να χρηματοδοτήσουν τις κοινωνικές πολιτικές τους. Έπειτα, υπό την πίεση της Ε.Ε., των βιομηχάνων, των ΜΜΕ κ.ά., είπαν ότι θα είναι «ακριβώς κάτω από το όριο». Όμως ο Τρία διαφωνεί, όπως και οι… αγορές – που ανεβοκατεβάζουν τα spreads των ιταλικών ομολόγων όποτε οι «λαϊκιστές» των 5 Αστέρων ανοίγουν το στόμα τους. Στο μεταξύ, την περασμένη Κυριακή ο Σαλβίνι δείπνησε στη βίλα του Μπερλουσκόνι(!), και προχθές το ίδιο – αυτή τη φορά με τη συμμετοχή και της Μελόνι από τους ακροδεξιούς «Αδελφούς της Ιταλίας». Ήταν η πρώτη φορά που ξαναβρέθηκαν οι επικεφαλής των κομμάτων της πάλαι ποτέ κεντροδεξιάς συμμαχίας, τροφοδοτώντας νέα σενάρια…
Ο ακήρυκτος γαλλοϊταλικός πόλεμος
Πολλοί νομίζουν ότι οι ανταλλαγές κοσμητικών επιθέτων μεταξύ Μακρόν και Σαλβίνι (αλλά και Ντι Μάιο) αφορούν μονάχα το μεταναστευτικό – οι πιο εύπιστοι μπορεί μάλιστα να νομίζουν ότι πρόκειται για αντιπαράθεση μεταξύ του προοδευτικού Φωτός και του ακροδεξιού Σκότους. Στην πραγματικότητα, υπάρχει ένα υπόβαθρο πολύ πιο χειροπιαστό: ο έλεγχος της Λιβύης. Αφότου οι Δυτικοί την «απελευθέρωσαν», η δύστυχη αυτή χώρα έχει κυριολεκτικά ανατιναχθεί. Κράτος δεν υπάρχει (παρόλο που τον έλεγχό του διεκδικούν δύο, ενίοτε και… τρεις κυβερνήσεις), οι υποδομές έχουν καταστραφεί, και οι κάτοικοι βρίσκονται στο έλεος πολέμαρχων και δουλεμπόρων. Το σημαντικότερο: ο τεράστιος φυσικός πλούτος της Λιβύης (πετρέλαιο και αέριο) λεηλατείται από πολυεθνικές εταιρίες – με πρώτη την ιταλική ΕΝΙ, που ελέγχει το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής στην πρώην ιταλική αποικία.
Η Γαλλία όμως αμφισβητεί τη «δικαιοσύνη» της μέχρι τώρα μοιρασιάς, και προσπαθεί να περιορίσει δραστικά την ιταλική παρουσία. Έτσι εξηγείται το «αντιλαϊκίστικο» μένος όχι μόνο του Γάλλου προέδρου Μακρόν αλλά και άλλων Γάλλων αξιωματούχων, όπου του κομισάριου Μοσκοβισί. Όπως και το κλείσιμο του ματιού από τους Γάλλους στον στρατηγό Χαλίφα Χαφτάρ, που έχει εγκαταστήσει δική του κυβέρνηση στην ανατολική Λιβύη και επιχειρεί να ανατρέψει τη «διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση» του Φαγέζ Σαράτζ (ένα ακόμη ανδρείκελο των Δυτικών). Μέχρι τώρα, οι Ιταλοί έκαναν μπίζνες μονάχα με τον Σαράτζ. Και γι’ αυτό, όταν ο αντίπαλός του Χαφτάρ εξαπέλυσε επιθέσεις εναντίον της Τρίπολης, ο Σαλβίνι έδειξε με το δάχτυλο ως υποκινητή τη Γαλλία.
Ακόμη και ο δεξιός Ιταλός πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Αντόνιο Ταγιάνι δεν δίστασε να υπερβεί τις «κομματικές αντιπαραθέσεις», κατηγορώντας εμμέσως πλην σαφώς τη γαλλική ανάμιξη: «Τα κράτη-μέλη πρέπει να σταματήσουν να προωθούν εθνικές στρατηγικές που βλάπτουν όλους τους Ευρωπαίους», είπε… Η ιταλική κυβέρνηση δεν περιορίστηκε στην καταγγελία του Παρισιού: άνοιξε διαύλους επικοινωνίας και με τον Χαφτάρ, προσπαθώντας να διασφαλίσει τη συνέχιση της κυρίαρχης παρουσίας των πολυεθνικών της στην Ιταλία. Αυτά περί… ευρωπαϊκών αξιών.
* Βλ. «Νίκη ενός υπαρκτού “λαϊκισμού”» και «Τι λένε οι απόλυτοι αριθμοί» (φύλλο 398).
** Βλ. αφιέρωμα «Ιταλική αναταραχή» (φύλλο 410).