Χλιαρή διευκόλυνση για έξοδο στις αγορές – Η έγκριση της «προληπτικής συμφωνίας» αναθερμαίνει παλιά κι ανοίγει νέα μέτωπα έναντι της Ελλάδας και των δανειστών της

 Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου

 

Παγερά αδιάφορους άφηναν μέχρι χθες τους λίγους παίκτες της αγοράς ελληνικών ομολόγων τα… ψυχρά ρεύματα που εκπέμφθηκαν από την Ουάσιγκτον, την έδρα του ΔΝΤ. Η απόφαση του Εκτελεστικού Συμβουλίου του Ταμείου για την επί της αρχής έγκριση προληπτικής συμφωνίας ύψους 1,6 δισ. και, κυρίως, η έκθεση για το «εξαιρετικά μη βιώσιμο» ελληνικό χρέος έχουν προεξοφληθεί από τους ενδιαφερόμενους για «τζόγο» στα ελληνικά ομόλογα, που κράτησαν τις αποδόσεις τους στο δελεαστικό –γι’ αυτούς- επίπεδο του 5,3%.

Το ΔΝΤ, παρά το γεγονός ότι δεν άλλαξε ούτε κεραία στις αρνητικές εκτιμήσεις του για τη δυναμική του ελληνικού χρέους, απέφυγε να έρθει σε σύγκρουση με τους επισπεύδοντες των αγορών. Έτσι, η απόφασή του δεν θέτει συγκεκριμένη προθεσμία εντός της οποίας οι Ευρωπαίοι δανειστές πρέπει να αποφασίσουν τα νέα μέτρα ελάφρυνσης, με την απειλή ανάκλησης της συμφωνίας. Θεωρητικά αυτό μπορεί να γίνει οποτεδήποτε μέχρι τις 31/8/2018, οπότε λήγει η συμφωνία- η ίδια η έκθεση του Ταμείου αναφέρεται σε «επόμενους μήνες».

Η απουσία ρητής προθεσμίας είναι και η μόνη «παραχώρηση» που κάνει το ΔΝΤ έναντι της Ελλάδας και των πιστωτών της. Και την εξηγεί σαφώς: δεν υπάρχει προθεσμία «ώστε να μην δημιουργηθούν προσδοκίες οι οποίες, αν δεν ικανοποιηθούν, θα οδηγήσουν σε προβλήματα στις αγορές». Κατά την αισιόδοξη ερμηνεία, αυτό είναι μιας μορφής –όχι πολύ πρόθυμη- «ευλογία» του ΔΝΤ στο πολυσυζητημένο πείραμα δοκιμαστικής εξόδου στις αγορές. Στο οποίο και η S&P πρόσθεσε χθες τη… μισή ευλογία της: δεν αναβάθμισε μεν την πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας (Β-), αλλά διατυπώνει θετική πρόβλεψη αναβάθμισης τους προσεχείς μήνες.

Αυτή είναι η μοναδική «θετική» απόχρωση στην απόφαση του ΔΝΤ που, κατά τα λοιπά, παραμένει ο ελέφαντας στο σαλόνι του νέου success story και ανοίγει νέα σοβαρά μέτωπα τόσο έναντι της ελληνικής κυβέρνησης όσο και έναντι των Ευρωπαίων δανειστών.

Τα σημαντικότερα είναι τα εξής:

 

