Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Όταν ο Ομπάμα εκφράζει ενδιαφέρον για τη διαχείριση της «ελληνικής κρίσης», δεν το κάνει από συμπάθεια. Κι όταν η Μέρκελ πείθει τους Γερμανούς βουλευτές να εγκρίνουν νέο πακέτο «διάσωσης» της Ελλάδος, δεν το κάνει από οίκτο. Ο φόβος είναι το στοιχείο που συνδέει την αγωνία τους. Ο κόσμος που έχουν οικοδομήσει αυτοί και οι ομόλογοί τους είναι ένας πύργος από τραπουλόχαρτα. Και μπορεί η Ελλάδα να είναι στον πάτο του, αλλά η «πτώση» της θα τον γκρεμίσει ολόκληρο.
Η ελληνική κρίση είναι το σύμπτωμα ενός θανάσιμου συστημικού κινδύνου. Η φούσκα του παγκόσμιου χρέους, που τροφοδοτείται με τη συνεχή εκχώρηση εξουσιών από τους πολιτικούς στη χρηματοπιστωτική δικτατορία, έχει φτάσει στο όριο… σκασμού. Και δεν θα σκάσει μόνο στην Ελλάδα και άλλες περιφερειακές οικονομίες του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Θα σκάσει και στο «κέντρο» του. Στις ΗΠΑ, τη Γερμανία, την Ιαπωνία. Ο τραπεζικός Λεβιάθαν έχει αναπτύξει ένα περίπλοκο σύστημα αλληλοεξαρτήσεων, ώστε ακόμη και ένα ασήμαντο «πιστωτικό γεγονός» στην Ελλάδα να εξελιχθεί σε τεκτονικό σεισμό για τις τράπεζες των ΗΠΑ. Το μεγάλο παιχνίδι με το παγκόσμιο κρατικό χρέος των 43 τρισ. δολαρίων μπορεί να εξελιχθεί σε έναν κανονικό πόλεμο χρέους με χίλιες δυο εκφράσεις: νομισματικές μάχες, ανταγωνιστικές αναδιαρθρώσεις, ανταγωνισμούς επιτοκίων, εμπορικούς πολέμους.
Αυτόν τον κίνδυνο που αφορά την ίδια την υπόσταση του καπιταλισμού, τουλάχιστον όπως τον γνωρίζουμε, τον αντιλαμβάνονται όλοι. Οι ηγεσίες, το λόμπι της τοκογλυφίας, οι οίκοι αξιολόγησης. Και αντιλαμβάνονται ότι η αποτροπή της κατάρρευσης απαιτεί κάποιας μορφής παγκόσμια συμφωνία για την περιστολή του χρέους. Με πρώτο ενδεχόμενο βήμα ένα παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα που θα αποτυπώνει το νέο ισοζύγιο οικονομικής ισχύος. Αλλά, η συμφωνία αυτή είναι ακόμη μακριά, και τα συμφέροντα που ανταγωνίζονται για τη συνταγή της τεράστια. Το μόνο που τους απομένει είναι να ανακόψουν το «τσουνάμι» στην περιφέρεια. Πρώτ’ απ’ όλα στην Ελλάδα που, συμπτωματικά ή κατ’ επιλογήν, εξελίχθηκε σε αδύναμο κρίκο του καπιταλιστικού σύμπαντος.
Να, όμως, το παράδοξο. Όταν η ελίτ του παγκόσμιου καπιταλισμού ζητεί από την ελληνική κοινωνία να υποστεί καρτερικά τις πιο οδυνηρές θυσίες για να σωθεί αυτό το ζοφερό σύμπαν, άθελά της μας εκμυστηρεύεται κάτι: η Ελλάδα και η κοινωνική πλειοψηφία που δυσφορεί, οργίζεται και αγανακτεί, κατά κάποιο τρόπο κρατά στα χέρια της τις τύχες αυτού του κόσμου. Διαθέτει ένα πραγματικό υπερόπλο με το οποίο μπορεί να εκβιάσει, να απειλήσει, να διεκδικήσει, να ανακτήσει ό,τι της παίρνουν για να στεριώσουν όπως – όπως τον χάρτινο πύργο τους.
Όσο πιθανό είναι, λοιπόν, να γίνουμε συγκολλητική ουσία της «διάσωσής» τους, άλλο τόσο πιθανό είναι να γίνουμε αιτία της αποδόμησής τους. Το ρισκάρουν; Και το ρισκάρουμε;