Πρώτον, αμφισβητεί την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών, ζητεί νέο έλεγχο στο ενεργητικό τους και stress tests, επανεξέταση της στρατηγικής για τη μείωση των κόκκινων δανείων και ενδεχομένως νέα ανακεφαλαιοποίηση, για την οποία θα απαιτηθεί η δημιουργία αποθέματος πόρων (από πού;) ύψους τουλάχιστον 10 δισ. ευρώ. Αυτό το ζήτημα θα αποτελέσει τον βασικό στόχο της πρώτης από τις δυο αξιολογήσεις του προγράμματος (MFEP) Ελλάδας-ΔΝΤ, τον ερχόμενο Φεβρουάριο. Το νέο «προαπαιτούμενο» του ΔΝΤ προκάλεσε ήδη την ενόχληση της ΕΚΤ. Με δήλωση εκπροσώπου της στο ΑΠΕ θυμίζει ότι αυτή είναι το αφεντικό των ελληνικών τραπεζών: «Η τραπεζική εποπτεία της ΕΚΤ έχει αποφασίσει για τις εποπτικές προτεραιότητές της, σχετικά με τις ελληνικές τράπεζες για τους επόμενους 12 μήνες… Εάν και όταν γίνει αίτημα για την προσθήκη επιπρόσθετων δραστηριοτήτων, σε αυτό το εποπτικό της πρόγραμμα, η τραπεζική εποπτεία της ΕΚΤ θα αποφασίσει σχετικά».

 

Δεύτερον. Το ΔΝΤ απαιτεί «διαφύλαξη των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας» μετά το τέλος του προγράμματος. Πέραν της διευκόλυνσης των ομαδικών απολύσεων, της απελευθέρωσης του εμπορίου τις Κυριακές και των λεγόμενων κλειστών επαγγελμάτων, των περιορισμών στις αποφάσεις για την απεργία που έχουν ήδη δρομολογηθεί, η Λαγκάρντ έθεσε ευθέως ζήτημα μονιμοποίησης της ουσιαστικής κατάργησης των συλλογικών συμβάσεων, που υποτίθεται ότι η κυβέρνηση θα αποκαταστήσει μετά το τέλος του προγράμματος: «Οι αρχές θα πρέπει να επανεξετάσουν τα σχέδιά τους να αντιστρέψουν κρίσιμες μεταρρυθμίσεις στις συλλογικές διαπραγματεύσεις μετά το τέλος του προγράμματος, και αντ’ αυτού, να επικεντρωθούν στο να διπλασιάσουν τις προσπάθειές τους για να ανοίξουν κλειστές αγορές προϊόντων και υπηρεσιών», είπε η διευθύντρια του ΔΝΤ. Στην έκθεση υπάρχει εκτενής ανάλυση των «κινδύνων» από μια στοιχειώδη αποκατάσταση των συλλογικών συμβάσεων. Κι αυτό το θέμα αναμένεται να «πυρακτώσει» την -κατά ΔΝΤ- πρώτη αξιολόγηση του Φεβρουαρίου 2018.

 

Τρίτον, το ΔΝΤ προεξοφλεί με βεβαιότητα ότι τα μέτρα περικοπών στις συντάξεις και μείωσης του αφορολογήτου (1% +1% του ΑΕΠ) που έχει συμφωνηθεί να εφαρμοστούν σταδιακά το 2019 και το 2020, θα υλοποιηθούν «πακέτο» τον ίδιο χρόνο, το 2019. Γιατί θεωρεί ανέφικτη την επίτευξη του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% το 2018, εκτιμώντας ότι αυτό τελικά δεν θα υπερβεί το 2,2%. Εξ ου και η επίσπευση της ισοδυνάμου… σφαγής. Αντιθέτως, προτείνει την αναβολή των πολυδιαφημισμένων «αντίμετρων» για μετά το 2023.

 

Τέταρτον, στο αγαπημένο πεδίο των αναλυτών του ΔΝΤ, το χρέος, η έκθεσή του παραμένει στην εκτίμηση ότι είναι «εξαιρετικά μη βιώσιμο». Κατά το βασικό σενάριο, έπειτα από μια μικρή υποχώρηση στο 150% του ΑΕΠ μέχρι το 2030, θα πάρει την ανιούσα, φτάνοντας σχεδόν το 200% το 2060. Χειρότερη είναι, κατά το ΔΝΤ, η κλιμάκωση των ετησίων δαπανών εξυπηρέτησης του χρέους: ενώ μέχρι το 2028 κινούνται περί το 15% του ΑΕΠ που έχει θέσει ως πλαφόν το Eurogroup, στη συνέχεια ανεβαίνουν από το 20% έως το 45% το 2060. Η σύσταση του ΔΝΤ προς τους δανειστές είναι η γνωστή: μεγάλες επιμηκύνσεις στα δάνεια από τον EFSF (131 δισ.), πάγωμα τόκων και «αυτόματο μηχανισμό» που θα συνδέει αντιστρόφως τις εξοφλήσεις χρέους με τον ρυθμό ανάπτυξης -η περίφημη γαλλική συνταγή που έχει συμφωνηθεί, αλλά δεν έχει συγκεκριμενοποιηθεί.

 

Πέμπτον, παρά την –υποτίθεται- ευνοϊκή στάση του ΔΝΤ απέναντι σε πρώιμη έξοδο στις αγορές, ταυτόχρονα –σε πλήρη συμφωνία με την κυβέρνηση, όπως είπε η Ντέλια Βελκουλέσκου και όπως προκύπτει σαφώς από το συμφωνημένο τεχνικό μνημόνιο- το Ταμείο θέτει υπό ιδιότυπη επιτροπεία το εγχείρημα. Ορίζει ως πλαφόν το χρέος κεντρικής και όχι γενικής κυβέρνησης, μεγέθη που τα χωρίζει ένα ποσό άνω των 10 δισ. ευρώ (326 δισ. στο τέλος του 2016). Η δέσμευση αυτή σημαίνει ότι η ενδεχόμενη έκδοση ομολόγων περιορίζεται σ’ αυτή τη φάση σε αντικατάσταση παλιών, όπως για παράδειγμα τα πενταετή του 2014 που είχε εκδώσει η κυβέρνηση Σαμαρά.

 

Έκτον. Το ΔΝΤ ενέκρινε την «επί της αρχής προληπτική συμφωνία» για 1,6 δισ. ευρώ, κρατώντας το προνόμιο της πλήρους επιτήρησης μέχρι τον Αύγουστο του 2018, αλλά και το δικαίωμα να μη δώσει ούτε ευρώ (για την ακρίβεια δολάριο), αν μέχρι τότε δεν έχουν συγκεκριμενοποιηθεί τα μέτρα για το χρέος και η εφαρμογή του προγράμματος εξοκείλει. Οι δυο προϋποθέσεις ισχύουν σωρευτικά και την τελική του απόφαση για εκταμίευση του συμβολικού ποσού θα την πάρει τότε (μέχρι 31/8/2018). Το ΔΝΤ, λοιπόν, βλέπει σ’ αυτές τις προϋποθέσεις «αλληλένδετους κινδύνους» εκτροπής, τόσο στην πλευρά των δανειστών όσο και στην πλευρά του ελληνικού πολιτικού και νομικού συστήματος. Για τους πρώτους είναι προφανές τι εννοεί: ότι μπορεί να αθετήσουν τα συμφωνηθέντα για το χρέος, όπως έκαναν το 2012, κι αυτό θα είναι η αφορμή για το οριστικό διαζύγιο του Ταμείου από την Ευρωζώνη. Για τον δεύτερο, τον εγχώριο κίνδυνο, ο εγγυητής της διεθνούς τοκογλυφίας «ανησυχεί» για το ενδεχόμενο πολιτικής αστάθειας λόγω «περιορισμένης πολιτικής και κοινωνικής υποστήριξης» του προγράμματος.

Ουσιαστικά το ΔΝΤ κρατάει για τον εαυτό του ανοικτές δυο εξόδους κινδύνου, ενώ ταυτόχρονα υπαινίσσεται ότι για την Ελλάδα η μόνη εναλλακτική, σε περίπτωση «εκτροπής» του προγράμματος, είναι ένα ακόμη Μνημόνιο.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!